Ἅγιος Γεώργιος Τσεγκέλκιοϊ

Εἶναι τόσο στενὰ δεμένος ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὸν ἀρχαῖο καὶ τὸν Βυζαντινὸ κόσμο, ὥστε λίγο νὰ ψάξῃ κανεὶς βρίσκει ἀξεδιάλυτα ἑνωμένες τὶς ρίζες τους. Τοῦτο τὸ παράξενο σὲ σχῆμα γιὰ Ναὸ κτίσμα στάθηκε κάποτε ὡς ὁ περίφημος ναὸς τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς τῶν Μετανοούντων. Καὶ μὲ τὴ σειρᾶ του ὁ ναὸς αὐτὸς κτίσθηκε πάνω στὰ θεμέλια ἀρχαίου ναοῦ ἢ βωμοῦ τιμωμένου σὲ ἄγνωστο μέχρι σήμερα ὄνομα Ὀλυμπίου θεοῦ ἢ ἐνδεχόμενα θεᾶς. Ὁ Pierre Gylli στὸ σύγγραμμα του γράφει ὅτι «ἀπὸ παλιὰ ὑπῆρχε ἀρχαῖος ναὸς τὸν ὁποῖον ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς μεταποίησε σὲ ναὸ Χριστιανικὸ καὶ τὸν ἀφιέρωσε στὸ Θεό». Ἐπίσης δὲν παραλείπει ν᾽ ἀναφέρῃ ὅτι ὁ ναὸς ἦταν παραθαλάσσιος καὶ τὸν ἐπισκέπτονταν οἱ διαπλέοντες τὸν Βόσπορο ναυτικοί.
Τὸ ἀρχαῖο Ἐλληνιστικὸ ἀνάγλυφο ποὺ εἶναι ἐντοιχισμένο στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ δεξιὰ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ εἴσοδο ὑπάγεται στὴ Ῥωμαϊκὴ ἐποχὴ καὶ χρησιμοποιήθηκε σὲ βωμὸ ἀρχαίου ναοῦ. Στὴν προμετωπίδα του ἔχει τὸ δυσανάγνωστο ἐπίγραμμα
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ ΛΕΥΚΙΔΗ
ἐνῷ στὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἀνάγλυφο παράσταση τμῆμα του εἶναι γραμμένο τὸ
ΛΕΥΚΙΟΥ ΖΗ
Τὴν ὀνομασία «Λευκίου» τὴν συναντᾶμε σὲ εὑρήματα Ἰουδαϊκῆς παροικίας στὴ Λάρισα. Προέρχεται ἀπὸ Ῥωμαϊκοὺς καὶ παλαιοχριστιανικοὺς χρόνους χαραγμένη σὲ ἐπιτύμβιες ἐπιγραφὲς Ἐλληνιζόντων Ἰουδαίων μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες, σὲ τριγωνικὸ ἀέτωμα στήλης ὕψους 0,30, πλάτους 0,31 καὶ πάχους 0,09 ἔχει ἀναγνωσθεῖ τὸ
ΛΕΥΚΙΟΣ ΚΟΙΝΤΟΥ
ΤΩ ΛΑΩ ΧΑΙΡΕΙΝ
Σὲ ἀναζήτηση τῆς ἱστορικῆς προέλευσης τοῦ ὀνόματος ΛΕΥΚΙΟΣ τὸ λεξικὸ τοῦ Στ. Βουτυρᾶ μᾶς παραπέμπει στὸ Ῥωμαϊκὸ ὄνομα Lucius ποὺ εἶναι ὁ δευτερότοκος γιὸς τοῦ Ἀγρίππα ποὺ υἱοθετήθηκε μὲ τὸν ἀδελφό του Γάϊο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀντώνιο τὸ 2ο μ.Χ. αἰῶνα στὴ Μασσαλία.
Ὅμοιο μὲ τοῦτο τὸ ἐπίγραμμα ἀνευρέθηκε σὲ ἀνασκαφὲς ποὺ ἔγιναν στὸν Ἅγιο Νικόλαο Χάλκης μὲ μόνη τὴ διαφορὰ ὅτι σ᾽ αὐτὸ μνημονεύεται τ᾽ ὄνομα ΑΕΤΙΟΣ, ἐνῷ καὶ τὰ δύο ἔχουν καταγραφεῖ ἀπὸ τὴν Τουρκικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία μὲ ἀριθμοὺς 130 καὶ 149 ἀντίστοιχα λόγω τῆς ἱστορικής τους ἀξίας καὶ τῆς ἀρχαιολογικής τους σπουδαιότητας.
Τὸ κομψότατο αὐτὸ ἀρχαϊκὸ εὕρημα συμπληρώνεται ἀπὸ προεξέχουσα γούρνα μικρῶν διαστάσεων. Ἔχει διαστάσεις 33 x 32 καὶ παριστάνει δεξιὰ ἔναν ἄνδρα ξαπλωμένο στὴ κλίνη νὰ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα στεφάνι καὶ ἀριστερὰ μία καθισμένη γυναῖκα.
Γιὰ τὴν ἐπιτύμβια αὐτὴ στήλη ποὺ ἐνέχει σπουδαία ἀρχαιολογικὴ ἀξία ἔγινε ἔρευνα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ D. Feisskel, ὁ ὁποῖος σὲ μονογραφία του ἀναφέρει ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Διονύσιο γιὸ τοῦ Ἀπολλωνίου ποὺ τιμᾶ τὸν Λεύκιο γιὸ τοῦ Λευκίου. Ἐπίσης ἀπὸ τὸν Τοῦρκο Ν. Fıratli, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ Ἐλληνιστικὰ – Βυζαντινὰ εὐρήματα, διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ στήλη ἀνήκει στὶς ἀρχὲς τῆς προβυζαντινῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὸν Ἰ. Μηλιόπουλο ἐπίσης δημοσιεύθηκε σχετικὴ μελέτη ποὺ ἀφορᾶ αὐτὸ τὸ σπουδαῖο εὕρημα.
Ἀπὸ μυθολογικὰ δεδομένα, ἀπὸ ἱστορικὲς πηγές, καὶ ἀπὸ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, εἶναι γνωστὸ ὅτι κατὰ μῆκος τοῦ Βοσπόρου ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα βωμοὶ καὶ ναοὶ τὰ λείψανα τῶν ὁποίων, ἂν καὶ σὲ ἐλάχιστες περιπτώσεις, σῴζονται μέχρι καὶ σήμερα.
Ἡ ὕπαρξη ἀρχαίων ναῶν καὶ βωμῶν χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μακεδόνων, ἡ ὁποία ἔδωσε ἀφορμὴ στὸν Σπαρτιάτη Παυσανία (477 π.Χ.) νὰ φέρῃ νέους κατοίκους καὶ νὰ ὀνομασθῇ ὁ δεύτερος μετὰ τὸν Βύζα οἰκιστὴς τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀκολούθησαν μετανάστες ἀπὸ τὴν Ἀσία τοὺς ὁποίους σαγήνευε τὸ πλούσιο ἐμπόριο καὶ ἡ ἀκμάζουσα ναυτιλία τοῦ Βοσπόρου. Γι᾽ αὐτὸ συναντᾶμε ναοὺς ἀφιερωμένους στὸν Δία (Γιοῦσα ντάγ), στὴν Ἥρα, στὴν Ἑκάτη, στὸν Πλούτωνα, στὸν Ἀπόλλωνα, στὴν Ἀφροδίτη κ.ἄ., ἀλλὰ καὶ σὲ Ἀσιάτες θεοὺς ὅπως τὴν Ἴσιδα, τὸν Μίθρα, τὴ Σεράπιδα κ.λπ. Ἀπὸ τὴν ὕπαρξη αὐτῶν προέρχεται καὶ ἡ πληροφορία τῶν Βυζαντινῶν ὅτι πολλοὶ Χριστιανικοὶ ναοὶ κτίσθηκαν πάνω στὰ ἐρείπια εἰδωλολατρικῶν καὶ ἀρχαίων οἴκων ἢ ὅτι εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ mutatis-mutandis μετατράπηκαν σὲ Χριστιανικοὺς (παράδειγμα ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴ θέση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἥρας).

Θὰ φανταζότανε κανεὶς ὅτι ἡ ἀνεύρεση Ἑλληνιστικοῦ ἀνάγλυφου λειψάνου περικλείει κάποια ἀσάφεια ὡς πρὸς τὸν τόπο, καὶ θὰ ὑποστήριζε ὅτι τυχαία ἀνευρέθηκε ἐδῶ, ἂν ὁ πολύτιμος ἐρευνητὴς τοῦ «Θρακικοῦ Βοσπόρου» δὲ μᾶς ἔδιδε τὸ ἀκριβὲς στίγμα τοῦ τόπου ποὺ εἶναι τὸ σημερινὸ Τσεγκέλκιοϊ καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στὴν ἱστορία ποὺ γράφτηκε τὸ 1544 μ.Χ. ἀναφέρεται ὅτι «… τὰ πηγάζοντα ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν ὕδατα, ρέουν στὴν περιοχὴ Χρυσοκέραμος ποὺ πῆρε τ᾽ ὄνομά της ἀπ᾽ τὰ χρυσᾶ κεραμίδια τοῦ Ναοῦ της…».
Ὁ Κωδινὸς στὴν ἱστορία του ἐξάλλου ἀναφέρει ὅτι «ἡ πέραθεν τοῦ Στενοῦ λεγομένη ἐκκλησία ἐκτίσθη ὑπὸ τῶν εὐλαβεστάτων βασιλέων Ἰουστίνου καὶ Σοφίας καὶ διὰ χρυσῶν κεράμων στεγασθεῖσα ἔλαβε καὶ τὸ ὄνομα Χρυσοκέραμος».
Ὁ Πορθητὴς Μεχμὲτ Β´ ποὺ ἐπισκέφθηκε τὰ προάστεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀμέσως μετὰ τὴν Ἅλωση ἀπεκάλεσε τὸ Τσεγκέλκιοϊ Τσεγκιὰρ καριγεσὶ παρακινούμενος ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν χρυσῶν κεραμιδιῶν ποὺ σκέπαζαν τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἦταν ἡ ἀπαρχή, γιὰ ν᾽ ἀκολουθήσουν γραπτὲς πλέον μαρτυρίες γιὰ τὸ «χρυσοπράσινο χωριό» μία ἀπ᾽ τὶς ὁποῖες βρίσκεται στ᾽ ἀρχεῖα τῆς Νομαρχίας Χρυσουπόλεως, καὶ ἄλλη μία μὲ ἡμερομηνία hicri 1164 δηλαδὴ 1706 μ.Χ. ποὺ ἀφορᾶ τὸ Τσεγκέλκιοϊ καὶ τὸ ἀποκαλεῖ «Τσεγκιὰρ καριγεσί». Εἶναι πολὺ πιθανὸν ἀπὸ τὴν παραφθορὰ τῆς λέξης Τσεγκιὰρ νὰ προήλθε τὸ Τσεγκέλ, ὅπως ὑποστηρίζει καὶ ὁ μελετητὴς ἱστορικὸς Ἰ. Μηλιόπουλος, ποὺ ἐκθέτει τὶς σκέπεις του ὡς ἑξῆς «Ὅτι δὲ τὸ παρὰ τοῖς Βυζαντινοῖς προάστειον Χρυσοκέραμος ἐκλήθη ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Ἁλώσεως Τσεγκὲλ καριγεσὶ καὶ τὸ Τσεγκέλκιοϊ ὑπάχθηκε στὴ νομαρχία τῆς Χρυσούπολης θεωρεῖται βέβαιο ὅπου καὶ βρίσκονται ἀρκετὰ ἀποδεικτικὰ γι᾽ αὐτὸ στοιχεῖα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα γράφει «Uskudar’a tabi Cengiyar nam kariye» δηλαδὴ τὸ ὑποκείμενο στὸ Σκούταρι χωριὸ Τσεγκιάρ.
Εἶναι ὅμως περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ 1700 γράφοντας τὴν ἱστορία του ὁ Μελέτιος μᾶς δίνει συγκεχυμένη τὴν εἰκόνα καὶ ἀλλοιωμένη τὴ σειρᾶ τῶν Βοσπορίτικων προαστίων «…μεταξὺ Σκουτάρεως καὶ τοῦ φρουρίου Ἀνατὸλ χισάρ» γράφει «εὑρίσκονται τὰ Χρυσοκέραμα, τὸ Μοναστήριον τῶν Ἀκοιμήτων, ἡ Σταύρωση καὶ τὸ Τσεγκέλκιοϊ…… ».
Ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων ἦταν κτισμένη στὸ Τσιμπουκλὶ καὶ ἡ Σταύρωση στὸ σημερινὸ Μπεϊλὲρ – μπέϊ, ἐπομένως ἡ ὅλη τοποθέτηση καὶ καταγραφὴ τῶν Ναῶν ἀπὸ τὸν Μελέτιο ἴσως τὴν ἐποχὴ ποὺ πραγματοποιήθηκε νὰ εἶχε κάποια ἀξιοπιστία, μὲ τὰ σημερινὰ ὅμως δεδομένα θὰ πρέπει ν᾽ ἀνασκευασθεῖ καὶ τοῦτο, γιατὶ μετὰ τὸν Μελέτιο ὅσοι ἔγραφαν σχετικὰ μὲ τὰ προάστια τοῦ Βοσπόρου ὑπέπεσαν στὰ ἴδια λάθη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μεταβάλλεται ἡ πραγματικὴ εἰκόνα.
Βέβαια ὅλες οἱ θεωρίες αὐτὲς ποὺ διατυπώθηκαν κατὰ καιροὺς ἀπὸ ἱστοριογράφους καὶ ἀρχαιολόγους εἶναι κυρίως συνάρτηση γενικότερων πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς ποὺ γίνονται ἀποκαλύψεις μνημείων ἢ ἀνεύρεσις κάποιων στοιχείων. Ἔτσι πάντα βρισκόμαστε στὴν ἀνάγκη νὰ περιμένουμε τοὺς ἱστορικοὺς ποὺ θὰ γκρεμίσουν τὶς πλάνες ἄλλων ἱστορικῶν καὶ τοὺς ἀρχαιολόγους ποὺ θ᾽ ἀποδείξουν ἀστήρικτες θεωρίες ἄλλων ἀρχαιολόγων κάθε φορὰ ποὺ πνέει νέος ἄνεμος ἀντιλήψεων. Παράδειγμα ὁ Timoni καὶ τ᾽ ἀποσπάσματα του ποὺ ἀφοροῦν τὸ Τσεγκέλκιοϊ, τὰ ὁποῖα ὁ Σκαρλάτος Βυζάντιος ἐπιμελῶς τὰ παραλείπει, μ᾽ ἀποτέλεσμα ν᾽ ἀλλάζει τὴν ὅλη σωστὴ δομὴ τῶν παραλίων τοῦ Βοσπόρου. Τί γράφει ὅμως ὁ Timoni καὶ τί παραλείπει ὁ Βυζάντιος, «…μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ μελετητὴς (τοῦ βιβλίου) Κωνσταντινούπολις παλαιά τε καὶ νεωτέρα σφάλλει διδόντας στὴν κωμόπολη αὐτὴ ποὺ πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ Κοζίνιζα τὸ ὄνομα Χρυσοκέραμος, ὄνομα ποὺ ἀποδίδεται στὸ Τσεγκέλκιοϊ, ὅπου βρίσκεται ναὸς μὲ χρυσᾶ κεραμίδια…».
Ὁ P. Gylli μὲ προφανῆ σκοπὸ νὰ στηρίξῃ τὰ δεδομένα του συνδυάζοντάς τα μὲ τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες τοῦ Δ. Βυζάντιου καὶ τοῦ ἱστορικοῦ Προκόπιου γράφει «Σ᾽ αὐτὸν τὸν χῶρο (στὴ Χρυσοκέραμο) βρέθηκε τετράγωνη μεγάλη πέτρα τῶν παλαιῶν θεμελίων, ποὺ ἦταν 12 μέτρα κάτω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ λέγεται ὅτι ἀνῆκε σὲ καλὰ ὀχυρωμένο φρούριο τῶν Σοφιανῶν ἀνακτόρων τὰ ὁποῖα ἦταν ἀνεγερμένα κοντὰ στὸν Ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ (στὸ Κούλελι) ὅπως ἀναφέρεται ἀπ᾽ τὸν ἱστορικὸ Προκόπιο…».
Σ᾽ ἀντίθεση ὅλων ὁ ἀξιόλογος ἐρευνητὴς καὶ ἐκκλησιογράφος Μαν. Γεδεὼν περιγράφοντας τοὺς Ναοὺς τῆς Ἀσιατικῆς ὄχθης τοῦ Βοσπόρου λέει «…ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τσεγκέλκιοϊ ἱδρύθηκε τὸν ιη´ αἰῶνα, ἐνῷ οἱ ἐκκλησίες τοῦ Κουσκουντζουκίου καὶ τῆς Χρυσουπόλεως εἶναι Βυζαντινοί». Καὶ βέβαια ὁ ναός, ὅπως εἶναι σήμερα, δὲ φαίνεται νὰ ἔχῃ Βυζαντινὴ προέλευση. Τὸ ὅτι ὅμως χαρακτηρίζεται ὡς κτίσμα τοῦ 18ου αἰῶνα ἂν μή τι ἄλλο εἶναι λαθεμένο καὶ φυσικὰ ἀβάσιμο. Σὲ τούτη τὴν περιγραφὴ ἔρχονται ν᾽ ἀντιπαραταχθοῦν οἱ ἀναφορὲς τοῦ Προκοπίου τοῦ 6ου αἰῶνα καὶ τὰ γραπτὰ κείμενα τοῦ Gylli τοῦ 1544 ἀλλὰ καὶ διάφορα ἔγγραφα τοῦ 18ου αἰῶνα. Κώδικες μὲ ἡμερομηνία 1774 – 1779 ἀναφέρουν ὅτι ὁ ναὸς ὑπέστη σοβαρὴ μεταρρύθμιση τὸ 1690. Ἐκτὸς κὶ ἂν οἱ κώδικες αὐτοὶ μεταφράσθηκαν πλημμελῶς καὶ ἡ «μεταρρύθμιση» ἐκλήφθηκε ὡς «οἰκοδόμηση».
Ἀρμένιος ἱστορικὸς συνηγορώντας στὰ περὶ μεταρρύθμισης γράφει τὸ 1750 τὰ ἑξῆς «…ὁ ναὸς τῶν Ῥωμιῶν, ὁ Ἅγιος Γεώργιος εἶναι πρόσφατα ἀνακαινισμένος, γιατὶ τὸ παλιὸ κτίσμα εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων», ἐνῷ ἀνώνυμος μὲ τὰ στοιχεῖα Β.Χ.Ε.Α. συγγραφέας περιγράφοντας τὰ κτίρια τῆς Κωνσταντινούπολης πότε κτίσθηκαν, πως ἐλέγοντο στὴ Χριστιανικὴ ἐποχὴ καί πως λέγονται τώρα, ποία εἶναι ἀπὸ ἐκκλησίες καὶ ποία ἔκτισαν οἱ Τούρκοι, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «τὸ Τσεγκέλκιοϊ, Πρῶτος Δίσκος, ἢ Χρυσοκέραμος, διότι εἶχε περίκαλλον ναὸν Ἁγίου Γεωργίου μὲ χρυσᾶ κεραμίδια».
Εἶναι ὅμως ἐνδεχόμενο νὰ βλέπῃ κανεὶς τὰ πράγματα ἀλλοιωμένα μεσ᾽ ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς φαντασίας του καὶ νὰ παραδίνεται σὲ ρομαντικὲς νοσταλγίες, πρᾶγμα ποὺ σίγουρα συνέβηκε σὲ μερικοὺς πρώιμους προφῆτες.
Τουρκικὸ φιρμάνι μὲ χρονολογία hicri 1246 δηλαδὴ 1830 ἐκδίδεται μὲ σκοπὸ νὰ παράσχῃ ἄδεια ἐπισκευῆς στὸ Ναό. Ἡ ἄδεια συμπίπτει χρονολογικὰ μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ μητροπολίτης Χαλκηδόνας ἦταν ὁ κ. Ζαχαρίας (1826- 1843) καὶ ἀφοροῦσε τὴν μεγέθυνση τοῦ ναοῦ σὲ μῆκος μὲ σκοπὸ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὶς ἀνάγκες τοῦ ὀλοὲν αὐξανομένου Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. Τοῦτο ἀποκαλύπτεται ἀπὸ μαρμάρινη πλάκα μὲ ἀνάγλυφα γράμματα καὶ ἡμερομηνία 1830, ὅπου ἀπαριθμοῦνται τὰ ὀνόματα ὅσων συνεισέφεραν οἰκονομικά, ἀλλὰ καὶ ὅσων πρόσφεραν οἰκειοθελὴ ἐργασία γιὰ τὸ μεγάλωμα τῆς ἐκκλησίας.
Ἐπιτύμβια πλάκα μὲ χαραγμένο πάνω της κείμενο σὲ μορφὴ Ὀμηρικοῦ ἑξαμέτρου ἀναφέρει κάποιον Δημήτριο Ψυχάρη Χιακῆς καταγωγῆς, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα προγόνου τοῦ γλωσσολόγου Γιάννη Ψυχάρη, ὡς ἕνα ἀπ᾽ τοὺς κτήτορες τῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ἂν ὑπολογίσει κανεὶς ἀπ᾽ τὴν σημερινή της μορφή, ἦταν ἀρκετὰ μεγάλη καὶ διατηρήθηκε ἔτσι μέχρι τὸ 1925. «Κατὰ ταῦτα ἡ ἐκκλησία φαίνεται ὅτι ἧτο ἐκτισμένη πρὸς τὴν παραλίαν, ἕνεκα δὲ τῆς ρυμοτομήσεως μετεφέρθη κατὰ τίνα μέτρα μεσογειότερον καὶ τοιαύτη ὑφίστατο μέχρι τοῦ 1827 – 1829, ὅτε ἐκ Θεμελίων ἀνοικοδομήδη μεγαλοπρεπῶς ἡ μέχρι σήμερον ἐκκλησία, φροντίδι καὶ ἐπιμέλεια, φιλοχρήστων καὶ φιλογενῶν ἐνοριτῶν».
Φαίνεται ὅμως πως ἡ ταλαιπωρία τοῦ Ναοῦ εἶχε συνέχεια. Τὸ 1925 ἔγινε ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωση σὲ ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ χώρου, ἀπ᾽ ὅπου θὰ περνοῦσε ὁ παραλιακὸς αὐτοκινητόδρομος. Ἔτσι κόπηκε τὸ νότιο τμῆμα τοῦ ναοῦ, ὅλος ὁ νάρθηκας, μέρος τοῦ πρόναου καὶ τὰ τρία τέταρτα τῆς δεξιᾶς πλευρὰς του, γιὰ νὰ πάρῃ τὸ σημερινὸ παράδοξο γιὰ ναὸ σχῆμα. Ἤδη ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἰωνικοῦ ρυθμοῦ κίονες (ἕξι στὸ δεξιὸ καὶ ἕξι στὸ ἀριστερὸ κλίτος) τοῦ ναοῦ, ποὺ στὰ κιονόκρανα τους ἔφεραν τὶς παραστάσεις τῶν δώδεκα Ἀποστόλων σήμερα σῴζονται οἱ τρεῖς στο δεξιὸ καὶ οἱ τέσσερις στὸ ἀριστερὸ κλίτος. Θέλοντας ν᾽ ἀποθανατίσει τὴν κατεδάφιση αὐτὴ ὁ ἀριστερὸς ἱεροψάλτης τῆς ἐποχῆς, ἔγινε ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες τὴν ἐπιχείρηση καί ἀφοῦ σύρθηκε στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα, τοῦ ἀφαιρέθηκε τὸ φίλμ, ποὺ ἦταν ἴσως τὸ μοναδικό, ἀποκαλυπτικὸ στοιχεῖο μιᾶς ἀνιστόριτης πράξης.
Ἐὰν πάρουμε ὡς δεδομένο ὅτι τὸ σημερινὸ μῆκος τοῦ ναοῦ εἶναι 21 μέτρα, ἔπρεπε ὁ Ἅγιος Γεώργιος πρὶν τὸ 1925 νὰ εἶχε διαστάσεις 32 μέτρα μῆκος, 16 μέτρα πλάτος καὶ 11 μέτρα ὕψος. Ἦταν δηλαδὴ Ναὸς τοῦ τύπου Ἑλληνιστικῆς τρίκλιτης Βασιλικῆς χωρὶς τροῦλλο. Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ σὲ δημόσια κτίσματα μᾶς γνωστοποιεῖ ὅτι τὸ σχῆμα αὐτὸ προῆλθε ἀπὸ τὰ μεγαλοπρεπῆ πολύκλιτα κτίρια τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἀγορᾶς ποὺ χρησίμευαν ὡς δικαστήρια καὶ τόποι συναλλαγῶν, τὰ ὁποῖα προσαρμόσθηκαν στὴ Χριστιανικὴ θρησκεία καὶ λατρεία, ἐπειδὴ ἡ ὀνομασία τους συνδέθηκε μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «Βασιλέως Χριστοῦ».

Ἰωσὴφ Κωνσταντινίδης