Οὖτος ἐγεννήθη ἐν Ἀθήναις, ὑπάρχων γόνος τῆς ἱστορικῆς οἰκογενείας τῶν Καρυκήδων. Ἐσπούδασε πιθανῶς εἰς τὸ Πατάβιο μετὰ τοῦ μετέπειτα ἐπισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαργουνίου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα τὸν ἀπεκάλεσε «σοφώτατον».
Τιμηθεὶς τοῖς ἀξιώμασι τοῦ Πρωτοψάλτου καὶ ἀργότερα τοῦ Λογοθέτου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, διεδέχθη τὸν Θεόληπτο Β´ εἰς τὴ Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως (Φεβρουαρίῳ 1585) καὶ ἀργότερα τὸν Νικάνορα εἰς τὴν μητρόπολη Ἀθηνῶν (τῷ 1593). Ὡς μητροπολίτης Ἀθηνῶν συμμετεῖχε εἰς τὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1593, ἡ ὁποία ἐπεκύρωσε τὴν ἵδρυσιν τοῦ ῥωσικοῦ πατριαρχείου.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γαβριὴλ Α´, ἐχρημάτησε τοποτηρητὴς τοῦ οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀπὸ τὸν Ἰούλιο ὡς τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1596. Ἐξελέγη οἰκουμενικὸς πατριάρχης τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1597 ἀλλὰ τῇ 26ῃ Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπέθανε αἰφνιδίως ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Συνέθεσε πλεῖστα ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα ἅτινα ἔχουν διασωθεῖ, ἐνῷ ἐνδέχεται νὰ ὑπῆρξε καὶ διδάσκαλος τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς.