Μητροπολίτης Ἰκονίου καὶ Ἀνδριανουπόλεως καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἀνέπτυξε ἀξιόλογον δραστηριότητα ὅσον ἀφορᾷ τὴν καλλιέργειαν τῶν γραμμάτων καὶ τὴν πνευματικὴν πρόοδον εἰς τὴν ἑκάστοτε ἐπικράτειάν του, ἐνῷ ἠσχολήθη καὶ μὲ τὴν συγγραφὴν πρωτοτύπων ἔργων.
Ἐγεννήθη ἐν Ἀνδριανουπόλει ἀπὸ φτωχὴν οἰκογένειαν καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦτο Κωνσταντῖνος Σερπεντζόγλους. Παρηκολούθησε μαθήματα εἰς τὴν σχολὴν τῆς πατρίδος του καὶ ἔχοντας διακριθεὶ διὰ τὰς ἐπιδόσεις του ἐκέρδισε τὴν συμπάθειαν τοῦ τότε μητροπολίτου Ἀνδριανουπόλεως Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος τὸν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασίαν του. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσιν τῆς ἐκεῖ ἐκπαιδεύσεώς του χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν τελευταῖον Διάκονος καὶ ἐργάζεται εἰς τὴν ὑπηρεσία του ὡς γραμματεύς.
Τὸ ἔτος 1792 τὸν ἀκολουθεῖ εἰς τὴν Νίκαιαν ὅταν ὁ Καλλίνικος γίνεται ἀρχιμανδρίτης Νικαίας. Κάποιες πηγές, ὡστόσο, τὸν φέρουν – τὴν ἴδια περίοδο – νὰ βρίσκεται πλησίον του μητροπολίτου Ἐφέσου Γαβριὴλ ὡς διάκονος καὶ γραμματεὺς ἔπειτα ἀπὸ σύστασι τοῦ προστάτου του. Πάντως, τὸ 1801, ὁπότε ὁ Καλλίνικος ἐξελέγη εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ὁ Κύριλλος μεταβαίνει μαζί του εἰς τὴν Κωνσταντινούπολην καὶ θὰ ὀρίζεται μέγας ἀρχιδιάκονος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐκ τῆς θέσεως ταύτης ἔχει ἐνεργὸν συμμετοχὴν εἰς τὴν προσπάθειαν ἀναδιοργανώσεως τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία τὴν περίοδον ἐκείνην μετεφέρθη εἰς τὸν Κουρούτσεσμε.
Παραμένει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολην ἕως καὶ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1803, ὁπότε χειροτονεῖται μητροπολίτης Ἰκονίου. Εἰς τὸ ἑξῆς, καὶ διὰ τὰ ἑπόμενα ἑπτά ἔτη, ἀναπτύσσει πρωτοβουλίας αἱ ὁποῖαι ἀποσκοποῦν κατὰ κύριον λόγον εἰς τὴν βελτίωσιν τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου καὶ τῶν ἐκπαιδευτικῶν συνθηκῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἵδρυσιν σχολείων εἰς τὴν περιοχήν, τὴν οἰκονομικὴν ἐνίσχυσιν ἀπόρων μαθητῶν καὶ τὴν διανομὴν βιβλίων, ἐνῷ θὰ ἐνδιαφερθῇ καὶ διὰ τὴν ἐπιδιόρθωσιν παλαιῶν ναῶν.
Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ ἔτους 1810 μετατίθεται – πιθανότατα ἔπειτα ἀπὸ ἀπαίτησιν τῶν συμπατριωτῶν του – εἰς τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδαν του διὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν μητρόπολιν Ἀνδριανουπόλεως. Παραμένει εἰς τὴν θέσιν ταύτη ἕως καὶ τὸ 1813, ἔτος κατὰ τὸ ὀποῖον ἐκλέγεται στὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως (4 Μαρτίου 1813) μετά ἀπὸ τὴν παραίτησιν τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμία τοῦ Δ´. Μεταβαίνει εἰς τὴν Πόλιν διὰ νὰ ἀναλάβῃ τὰ νέα του καθήκοντα ἀφήνοντας ὡς διάδοχόν του εἰς τὴν Ἀνδριανούπολιν τὸν Δωρόθεο Πρώϊο.
Στὸ διάστημα τοῦτο πρόκειται νὰ συνεχίσῃ τὸ ἔργο του διὰ τὴν πνευματικὴν πρόοδον τῶν ὀρθοδόξων δείχνοντας ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον στὸν τομέα τῆς ἐκπαιδεύσεως. Ἐκτὸς τῆς ἐνασχολήσεως του μὲ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα, μεταξὺ τῶν δραστηριοτήτων του περιλαμβάνονται ἡ ἵδρυση μουσικῆς σχολῆς τὸ 1815, ἡ ἀναδιοργάνωση τοῦ Σπιταλίου (νοσοκομείου) τοῦ Γένους καθὼς καὶ αἱ φροντίδες του διὰ τὴν γενικοτέραν βελτίωσιν τῶν ἐκπαιδευτικῶν δρώμενων καὶ τὴν διάδοσιν θρησκευτικῶν κυρίως βιβλίων.
Μετά ἀπὸ πέντε χρόνια δράσεως εἰς τὸν Πατριαρχικὸν Θρόνον παραιτεῖται τοῦ ἀξιώματός του – ὅπως εἰκάζεται, λόγῳ ἀπαιτήσεως τοῦ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β´ – τῇ 13ῃ Δεκεμβρίου 1818 καὶ ἐπιστρέφει εἰς τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδα του, ὅπου θα παραμείνει διὰ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του. Ἐκεῖ, φέρεται νὰ συμμετέχῃ εἰς ἐνεργείας διὰ τὴν ἐνίσχυσιν τῶν σκοπῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, τῆς ὁποίας μᾶλλον ὑπῆρξε σύμβουλος ἤδη ἀπὸ τὴν περίοδον τῆς Πατριαρχικῆς του θητείας.
Μὲ τὴν ἔναρξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τὸ ὄνομά του περιελήφθη εἰς διάταγμα ποὺ ἐξέδωσεν ὁ σουλτάνος καὶ στὸ ὁποῖον ἐδίνετο ἐντολὴ διὰ τὴν θανάτωσιν 30 περίπου ἱερωμένων καὶ προχούντων τῆς Ἀνδριανουπόλεως μὲ τὴν κατηγορίαν τῆς συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐναντίον του. Ὁ Κύριλλος ἐκτελεῖται δι᾽ ἀπαγχονισμοῦ τὴν 17ην ἢ 30ην Ἀπριλίου εἰς τὴν θύρα τῆς μητροπόλεως. Τὸ σῶμα του, ἀφοῦ παρέμεινε κρεμασμένο διὰ τρεῖς ἡμέρας, πετάχτηκε τελικὰ στὸν ποταμόν τοῦ Ἔβρου διὰ νὰ βρεθῇ καὶ νὰ ταφῇ λίγο ἀργότερα ἀπὸ τὸν χωρικὸν Χρῆστο Ἀργυρίου. Τὰ λείψανά του μετεφέρθησαν ἔπειτα ἀπὸ χρόνια εἰς τὴν μητρόπολιν τῆς Ἀνδριανουπόλεως.
Εἰς τὴν συγγραφικὴν παραγωγὴν τοῦ Κυρίλλου ἀνήκει ὁ Πίναξ χορογραφικὸς τῆς Μεγάλης Ἀρχισατραπείας τοῦ Ἰκονίου, ἕνα ἔργο ποὺ ἐδημοσιεύθη εἰς τὴν Βιέννην τὸ 1812 διὰ νὰ ἀκολουθήσῃ ἡ Ἱστορικὴ περιγραφὴ τοῦ προεκδοθέντος χορογραφικοῦ πίνακος τοῦ Ἰκονίου. Τὸ δεύτερον τοῦτο σύγγραμμα, τὸ ὁποῖο ἐξεδόθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1815, ἀποτελεῖ μίαν ἐπεξήγησιν τοῦ Πίνακος, ἐνῷ περιλαμβάνει καὶ μίαν περιγραφὴν τῆς Ἀνδριανουπόλεως καὶ τῶν περιοχῶν γύρω ἀπὸ τὴν Θράκη. Τῶν γεωγραφικοῦ περιεχομένου ἔργων του προηγήθη ἡ συλλογὴ ποιημάτων Ἱερογραφικὴ Ἁρμονία, μὲ ἔμμετρα τῶν Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου καὶ Ν. Ξανθοπούλου, ἡ ὁποία ἐτυπώθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1802. Διασῴζονται ἐπίσης 158 κηρύγματά του, καθὼς καὶ μία συλλογὴ ἀπὸ ἀρχαίας ἐπιγραφὰς δημοσιευθεῖσα εἰς τὸ περιοδικὸν Ἑρμὴς ὁ Λόγιος.