Ὁ Ἰωάσαφ, ὁ καὶ Μεγαλοπρεπής ἐπωνομαθείς, ἐγεννήθη ἐν Κραψίῳ τῆς Ἠπείρου. Ἐσπούδασε ἐν τῇ μονῇ Φιλανθρωπινῶν εἰς τὰ Ἰωάννινα καὶ κατόπιν εἰς τὸ Ναύπλιο παρὰ τοῦ Ἰωάννου Ζυγομαλᾶ. Ἔμαθε ἀραβικά, περσικὰ καὶ τουρκικά. Ὁ πατριάρχης Ἱερεμίας Α´ τὸν προεχείρισε μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως (1535), ἀξίωμα ὃ διετήρησε ἐπὶ εἴκοσι περίπου ἔτη.
Μία τῶν πράξεών του ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἦτο ἡ ἵδρυσις σχολῆς τῆς ὁποίας τὴν διεύθυνσι ἀνέθεσε τῷ Ἰωάννῃ Ζυγομαλᾷ. Μετὰ τὴν δολοφονία Διονυσίου τοῦ Β´ κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1556, τὸν διεδέχθη εἰς τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο.
Τακτοποίησε τὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ προώθησε τὴν ἀνάπτυξι τῶν Γραμμάτων. Ἐτίμησε τὸν Ἰωάννη Ζυγομαλὰ τῷ ὀφικίῳ τοῦ ρήτορος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν διδασκαλία τῶν ἑλληνικῶν καὶ λατινικῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει. Ἐβοήθησε καὶ ἄλλους λογίους εἰς τὸ ἔργο τους καὶ λέγεται ὅτι τῇ δικῇ του συνδρομῇ συνετάχθη ὁ Νομοκανὼν τοῦ Μανουὴλ Μηλαξοῦ, τὸ Νομικὸ Σύνταγμα τοῦ Ζαχαρία Σκορδιλίου-Μουσταφᾶ κ.ἄ.
Ἐῤῥύθμισε πολλὰ ζητήματα μοναστηριακοῦ καὶ ἐνοριακοῦ δικαίου. Ἠσχολήθη ἐπίσης τῷ δυτικῷ σχίσματι καθολικῶν καὶ προτεσταντῶν,ἀποστείλας εἰς τὴν Βιττεμβέργη τὸν ἱεροδιάκονο Δημήτριο διὰ νὰ ἐνημερωθῇ ἀπὸ κοντὰ διὰ τὸ θέμα τοῦτο. Ὁ Δημήτριος τοῦ ἔφερε τῷ 1559 τὸ κείμενο τῆς Αὐγουσταίας ὁμολογίας καθὼς καὶ μία ἐπιστολὴ τοῦ Μελάγχθονος. Ἀπογοητευμένος ταῖς θέσεσι τῶν προτεσταντῶν δὲν ἐνδιεφέρθη περισσότερο.
Ἡ δράσις του ἐναντίων διεφθαρμένων ἀξιωματούχων τοῦ Πατριαρχείου τὸν ἔφερε ἀντιμέτωπο τῷ ἰσχυρῷ προκρίτῷ Μιχαὴλ Καντακουζηνῷ καὶ τῷ Καισαρείας Μητροφάνῃ, οἱ ὁποῖοι τὸν διέβαλαν καὶ ἐπέτυχαν τὴν καθαίρεσί του τῷ Ἰανουαρίῳ τοῦ 1565.
Κατόπιν ἀπεσύρθη εἰς τὸ Ἅγιο Ὄρος ἐξ οὗ ἐζήτησε ἐπανεξέτασιν τῆς ὑποθέσεώς του. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὸν ἀθώωσε καὶ τὸν ἐπανέφερε εἰς τὴν μητρόπολην Ἀδριανουπόλεως ὅπου καὶ ἔμεινε ὡς τὸν θάνατό του.