Ὁ Κύριλλος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βέροια, ἐσπούδασε εἰς τὴν σχολὴ τῶν Ἰησουϊτῶν τοῦ Γαλατᾶ καὶ προωθήθη εἰς τὴν μητρόπολη Βεροίας ἀπὸ τὸν προστάτη του πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι (1618), τὸν ὁποῖο διεδέχθηκε εἰς τρεῖς ἐκθρονίσεις μὲ τὴν ὑποστήριξι τῶν Ἰησουϊτῶν. Ὑπῆρξε ὄργανο τῶν Ἰησουϊτῶν εἰς τὴν πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, τὸν ὁποῖο καὶ τελικὰ κατεδίκασε ὡς Καλβινιστὴ κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1638), ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἴδιος εἶχε προσυπογράψει λατινικὴ Ὁμολογία πίστεως. Αἱ τρεῖς παρεμβληταὶ ὁλιγόμηναι πατριαρχίαι του προυκάλεσαν τὴν ἀντίδρασι τοῦ λαοῦ διὰ τὴν δουλοπρέπειά του πρὸς τοὺς Λατίνους καὶ διὰ τὴν κακὴ διοίκηση τοῦ πατριαρχείου. Ἐξεθρονίσθη καὶ ἐξωρίσθη εἰς τὴν Καρθαγένη, ὅπου ἐθανατώθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ ἀγνωμοσύνη, ἡ ἐμπάθεια καὶ ἡ κακὴ διαχείρισις τῶν οἰκονομικῶν τοῦ πατριαρχείου περιγράφονται μὲ ἔντονα χρώματα ἀπὸ τοὺς χρονογράφους τῆς ἐποχῆς.
Φόρτωση