Κωνσταντινουπολίτης τῇ καταγωγῇ, διετέλεσε πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου καὶ μητροπολίτης Ἰκονίου (1825-1835), Λαρίσης (1835-1837) καὶ Νικομηδείας (1837-1840). Ἡ ἐκλογή του εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο προυκάλεσε τὴν ἔντονο ἀντίδρασι τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ τὴν ἐκθρόνισί του, μεθ᾽ ἧς ἀποσύρθη εἰς τὴν Πριγκηπόννησο. Ἡ ἐκλογή του διὰ δευτέρα φορὰ τῷ 1848 ἤνοιξε νέας προοπτικὰς διὰ τὰς σχέσεις τοῦ πατριαρχείου μετὰ τῆς Ἑλλάδος.
Διὰ μυστικῶν συνεννοήσεων ἐλύθη τὸ πρόβλημα τῆς αὐθαιρέτου ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκέφαλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1833)· ἐκδόσας Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ Τόμο τῷ 1850 καὶ ἀνακήρυξε κανονικῶς τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Τῷ 1852 ἐπαύθηκε διὰ δευτέρα φορὰ ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀπεσύρθη πάλι εἰς τὴν Πριγκηπόννησο, ὅπου ἐφησύχασε μέχρι τὸν θάνατό του τῷ 1878.