ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Κατάργησις τοῦ τίτλου «Πατριάρχης τῆς Δύσεως»
ὑπό τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου τοῦ 16ου
Ἀνακοινοῦται ὅτι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνεζήτησε τήν σημασίαν καί τάς συνεπείας διά τάς μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς προσφάτου ἀποφάσεως τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου τοῦ 16ου ὅπως ἀπαλείψῃ ἐκ τῶν τίτλων αὐτοῦ, τῶν μνημονευομένων ἐν τῇ Ποντιφικῇ Ἐπετηρίδι (Annuario) τοῦ ἔτους 2006, ἐκείνου τοῦ «Πατριάρχου τῆς Δύσεως», διατηρήσῃ δέ τίτλους ὡς «Βικάριος τοῦ Χριστοῦ», «Ὕπατος Ποντίφηξ τῆς Παγκοσμίου Ἐκκλησίας» κ.λ.π. . Ἐπί τῆς ἀποφάσεως ταύτης καί τῶν δοθεισῶν ἐν συνεχείᾳ ἐξηγήσεων τοῦ Προέδρου τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου διά τήν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν Καρδιναλίου κ. Walter Kasper, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον παρατηρεῖ τά ἀκόλουθα:
1. Ἡ ἀπάλειψις τοῦ τίτλου «Πατριάρχης τῆς Δύσεως» ἐκ τοῦ Ποντιφικοῦ Ἡμερολογίου τοῦ τρέχοντος ἔτους καί ἡ διατήρησις τῶν ἀνωτέρω λοιπῶν παπικῶν τίτλων ἐνέχουν ἰδιαιτέραν σημασίαν διά τάς σχέσεις μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔν ὄψει μάλιστα τοῦ ἐπαναρξαμένου ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὅστις θέλει ἀσχοληθῆ καί μέ τό θέμα τοῦ Πρωτείου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
2. Ἐξ ὅλων τῶν χρησιμοποιουμένων ὑπό τοῦ Πάπα τίτλων, ὁ μόνος ὁ ὁποῖος ἀνάγεται εἰς τήν περίοδον τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας, καί ὁ ὁποῖος ἐγένετο ἀποδεκτός ἐν τῇ συνειδήσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ τίτλος τοῦ «Πατριάρχου τῆς Δύσεως». Τοῦτο ἀρχικῶς συνεδέετο πρός τόν θεσμόν τῆς «Πενταρχίας», ἐγένετο ὅμως ἀποδεκτόν ἐν τῇ Ἀνατολῇ καί μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054 μ.Χ. . Ἀπόδειξιν τούτου ἀποτελεῖ ἡ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀποφυγή ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἱδρύσεως ἐν τῇ Δύσει ἐπισκοπῶν μέ τίτλους κατεχομένους ἤδη ὑπό ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὡς καί ἡ διαμαρτυρία αὐτοῦ ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἰδίᾳ μετά τήν Δ΄ Σταυροφορίαν, ἀλλά καί εἰς τάς ἡμέρας μας, ἵδρυεν ἐπισκοπάς, ἐντός τοῦ κλίματος τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, μέ τίτλους τούς ὁποίους ἔφερον Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Ἡ συνείδησις τῶν γεωγραφικῶν ὁρίων ἑκάστου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος οὐδέποτε ἔπαυσε νά ἀποτελῇ συστατικόν στοιχεῖον τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
3. Ἀποτελεῖ βεβαίως ἀδιαμφισβήτητον ἱστορικήν πραγματικότητα ὅτι ἡ «Πενταρχία», ἡ ὁποία ἐβασίζετο ἐπί τῆς γεωγραφικῆς δομῆς τῆς κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον γνωστῆς «οἰκουμένης», ἠτόνισεν ἐκκλησιαστικῶς διά τῆς δημιουργίας μετά τήν πτῶσιν τοῦ Βυζαντίου καί ἄλλων Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παρά ταῦτα οὐδέποτε ἐξέλιπεν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἡ διάκρισις μεταξύ τῶν καλουμένων «παλαιφάτων» ἤ «πρεσβυγενῶν» Πατριαρχείων, ἅτινα ἀνάγονται εἰς τόν θεσμόν τῆς «Πενταρχίας» καί ἐκείνων, τά ὁποῖα προσετέθησαν βραδύτερον. Μεταξύ τῶν «παλαιφάτων» Πατριαρχείων πρώτην θέσιν κατέχει ἐκεῖνο τῆς Δύσεως ὑπό τόν ἐπίσκοπον Ρώμης, καίτοι ἡ μετ᾿ αὐτοῦ κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔχει διακοπῆ μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054 μ.Χ. Τό στοιχεῖον τοῦτο παραμένει πάντοτε σημαντικόν διά τήν προσέγγισιν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ ζητήματος τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐν περιπτώσει ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους ἑνότητος μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
4. Ἀποτελεῖ ὡσαύτως γεγονός ὅτι κατά τούς νεωτέρους χρόνους ὁ ὅρος «Δύσις» ἀπέκτησε πολιτιστικόν περιεχόμενον ἐπεκταθείς καί εἰς περιοχάς ἀγνώστους κατά τήν περίοδον τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὡς εἶναι ἡ Ἀμερικανική ἤπειρος, ἡ Ὠκεανία κ.λ.π. Θά ἦτο ἐν τούτοις ἀδιανόητος διά τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν ἡ τυχόν κατάργησις τῆς γεωγραφικῆς ἀρχῆς καί ἡ ἀντικατάστασίς της διά τῆς «πολιτισμικῆς» τοιαύτης ἐν τῇ δομῇ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δέν δύναται νά νοηθῇ ὡς σύνολον πολιτισμικῶς διακρινομένων Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾿ ὡς ἑνότης τοπικῶν, τοὐτέστι γεωγραφικῶς καθωρισμένων Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀπάλειψις τοῦ τίτλου «Πατριάρχης τῆς Δύσεως» δέν θά ἔδει νά ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπορρόφησιν τῶν σαφῶς διακριτῶν γεωγραφικῶν ἐκκλησιαστικῶν «κλιμάτων» ὑπό μιᾶς «παγκοσμίου» Ἐκκλησίας ἀποτελουμένης ὑπό «πολιτισμικῶς» ἤ «ὁμολογιακῶς» καί ἐξ ἐπόψεως λειτουργικῶν τύπων (rites) διακρινομένων ἐκκλησιῶν. Ἀκόμη καί μέ τά σύγχρονα ἱστορικά δεδομένα, ἡ μία Ἐκκλησία δέον νά νοῆται ὡς ἑνότης ἐκκλησιολογικῶς πλήρων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
5. Εἰς τό σημεῖον τοῦτο ἀποκτᾷ ἰδιαιτέραν σημασίαν διά τούς Ὀρθοδόξους τό γεγονός ὅτι, ἐνῷ ἀπερρίφθη ὑπό τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ὁ τίτλος τοῦ «Πατριάρχου τῆς Δύσεως», παρέμειναν οἱ τίτλοι τοῦ «Ἀντιπροσώπου (Βικαρίου) τοῦ Χριστοῦ» καί τοῦ «Ὑπάτου Ποντίφηκος τῆς Παγκοσμίου Ἐκκλησίας». Οἱ τίτλοι οὗτοι δημιουργοῦν σοβαράς δυσκολίας εἰς τούς Ὀρθοδόξους, δοθέντος ὅτι ἐκλαμβάνονται ὡς ὑποδη-λοῦντες παγκόσμιον δικαιοδοσίαν τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὅπερ οἱ Ὀρθόδοξοι οὐδέποτε ἀπεδέχθησαν. Διά τῆς διατηρήσεως τῶν τίτλων τούτων καί τῆς ἀπαλείψεως ἐκείνου τοῦ Πατριάρχου τῆς Δύσεως καθίσταται δυσχερής πλέον ἡ ἔννοια τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔννοια, τήν ὁποίαν ἀρχικῶς εἰσηγήθη ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Καματερός εἰς ἀπάντησιν τῶν θέσεων τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου τοῦ 3ου, κατά τόν 13ον αἰῶνα, καί ἡ ὁποία ἐπανελήφθη καί προεβλήθη εἰς τάς ἡμέρας μας ὑπό τῶν ἀειμνήστων Πάπα Παύλου τοῦ 6ου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου.
6. Ἐν ὄψει τῆς ἐπανενάρξεως τοῦ ἐπισήμου θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς συζητήσεως τοῦ θέματος τοῦ πρωτείου, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐκφράζει τήν εὐχήν ὅπως μή δημιουργηθοῦν περαιτέρω δυσκολίαι εἰς τήν συζήτησιν ἑνός τόσον ἀκανθώδους προβλήματος, ὡς ἐκεῖνο τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Συναφῶς, ὑπενθυμίζεται ἡ ἐν ἔτει 1982 δημοσιευθεῖσα γνώμη τοῦ τότε καθηγητοῦ Joseph Ratzinger, καί νῦν Πάπα Βενεδίκτου τοῦ 16ον, ὅτι «ἡ Ρώμη δέν δύναται νά ἀπαιτήσῃ ἀπό τήν Ἀνατολήν εἰς ὅ, τι ἀφορᾶ εἰς τό πρωτεῖον περισσότερον ἐκείνου, τό ὁποῖον διετυπώθη καί ἐφηρμόσθη κατά τήν διάρκειαν τῆς πρώτης χιλιετίας». Ἡ ἀρχή αὕτη, συνοδευομένη ὑπό μιᾶς ἐκκλησιολογίας τῆς «κοινωνίας» διά τῆς τοποθετήσεως τοῦ πάσης μορφῆς πρωτείου ἐντός τῶν πλαισίων τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας, θά διηυκόλυνε μεγάλως τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ σοβαρωτάτου τούτου ζητήματος διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Φανάριον, 8 Ἰουνίου 2006.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου.