Πληροφορίαι διὰ τὸν βίο τοῦ Περτίνακος ὑπάρχουν εἰς τὴν ἱστορία τοῦ Δωροθέου. Ἐκεῖ γίνεται γνωστὸ ὅτι ὁ Περτίναξ ἦτο ὑψηλόβαθμος ἀξιωματοῦχος τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ὡς στρατηγὸς ἀπεστάλη εἰς Θράκην.
Προσβληθεὶς ἀσθενείᾳ τινὰ ἔμαθε ὅτι συμβαίνουν πολλὰ θαύματα μεταξὺ τῶν πιστῶν τῆς νέας θρησκείας, τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ τὸν ὡδήγησε νὰ ἀποταθῇ τῷ τότε ἐπισκόπῳ Βυζαντίου, τῷ Ἀλυπίῳ, ὁ ὁποῖος τότε διέμενε εἰς τὴν Ἑλαία. Κατόπιν τῆς θεραπείας του, θεωρῶν αὐτὴν ἀποτέλεσμα τῶν προσευχῶν τοῦ Ἀλυπίου, ἀπηρνήθη τὴν ἐθνικὴ θρησκεία καὶ ἐβαπτίσθη Χριστιανός.
Ἔπειτα ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐχειροτονήθη πρεσβύτερος παρὰ τοῦ Ἀλυπίου, τὸν ὁποῖο μετὰ τὸ θάνατό του διεδέχθη εἰς τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἀπὸ τὴν προσωπική του περιουσία ἀνήγειρε τὸν τρίτο ἐπισκοπικὸ οἶκο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Βυζαντίων, εἰς τὴν περιοχὴ τῶν Συκεῶν, τὸν μετέπειτα Γαλατᾶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ μάλιστα εἰς παραθαλάσσιαν τοποθεσία, ἣν ὁ ἴδιος ἐπωνόμασε Εἰρήνη. Εἰς αὐτὴν τὴν τοποθεσία ἤρχισαν νὰ οἰκοδομοῦν ὁσπίτια πολλοὶ χριστιανοί, ἀποτελώντας οἰονεῖ μία μικρὰ πόλη.
Οἱ Πατριαρχικοὶ κατάλογοι τὸν φέρουν νὰ ἐπισκόπευσε δεκαεννέα ἔτη (169–187), ἀλλὰ μᾶλλον εἰς αὐτὰ συμπεριλαμβάνονται καὶ τὰ ἔτη κατὰ τὰ ὁποῖα ἦτο ἱερεύς. Ἐκοιμήθη τῷ ἔτει 187.