Γόνος ἐπιφανοῦς οἰκογένειας, γεννηθεὶς ἐν Κωνσταντινουπόλει, πιθανότατα τῷ 634. Ὅταν, τῷ 668, ὁ πατέρας του, ὁ πατρίκιος Ἰουστινιανός, δολοφονήθη διὰ πολιτικοὺς λόγους, ὁ Γερμανὸς ἐξηναγκάσθη εἰς εὐνουχισμὸ καὶ κατητάχθηκε εἰς τὸν κλῆρο.
Ἐπὶ πατριάρχου Κύρου ἐχειροτονήθη μητροπολίτης Κυζίκου (705/706-715). Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τὸ ὄνομά του συνεδέθη μὲ τὴν προσπάθεια τοῦ αὐτοκράτορος Βαρδάνη – Φιλιππικοῦ νὰ επιτύχῃ τὴν καταδίκη τῶν ἀποφάσεων τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἂν καὶ τὰ πρακτικὰ τῆς σχετικῆς συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 712 ἔχουν χαθεῖ, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη μαρτυρία γιὰ τὸ ἂν ὁ Γερμανὸς ὑπέγραψε ἢ ὄχι τὰς ἀποφάσεις της, πρέπει ὡστόσο νὰ τονισθῇ ὅτι δὲν ἦταν ὁ ἴδιος Μονοθελητής. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν ἄνοδό του εἰς τὸν οἰκουμενικό θρόνο (715), συνεκάλεσε σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἡ ὁποία ἐπςκύρωσε τὰς ἀποφάσεις τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀνεθεμάτισε τοὺς Κύρο, Σέργιο κ.λπ.
Μία ἀπὸ τὰς πρώτας φροντίδας τοῦ πατριάρχου Γερμανοῦ ἦτο ἡ ἐξεύρεση τρόπου διὰ τὴν προσέγγισι καὶ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὴν περίφημο ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Ἀρμενίους διαφαίνεται τόσο ἡ σταθερὴ ἐμμονή του εἰς τὴν ὀρθόδοξο ἀγιοπατερικὴ διδασκαλία διὰ τὰς δύο φύσεις καὶ τὰς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἐπιθυμία του διὰ τὴν ἐν πνεύματι ἐπιείκειας συνδιαλλαγὴ καὶ ἕνωσι τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἡ θετικὴ προσφορά του εἰς τὸν τομέα αὐτὸ συνετέλεσε ὥστε ἡ Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία νὰ τὸν τιμήσῃ συνεορτάζοντας τὴ μνήμη του μὲ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Τὸ σημαντικότερο ὅμως γεγονὸς τῆς πατριαρχείας τοῦ Γερμανοῦ ἦτο τὸ ξέσπασμα τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων, εἰς τὰς ὁποίας ἀντετάχθη σθεναρῶς. Ἡ πρώτη ἀντίδρασίς του ἐξεδηλώθη κατὰ τῶν τριῶν πρωταίτιων τῆς ἔριδος, τοῦ ἐπισκόπου Νακωλείας τῆς Φρυγίας Κωνσταντίνου, τοῦ ἐπισκόπου Ἐφέσου Θεοδοσίου καὶ τοῦ ἐπισκόπου Κλαυδιουπόλεως Θωμᾶ, τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων ἀντέκρουσε ἐν τρισὶ ἐπιστολαῖς, ἇς ἀπέστειλε πρὸς αὐτούς, προσπαθώντας νὰ τοὺς μεταπείσῃ.
Ἡ υἱοθέτησις τοῦ εἰκονομαχικοῦ κινήματος ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορος Λέοντα Γ´ τοῦ Ἴσαυρο (717-741) σήμανε καὶ τὴν ἀναπόφευκτο σύγκρουσί του μετὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σύγκρουσις τοῦ αὐτοκράτορας μετὰ τοῦ πατριάρχου ἐξεδηλώθη ὅταν ὁ Λέων, εἰς τὴν προσπάθειά του νὰ ἀποφύγῃ μία ἀρνητικὴ διὰ τὰ σχέδιά του ἀπόφασι οἰκουμενικῆς συνόδου, συνεκάλεσε εὐρεία σύσκεψη (σιλέντιο) ἀπὸ ἐπιφανεῖς πολιτικὰς καὶ ἐκκλησιαστικὰς προσωπικότητας, εἰς τὴν ὀποία ἐζήτησε καὶ τὴν συμμετοχὴ τοῦ Γερμανοῦ. Ὁ Γερμανὸς ἠρνήθη οἱαδήποτε συμμετοχὴ εἰς μίαν τέτοια σύσκεψη, διακηρύξας ὅτι «χωρὶς οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνατον» (Ρ. Ο., 98, 156) καί, εἰς ἔνδειξι διαμαρτυρίας δι᾽ αὐτὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ αὐτοκράτορος, παρῃτήθηκε ἀπὸ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, ἀποθέτων τὸ ὠμοφόριό του ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῶν ἀνακτόρων (730).
Μετὰ τὴν παραίτησί του ἀπεσύρθη εἰς τὴν πατρική του οἰκία εἰ τὸ Πλατάνιο, ὅπου καὶ ἀπέθανε στὶς 11 Μαΐου 740. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη του τῇ 12ῃ Μαΐου.
Ἡ ἀντίδρασις τοῦ Γερμανοῦ πρὸς τὰ σχέδια τοῦ Λέοντος δὲν πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι ὑπηγορεύθη μόνο ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη ἀντίθεσί του πρὸς τὰς εἰκονομαχικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του. Ἐξέφραζε ταυτοχρόνως καὶ τὴν ἄρνησι τῆς Ἐκκλησίας νὰ δεχθῇ τὴν ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας εἰς ζητήματα πίστεως, καθιστώντας εἰς τὸ ἑξῆς οἱαδήποτε μονομερῆ ἐνέργεια περὶ τοῦ ζήτηματος τῆς καταργήσεως τῶν εἰκόνων ἄνευ συγκλήσεως οἰκουμενικῆς συνόδου ἀντικανονική.
Ὁ Γερμανὸς ὑπῆρξε ἐπίσης ἀξιόλογος συγγραφεὺς καὶ ὑμνογράφος. Σημαντικότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι τα ἑξῆς·
Περὶ αἱρέσεων καὶ συνόδων – Διάλογοι περὶ ὅρου ζωῆς – Ἐπιστολαὶ δογματικαί – Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου κ.ἄ..
Τὸ πρόβλημα τῆς πατρότητας πολλῶν ἀπὸ τὰ ἔργα (κυρίως τὰ ὑμνογραφικά), ποὺ ἀποδίδονται σ᾽ αὐτὸν ( ἢ στὸν ὁμώνυμο του Γερμανὸ Β´ ), δὲν ἔχει ἀκόμη λυθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα.