Ἐγεννήθη ἐν Γαλατᾷ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθη κληρικὸς ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Θεολήπτου (1513-1522). Πρὸ τῆς ἄνόδου του εἰς τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ἐχρημάτισε μητροπολίτης Νικομηδείας.
Μεταξὺ τῶν ἄλλων μέτρων ὧν ἔλαβε ὁ Διονύσιος Β´ διὰ νὰ ἀνορθώσῃ τὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἐκκλησίας ἦτο καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ μητροπολίτου Καισαρείας Μητροφάνους εἰς τὴν Δύση καὶ τὴν Βενετία διὰ ἔρανο. Ἐκεῖνος ὅμως, παρακινούμενος ὑπὸ τοῦ οὐνίτου ἐπισκόπου Χερσονήσου τῆς Κρήτης Διονυσίου Ζαννετίνου, ἐκοινώνησε μὲ τὸν πάπα Ῥώμης Παῦλο Γ´ καὶ «ἔκαμεν ὅ,τι ὁ Θεὸς δὲν ἤθελεν», δι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἀποστολή του αὕτη προυκάλεσε θύελλα διαμαρτυριῶν καὶ ταραχῶν ὄχι μόνο κατὰ τοῦ Μητροφάνους, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ πατριάρχου Διονυσίου· δι᾽ αὐτὸ καθῃρέθησαν καὶ οἱ δύω.
Ἡ ἄδικος ὅμως καταδίκη τοῦ Διονυσίου δὲν ἐνείργησε καὶ ὁ πατριάρχης παρέμεινε εἰς τὸν θρόνο του μέχρι τὸν θάνατο του τῷ 1555. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας Διονυσίου τοῦ Β´ ἐῤῥυθμίσθησαν πολλὰ θέματα τῆς Ἐκκλησίας· τὸ πατριαρχεῖο καὶ ἡ παιδεία τοῦ δούλου Γένους ἐγνώρισαν τὴν στοργή του, ἅπασαι δὲ αἱ πληροφορίαι περὶ αὐτοῦ ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἦτο λόγιος πατριάρχης. Ὁ τάφος τοῦ Διονυσίου Β´ εὑρίσκεται ἐν τῇ Μονῇ Καμαριωτίσσης ἐπὶ τῆς νήσου Χάλκης τῶν Πριγκιποννήσων.
Βιβλιογραφία· Ε. Α. Ζαχαριάδου, «Ἡ πατριαρχεία τοῦ Διονυσίου Β´ εἰς μία παραλλαγὴ τοῦ Ψευδο-Δωροθέου», εἰς τὰ Θησαυρίσματα, Α´ (1962), σ. 142-161.