Ἐγεννήθη εἰς κώμη τινὰ πλησίον τῆς Ἀδριανουπόλεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἔμαθε τὰ πρῶτά του γράμματα. Ἐκάρη μοναχὸς ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀργότερα (περὶ τὸ 1800) ἔγινε ἱερέας τῆς ἑλληνικῆς κοινότητος τῆς Μόσχας. Ἐξελέγη μητροπολίτης Βελιγραδίου (Νοέμβριον τοῦ 1815), Χαλκηδόνος (Αὔγουστον 1825) καὶ τέλος οἰκουμενικὸς πατριάρχης τῇ 26ῃ Σεπτεμβρίου τοῦ 1826.
Κατόπιν ἐντολῆς τοῦ σουλτάνου Μαχμοὺτ Β´ ἔστειλε ἀντιπροσώπους τοῦ πατριαρχείου εἰς τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια ζητώντας ὑποταγὴ εἰς τὴν Τουρκία. Ὁ κυβερνήτης ἀπήντησε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἀποφασισμένοι νὰ ἐπιμείνουν εἰς τὸν ἀγῶνα διὰ τὴν ἐλευθερία των. Πάντως ἡ ἐνέργεια αὕτη τοῦ πατριάρχου ἐθεωρήθη ἀντιεθνικὴ καὶ μαζὶ μὲ οἰκονομικάς τινας καὶ διοικητικὰς ἀτασθαλίας προυκάλεσε τὸν ἐκθρονισμό του τῇ 5ῃ Ἰουλίου 1830.
Μετὰ ἀπὸ ἓν σύντομον διάστημα ἐπιτηρήσεώς του ἀπὸ ἐφημέριους ἐν Καδίκιοϊ, ἐξωρίσθη εἰς Καισάρειαν, ἀλλὰ κατώρθωσε νὰ διαφύγῃ εἰς τὴν Ἀδριανούπολη ὅπου καὶ ἀπέθανε κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 1832.