Κατήγετο ἐκ Κρήτης καὶ ἐσπούδασε ὲν Γερμανίᾳ. Διεκρίθη διὰ τὴν εὐρεία μόρφωσί του, διὰ τὴν γλωσσομάθεια (Λατινική, Ἀραβική) καὶ διὰ τὴν α)ρίστη γνῶσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ἐχρημάτισε μητροπολίτης Τυρνόβου καὶ Ἀλεξανδρουπόλεως (περὶ τὸ 1692) καὶ τὸ 1709, μετὰ τὴν παύση τοῦ πατριάρχου Κυπριανοῦ καὶ τὴν ἐξορία του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐγένετο πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως μὲ ἐπιθυμία τοῦ μεγάλου Βεζίρη, καίπερ ὡς διάδοχος τοῦ Κυπριανοῦ εἶχε ἐκλεγεῖ ὁ μητροπολίτης Κυζίκου Κύριλλος. Τῇ 4 Δεκεμβρίου 1711 ἐπαύθη ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἀπεκαταστάθη εἰς τὸν θρόνο ὁ Κύριλλος. Ὁ Ἀθανάσιος διέμενε ἐν Κωνσταντινούπολει, ἐνῷ τὸ 1718 μετέβη εἰς τὸ Ἰάσιο, ἐξ οὗ καὶ ἐπέστρεψε σύντομα, καὶ ἐπεδόθη εἰς τὴν μελέτη μέχρι τὸν θάνατό του. Ἀφῆκε ἀξιόλογον ἔργον εἰς τὸν τομέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς.
Β. ΦΕΙΔΑΣ