Ἀπὸ τὶς τέσσερις μεγάλες ἐκκλησίες στὸ Κοντοσκάλι, ποὺ κάηκαν τὸ 1660, ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης χάθηκαν, δὲν ξαναχτίσθηκαν ποτέ, ἡ Παναγία Ἐλπίδα, ὡστόσο, ὕστερα ἀπὸ παρέμβαση τοῦ πρέσβη τῆς Ῥωσίας Νικήτα Ἀλεξίοβιτς ὄχι μόνον ἀνοικοδομεῖται γύρω στὰ 1680, ἀλλὰ τῆς παρέχεται, ἐκ μέρους τῆς Ῥωσικῆς κυβερνήσεως, καὶ ἐτήσια χρηματικὴ χορηγία (Μ. Γεδεών).
Τὸ 1719 ἀποτεφρώνεται ξανὰ καὶ εἶναι ἄγνωστο ἂν στὴν μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1762 εἶχε ἤδη ἀνεγερθεῖ ναός· τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησία κατακαίγεται τὸν Αὔγουστο τοῦ 1865 καὶ γιὰ τριάντα ὁλόκληρα χρόνια οἱ ἐνορίτες τελοῦν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα μέσα σὲ ἕναν ξύλινο ναΐσκο ποὺ ἔχει ἀνεγερθεῖ στὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Στὶς 4 Ἰουνίου 1895 καὶ ἀφοῦ πρῶτα ἐκδίδεται τὸ εἰδικὸ σουλτανικὸ φιρμάνι ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἀνοικοδόμηση, τίθεται ὁ θεμέλιος λίθος αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἐν ζωῇ, ἐκκλησίες τῆς Πόλης καὶ ἀπέχει λίγα μονάχα βήματα ἀπὸ τὴν ἐντυπωσιακή ἐπίσης Ἅγια Κυριακή.
Χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῶν ἀρχιτεκτονικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς, τὸ λαμπρὸ αὐτὸ οἰκοδόμημα μὲ τὸ σοβαρό, αὐστηρὸ μπαρόκ, τὸ ὁποῖο χτίστηκε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Θρακιωτῶν μαστόρων τῆς ἐνορίας, ἐπιβάλλεται καὶ ὑποβάλλει μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἁρμονική του σύνθεση, μὲ τὸν λαμπρὸ διάκοσμο καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ὅλης σύλληψης.
Ἡ Παναγία Ἐλπίδα εἶναι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, χτισμένη στὸν ἴδιο χῶρο ὅπου ὑπῆρχε ἡ Μονὴ τῆς Βεβαίας Ἐλπίδας (14ος αἰώνας), οἰκοδόμημα ποὺ συνδέεται μὲ μεγάλα παλαιολόγεια ἀρχοντόσογα, ὅπως οἱ Φιλανθρωπηνοί.
Δυστυχῶς σήμερα ἡ κατάσταση τοῦ ναοῦ δὲν εἶναι καλή. Οἱ καταστροφές, κυρίως ἀπὸ τὴν ὑγρασία, εἶναι μεγάλες, ὅπως φαίνεται στὴν εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορος καὶ στὶς τοιχογραφίες καὶ τὸ ποσὸν ποὺ θὰ χρειαστεῖ γιὰ τὴν ἀνακαίνισή του, ἂν κρίνει κανεὶς καὶ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἐξωτερικοῦ, θὰ πρέπει νὰ εἶναι σεβαστό.
Ἰσμήνη Καπάνταη
Ἐκκλησίες στὴν Κωνσταντινούπολη
Νικόλαος Γκίνης – Κωνσταντῖνος Στράτος