Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως κύριε Βαρνάβα, φίλτατε Ποιμενάρχα καὶ προστάτα αὐτῆς καὶ τοῦ εὐλογημὲνου λαοῦ της,
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν ἀρχῶν,
Εὐλογημένοι καὶ ἀγαπημένοι μας νέοι,
«Τοῦτο γὰρ μάλιστά ἐστιν ἐλευθερία, ὅταν καὶ ἐν δουλείᾳ διαλάμπῃ. Τοιοῦτον ὁ Χριστιανισμός˙ ἐν δουλείᾳ ἐλευθερίαν χαρίζεται» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄Κορ. ΙΘ’, P.G. 61,157).
Πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολίς σας αὐτή, Ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ἦταν τμῆμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ἡ περιοχὴ εἰς τὴν ὁποίαν ἐκτείνεται ἡ δικαιοδοσία της ἦταν τότε ὑποβαθμισμένη μὲ περιωρισμένο ἀριθμὸ κατοίκων, ἁπλᾶς «προσφυγικάς» κυρίως μονοκατοικίας καὶ ἀνοικοδομήτους χώρους.
Σήμερα ὅλα εἶναι διαφορετικά. Μαζὶ μὲ τὸν ἐντυπωσιακὸ οἰκοδομικὸ ὀργασμὸ καὶ τὴν μεγάλη αὔξησι τοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ προέρχεται κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπὸ πρόσφυγες ἐκ τῶν ἀλησμονήτων πατρίδων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ἰωνίας, τῆς «καθ᾿ ἡμᾶς ἐν γένει Ἀνατολῆς», καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς μετανάστας, ἕνα σπουδαῖο πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ κεφάλαιο ἐδημιουργήθη στὸν τόπο αὐτὸ καὶ προσφέρεται διὰ νὰ στηρίξῃ καὶ νὰ συντηρήσῃ τοὺς κατοίκους του στὴν αὐχμηρὴ ἐποχή μας, ποὺ ἰδιαίτερα θλίβει καὶ προβληματίζει σᾶς τοὺς ἕλληνας νέους καὶ τὶς ἑλληνίδες νέες μας. Καὶ ὁ ἄξων γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖον περιεστράφη ἡ πνευματικὴ ὅπως καὶ ἡ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς περιοχῆς εἶναι ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως, ἡ ὁποία ἑορτάζει ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν τὴν τεσσαρακοστὴ ἐπέτειο ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της.
Ἡ Ἱερὰ αὐτὴ Μητρόπολις διεκρίνετο ἐξ ἀρχῆς διὰ τὴν δυναμικὴ καὶ πρωτοπορειακὴ δραστηριότητα τῶν νέων της. Ἤδη ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς ἀδιαιρέτου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, στὴν ὁποίαν ἦταν ἐντεταγμένη καὶ ἡ περιοχὴ τῆς νέας ταύτης ἐκκλησιαστικῆς Ἐπαρχίας, αἱ ἐπὶ μέρους Ἐνορίαι διέθετον ἀξιολόγους νεανικὰς κινήσεις. Τὸ ἰδιαίτερον ὅμως ἐνδιαφέρον καὶ ἡ στοργικὴ ἀγάπη τοῦ πρώτου Ποιμενάρχου της μακαριστοῦ Διονυσίου ἀλλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ νέου κατὰ τὴν ἡλικία καὶ τὴν καρδιὰ Ἱερωτάτου ἀδελφοῦ κυρίου Βαρνάβα μὲ τοὺς ἀξίους καὶ ἐπιλέκτους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς συνεργάτας του, συνετέλεσαν ὥστε ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ διατηρήσουν αἱ νεανικαὶ κινήσεις αὐτῆς τὴν σφριγηλότητά των, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ δημιουργηθοῦν νέαι.
Ἰδιαιτέρως μάλιστα ἐπισημαίνομεν καὶ ὑπογραμμίζομεν τὴν συνεργασίαν τῶν κινήσεων αὐτῶν μὲ ἄλλας Ὀρθοδόξους Νεανικὰς Κινήσεις καὶ τὴν δραστηριοποίησίν των ἐντὸς τῆς συγχρόνου παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Ἐντὸς τῆς κοινωνίας αὐτῆς, ὅπου τὰ πάντα ἀμφισβητοῦνται ἀλλὰ καὶ τὰ πάντα θεωροῦνται χρήσιμα, ὅταν συμβαίνῃ νὰ ἱκανοποιοῦν ἀτομικὰς ἀνάγκας ἢ ὑπαρξιακὰς ἀναζητήσεις, ἡ δυναμικὴ παρουσία καὶ μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων νέων εἶναι ἄκρως σημαντική.
Ἐπιλέξαμε, ἀγαπητά μας παιδιά, ἀπόψε νὰ μὴ σᾶς μιλήσουμε διὰ τὴν ἐπέτειο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς σας καὶ διὰ τὸ γνωστὸ ἔργο ποὺ ἐπετελέσθη ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὰ σαράντα αὐτὰ χρόνια. Θὰ σᾶς μιλήσουμε γιὰ ἕνα ἄλλο θέμα: γιὰ τὴν ἐλευθερία, μὲ ἀφορμὴ καὶ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 1700 ἐτῶν ἀπὸ τῆς θεσπίσεως ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου διὰ τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων τῆς ἐλευθέρας ἀσκήσεως τῆς θρησκείας καὶ τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑωρτάσαμε στὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν ἕδρα μας, στὸ Μιλᾶνο καὶ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν στὴ Ναϊσσὸ τῆς Σερβίας.
Ὁ Πατριάρχης σας, λοιπόν, ἀπόψε θὰ σᾶς ὁμιλήσῃ διὰ τὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἰδική σας πλευρὰ καὶ θεώρησι, ἀπὸ τὴν σκοπιὰ ὅτι «ἐλευθερία (εἶναι) τὸ ἄτυφον, τὸ ἀκόμπαστον», ὅπως λέγει καὶ πάλιν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Εἰς Ἑβραίους ΚΗ΄ P.G. 63,200).
Ὅλοι γνωρίζομεν βιωματικὰ ὅτι οἱ νέοι ἀπετέλουν καὶ ἀποτελοῦν τὸ μέλλον τῆς κοινωνίας. Ὅσοι ἔχουν τοὺς νέους μὲ τὸ μέρος τους ἔχουν εἰς τὰς χεῖρας τους τὸ μέλλον. Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλοι ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴ κοινωνία καὶ θέλουν νὰ ἐπηρεάσουν τὸ μέλλον της προσπαθοῦν νὰ προσεταιρισθοῦν τοὺς νέους καὶ νὰ τοὺς κατευθύνουν πρὸς τοὺς σκοποὺς καὶ τὰ συμφέροντά τους. Κάθε ὅμως προσπάθεια τοιούτων «στόχων» ἔχει ἰδιοτελῆ χαρακτῆρα καὶ περιορίζει τὴν ἐλευθερία τῶν νέων. Εἶναι προσπάθεια ὑπαγωγῆς τους σὲ σχήματα καὶ στόχους ποὺ φαλκιδεύουν τὴν ἐλευθερίαν τους. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, καὶ ἰδιαίτερα ὁ νέος, ποθεῖ τὴν ἐλευθερία του καὶ δικαίως τὴν ταυτίζει μὲ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρωπιά του καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά του. Καὶ ὅταν ὁ νέος χάνῃ τὴν ἐλευθερία του χάνει τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὴν λεβεντιά του.
Ἡ ἐλευθερία, ἀγαπητοί μου νέοι, κατέχει πρωταρχικὴ θέσι ἐντὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Οὐδεὶς ποτὲ ἐσεβάσθη καὶ ὑπηρησπίσθη τὴν ἐλευθερία τόσον ὅσον ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του. Ὁλόκληρον τὸ ἔργον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀνακαίνισι τοῦ κόσμου παραμένει ἀκατανόητο καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιολογηθῇ χωρὶς τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἐν τῇ πραγματικότητι μία πρόσκλησις πρὸς τὴν ἐλευθερία: «ὑμεῖς γὰρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί», γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Γαλάτας (ε΄, 13), καὶ δι᾿ αὐτῶν ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν γενεῶν, πρὸς ὅσους καταπιέζονται, πονοῦν, ὑποφέρουν, ἀδικοῦνται, καταδιώκονται.
Ἡ ἀποστολικὴ ὅμως κλῆσις αὐτὴ καρποφορεῖ μὲ τὴν ἀνταπόκρισι τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀνταπόκρισις συνεπάγεται τὴν ἀπόφασί του νὰ βαδίσῃ αὐτεξουσίως τὴν πνευματικὴ καὶ ὄχι τὴν σαρκικὴ ζωή. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπισημαίνει καὶ ὁ Ἀπόστολος ἐν συνεχείᾳ: «μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις». Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον σαρκικὸς ἀλλὰ καὶ πνευματικός. Αὐτὸ τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλλα δημιουργήματα καὶ τὸν καθιστᾷ κορωνίδα ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο πραγματικὰ εὐτυχισμένο δὲν εἶναι ἡ ἱκανοποίησις τοῦ σαρκικοῦ φρονήματός του, ποὺ εἶναι πάντοτε ἐγωκεντρική, πρόσκαιρος καὶ ἀποσπασματική, ἀλλὰ ἡ ἱκανοποίησις τοῦ πνεύματός του, ποὺ διαπνέεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι διαρκὴς καὶ ἀπεριόριστος. Ἡ ἀγάπη τοῦ τραγικοῦ Σοφοκλέους: «Δὲν γεννήθηκα διὰ νὰ μισῶ, γεννήθηκα διὰ νὰ ἀγαπῶ» (Ἀντιγόνη) καὶ τῶν ἀρχαίων σοφῶν καὶ φιλοσόφων, τό «ὑπὲρ πᾶν αἴσθημα» τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νὰ διακατέχῃ τὰς μεταξύ τους σχέσεις.
Ἡ ἀγάπη ἡ φυσικὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ὁποία κορυφοῦται στὴν ἀγάπη τοῦ σαρκωθέντος ἐν χρόνῳ Θεοῦ, «ὃς τὸν κόσμον οὕτως ἠγάπησεν, ὥστε τὸν Υἱόν Του τὸν μονογενῆ δοῦναι, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Εὐχὴ ἐπινικίου ὕμνου Θείας Λειτουργίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), εἶναι ἡ ἰδία ἀγάπη, ἡ ὁποία «μακροθυμεῖ, χρηστεύεται,… οὐ ζηλοῖ,… οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» καὶ ἡ ὁποία «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει» καὶ ἡ ὁποία «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄Κορ. ιγ΄, 4-8).
Ἡ θεία αὐτὴ ἀγάπη, καθώς «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν βγάζει ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Διανοίγει τοὺς πνευματικοὺς του ὁρίζοντας. Εὐρύνει τὸ εἶναί του καὶ τὸν καθιστᾷ τελικά οἰκουμενικό, παγκόσμιο, καὶ ὄχι παγκοσμιοποιημένο ἄνθρωπο. Διότι, ἡ ἀπατηλὴ παγκοσμιοποίησις ποὺ ζοῦμε σήμερα, ὄχι μόνον δὲν μᾶς καθιστᾷ οἰκουμενικοὺς καὶ παγκοσμίους ἀλλ᾿ ἀντιθέτως μᾶς συμπιέζει στὸν ἀτομισμό μας, μᾶς ἀπομονώνει, μᾶς ἐξουθενώνει, μᾶς ἀριθμοποιεῖ. Τελικά, μᾶς ἀπονεκρώνει ὡς πρόσωπα, μᾶς καθηλώνει στὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ συμβάλλει στὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸν τελικό, αἰώνιο, προορισμό μας.
Ἤδη, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ, ὁ μέγας φιλόσοφος Ἀριστοτέλης, βλέποντας τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου διεχώριζεν ἕνα ἀθάνατο στοιχεῖο στὴν ὕπαρξι, στὸν νοῦ του καὶ ἔλεγε: Δὲν πρέπει νὰ παρασύρεται κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει, ὡς θνητός, νὰ ἔχῃ θνητὰς σκέψεις, ἀλλὰ ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπεκτείνεται πρὸς τὴν ἀθανασίαν καὶ νὰ κάνῃ τὸ κάθε τι, ὥστε νὰ ζῇ συμφώνως πρὸς τὸ πολυτιμότερον στοιχεῖον ποὺ περικλείει ἐντὸς του (μέσα του) (Ἀριστοτέλους, Ἠθικά Νικομάχεια X,7,1177b). Ἔτσι μόνον προσεγγίζει τὴν εὐδαιμονία του.
Τὸ φάσμα τοῦ φυσικοῦ θανάτου ὑψωνόταν πάντοτε ὡς ἀδιαπέραστο τεῖχος, ποὺ φαλκίδευε τὴν εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου καὶ περιόριζε τὴν ἐλευθερία του. Μὲ τὴν Ἀνάστασι ὅμως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν νίκην ἐναντίον τοῦ θανάτου, λυτρώθηκε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐκλήθη εἰς τελεία εὐδαιμονία, ποὺ ἀνεζήτησε μὲν ἀλλὰ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εὕρῃ ὁ Ἀριστοτέλης καὶ οἱ ἄλλοι σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητος μέχρι καὶ τῶν ἡμερῶν μας. Εἰς αὐτήν, λοιπόν, τὴν εὐδαιμονία, ποὺ φανερώνεται μέσα εἰς τὸ κλῖμα τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, καλεῖται ὁ Χριστιανός. Ὅποιος φοβεῖται τὸν θάνατο, λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι δοῦλος, καὶ ὑφίσταται τὰ πάντα «ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀποθανεῖν» (Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους 4, P.G. 63,41).
Ὁλόκληρος ἡ ζωὴ καὶ ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τὸν Χριστό, ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ ἐπιστήμη του, εὑρίσκονται οὐσιαστικῶς ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ θανάτου καὶ ἐκδιπλώνονται ὡς ἕνας ἀπεγνωσμένος καὶ πολυεπίπεδος ἀγὼν ἐναντίον του. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ συνοψίζεται στὴ νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου (πρβλ. Α΄Κορ. 15,26). Ἡ νίκη αὐτὴ ρίπτει τὸ ἀληθινὸ φῶς στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀνοίγει ἐμπρός του ἀπεράντους ὁρίζοντας ἐλευθερίας.
Ἡ κλῆσις πρὸς τὴν ἐλευθερίαν ἀσφαλῶς δὲν δύναται νὰ εἶναι ἀόριστος. Ὀφείλει νὰ ἔχῃ κάποια κατεύθυνσι. Ὅταν ἡ ἐλευθερία δὲν ἔχῃ κατεύθυνσι, ὁδηγεῖ στὴν ἀσυναρτησία καὶ στὸ χάος. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαπιστώνουμε στὴ σύγχρονο «μετανεωτερική» λεγομένη κοινωνία. Ὅλαι αἱ ἀνθρώπιναι ἀξίαι, καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ κορυφαία ἀξία τῆς ἐλευθερίας, ἀντιμετωπίζονται ὡς καταναλωτικὰ ἀγαθά. Ὁ καθεὶς «καταναλώνει» τὴν ἐλευθερία του μὲ μοναδικὸ κίνητρο τὰς ἐνστικτώδεις ἐπιθυμίας του. Ποῦ ὁδηγεῖται ὅμως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν τρόπο αὐτό; Εἰς τί διαφέρει τὸ ἔλ-λογον ἀπὸ τὸ ἄ-λογον;
Ἡ κατεύθυνσις τὴν ὁποία ὑποδεικνύει ὁ Χριστιανισμὸς στὸν ἄνθρωπο δὲν περιορίζει ἀλλὰ προωθεῖ τὴν ἐλευθερία του. Δὲν εἶναι περιοριστικὸς μονόδρομος, ἀλλὰ ἀπειροδιάστατος ὁρίζων ἐντὸς τοῦ ὁποίου δύναται ὁ καθεὶς μὲ τὸν προσωπικό του τρόπο νὰ καταξιώσῃ τὴν ὕπαρξί του. Δὲν προβάλλεται μὲ αὐτὴν ὁ τρόπος τῆς πορείας, ἀλλὰ ἡ προϋπόθεσις τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία εἶναι ἐν τελικῇ ἀναλύσει ἡ ὑπέρβασις τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Ἄνευ τῆς ὑπερβάσεως αὐτῆς, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ ἀποκτήσῃ ἀληθινὴ ἐλευθερία.
Ἡ πορεία πρὸς τὴν ἐλευθερία εἶναι καὶ πορεία πρὸς τὴν τελείωσι καὶ καταξίωσι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι πορεία θεώσεως. Τολμηρὸς εἶναι ἴσως ὁ λόγος, ἀλλὰ καθόλου ὑπερβολικός. Ὁ Θεός, ἀγαπητοὶ φίλοι, ἔπλασε ἐξ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» Του. Τὸν ἔπλασε δηλαδὴ διὰ νὰ γίνῃ ὅμοιός Του. Διὰ νὰ γίνῃ ἕνας μικρὸς θεός, θεὸς κατὰ χάριν. Καὶ διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ αὐτὸ ἔπρεπε ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἐλεύθερος. Ἔπρεπε ἐλεύθερα νὰ δεχθῇ καὶ αὐτεξούσια νὰ οἰκειωθῇ τὴν μεγάλη δυνατότητα ποὺ τοῦ προσέφερεν ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός του. Τὸ φαντασθήκατε ποτὲ αὐτό; Ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα «μικροὶ θεοί», μὲ τὴν ἐλευθέρα ὅμως ἐπιλογὴ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. Γιατὶ ὅταν ἐπιλέγῃ τό «κακό» ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπὸ τήν «λεγεῶνα τῶν δαιμόνων» τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Καὶ τότε ἀναμένει ἡ ἀνθρωπότης μόνον τὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ εἰσέλθουν οἱ δαίμονες «εἰς τοὺς χοίρους» καὶ ἐν τέλει «νὰ κρημνισθοῦν» εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ εἰρήνη, ἡ γαλήνη, ἡ ἠρεμία, ἡ πορεία, δηλαδή, πρὸς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ἡ πορεία αὐτὴ πρὸς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ποὺ εἶναι πορεία πρὸς τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, δὲν δύναται νὰ πραγματοποιηθῇ, παρὰ μόνον ὡς πορεία πρὸς τὸν Χριστό, τὴν τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἄλλωστε, «κόσμος νεανίαις σοφία» (Παροιμ. κ΄, 29). Ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀναζήτησις τῆς ἐλευθερίας φαλκιδεύεται ὑπὸ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καὶ διαψεύδεται μὲ τὴν ἔλευσίν του. Μόνον ἡ πορεία πρὸς τὸν Χριστὸν εἶναι πορεία πρὸς τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, διότι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου εἶναι ταὐτοχρόνως ὁ ἐλευθερωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἐλευθερίαν. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐλευθερωτής, ὁ χορηγός τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀκαταλύτου ἐλευθερίας.
Δυστυχῶς, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἔχει ἀδρανοποιήσει τὰ πνευματικά του αἰσθητήρια. Ὁ νοῦς του παραμένει ὑποταγμένος εἰς τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις καὶ ἀδυνατεῖ νὰ στραφῇ πρὸς τὸν χῶρον τοῦ Πνεύματος, πρὸς τὴν δημιουργήσασαν καὶ συνέχουσαν τὸν κόσμον Σοφίαν (βλ. τροπάριον ἀκολουθίας Μεσοπεντηκοστῆς), ὅπου εὑρίσκεται ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ὅταν βασιλεύῃ ἡ ὑλοφροσύνη, ὅταν τὰ πάντα ἀξιολογοῦνται μὲ τὸ χρῆμα καὶ τὴν χρηστικήν των ἀξίαν, ὅταν ἡ ποιότης τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἐκτιμᾶται μὲ τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, εἶναι ἑπόμενον ὄχι μόνον νὰ παραθεωροῦνται ἀλλὰ καὶ νὰ κακοποιοῦνται αἱ πνευματικαὶ ἀλλὰ καὶ αἱ φυσικαὶ ἀκόμη ἀξίαι, γεγονὸς τὸ ὁποῖον διαπιστώνομεν οἱ πάντες σήμερον.
Ἐντὸς τῆς προοπτικῆς αὐτῆς, ἡ πορεία πρὸς τὸ μέλλον, ἡ πορεία τὴν ὁποίαν ἔχετε νὰ ἀκολουθήσετε εἰδικώτερον σεῖς οἱ νέοι εἰς τὴν ζωήν σας, δὲν εἶναι, φρονοῦμεν, ὀρθῶς προσανατολισμένη. Ἡ ἀπερχομένη γενεά, ἡ ἰδική μας τῶν μεγάλων γενεά, ἠκολούθησεν ἀλόγιστον πορείαν. Ἐδαπάνησεν ἀσώτως ὄχι μόνον τὴν πατρική της περιουσία, τὴν πνευματική, τὴν ἠθική, τὴν πατρογονική, τὴν ὑλική, ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς γνωστῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ τὴν περιουσία τῶν τέκνων της, ἀφήνουσα ὡς κληρονομίαν ζημίας καὶ χρέη.
Ζημίας στὴ φύσι ἡ ὁποία ἐκακοποιήθη, ζημίας στὴν ἀτμόσφαιραν καὶ στὶς θάλασσες, αἱ ὁποῖαι ἐμολύνθησαν, ζημίας στὴν χλωρίδα καὶ στὴν πανίδα αἱ ὁποῖαι κατεστράφησαν, ζημίας στὸ ἦθος καὶ στὸ φρόνημα τοῦ Γένους μας, ζημίας στὸν τόπο καὶ στὸν χῶρον, ζημίας στὰ ἱερώτερα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ νέου, ζημίας, τέλος, μὲ μία λέξι, στὴ ζωή. Ὑποθήκευσε ἡ γενεά μας ποὺ ἀπέρχεται τὴν δική σας γενεὰ μέσα σὲ ἕνα «ἀσφυκτικὸ κλοιό» καὶ σᾶς παραδίδουμε, παρὰ τὴν ἐπιθυμία μας, ἀπὸ λάθος ὑπολογισμούς, ἂν εἴχαμε δηλαδὴ προγραμματισμούς, «ἁλυσοδεμένους» εἰς ἕνα ἀδιέξοδο. Παραλαμβάνετε ἀπὸ μᾶς χρέη καὶ ἀνεξόφλητα «γραμμάτια» διὰ τὶς σπατάλες ποὺ ἔγιναν, χρέη διὰ τὰ ἀπερίσκεπτα δάνεια ποὺ συνήφθηκαν, χρέη διὰ τὰς ἀξίας ποὺ περιεφρονήθησαν ἢ καί «ποδοπατήθηκαν», χρέη, τέλος, διὰ τὴν ἀπάνθρωπον ἀνεργίαν ποὺ ἐδημιουργήθη.
Ὅλα αὐτά, ἐπαναλαμβάνομεν, βαρύνουν τὸν κόσμο ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ δημιουργοῦν τὴν αἴσθησι τοῦ ἀδιεξόδου. Καὶ θὰ ὑπάρξῃ πράγματι ἀδιέξοδον, ἂν συνεχίσωμεν τὴν πορείαν τὴν ὁποίαν ἀκολουθοῦμε. Δι᾿ αὐτὸν ὅμως ποὺ πιστεύει, καὶ ἰδίως διὰ τὸν νέον ποὺ πιστεύει στὸν Χριστό, δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Ὑπάρχει ἡ διέξοδος, δηλαδὴ ἡ μετάνοια διὰ τὴν λανθασμένη πορεία καὶ ἡ ἀλλαγὴ πλεύσεως. Πρῶτον, ἔστω καὶ μὲ μεγάλη καθυστέρησι, διὰ τὴν ἰδικήν μας γενεάν, ἡ ὁποία ἐδημιούργησε τὴν κατάστασι καὶ τὸ πρόβλημα, τὸ κοινωνικὸ καὶ τὸ ἠθικό, καὶ ἐν συνεχείᾳ δι᾿ ἐσᾶς ποὺ ἀκολουθεῖτε καὶ βλέπετε καθημερινὰ τοὺς πικροὺς καρπούς της.
Ἡ ὁδὸς τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς θεραπείας κάθε κακοῦ. Καὶ ὅπως κάθε θεραπεία, καὶ αὐτὴ τοῦ χρέους τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα, τοῦ ἰδικοῦ μας χρέους καὶ τῆς ἰδικῆς σας εὐθύνης, ἔχει τοὺς πόνους καὶ τὰς δυσκολίας της. Χρειάζεται ἐντιμότης καὶ θάρρος διὰ νὰ ἀναληφθοῦν αἱ εὐθύναι, νὰ ἀναγνωρισθοῦν τὰ λάθη καὶ νὰ γίνῃ ἡ διόρθωσίς των. Οἱ ἥρωες καὶ οἱ Ἅγιοι τολμοῦν νὰ ἀναλάβουν τὰς εὐθύνας καὶ νὰ ἐπωμισθοῦν ἀκόμη καὶ τὰ λάθη ἄλλων καὶ διὰ λογαριασμὸν τῶν ἄλλων. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ φιλοτιμῇ βαθειὰ καὶ νὰ κινητοποιῇ τὸν νέο καὶ τὴν νέα, ἐσᾶς ὅλους σὰν μονάδες καὶ σὰν σύνολο, ἐσᾶς ποὺ πιστεύετε καὶ ἐλπίζετε στὸν Χριστό.
Ἡ πορεία πρὸς τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν τελείωσι δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἄκοπος καὶ ἀνέμελος ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἄσκησι καὶ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή. Τίποτε δὲν ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰς διαφόρους μορφὰς τῆς δουλείας καὶ δὲν τὸν καταξιώνει ὡς πρόσωπο, ὅσον ἡ ὑπομονητικὴ ἄσκησις. Καὶ ἂν ἡ ἄσκησις τοῦ σώματος, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «πρὸς ὀλίγον ὠφέλιμος», ἡ ἄσκησις τῆς ψυχῆς εἰς τὴν εὐσέβειαν εἶναι «πρὸς πάντα ὠφέλιμος» καὶ προσφέρει στὸν ἄνθρωπον τὴν εὐτυχίαν διὰ τὴν παροῦσα καὶ διὰ τὴν μέλλουσα ζωή (Α΄Τιμ. δ΄, 8).
Ἀγαπητοί μας νέοι, τέκνα καὶ θυγατέρες καὶ φίλοι μας,
Ἡμεῖς, ὁ Πατριάρχης καὶ πνευματικὸς Πατέρας σας, σᾶς ὀνομάζομεν φίλους, ὅπως ὁ Χριστὸς τοὺς Μαθητάς, καὶ σᾶς ἐκθέτομεν τὰς ἐσωτερικάς μας σκέψεις καὶ τὰ βιώματα καὶ τὰς ἐμπειρικὰς προτροπάς μας, ὡς προσωπικοὺς φίλους καὶ φίλες μας, παρ᾿ ὅλον ὅτι γνωρίζομεν μετὰ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι «βέβαια οἱ γέροντες δὲν θὰ πείσουμε τοὺς νέους ποὺ εὑρίσκονται σὲ ἔξαρση». Ἄλλωστε, ὅλους «πάντα μᾶς σέρνει πίσω της ἡ κούφια δόξα» (πρβλ. Ἔπη εἰς ἑαυτόν, Ποίημα ΙΑ΄, Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον, P.G. 37,1142).
Εὑρίσκεσθε στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν δημιουργικὴ περίοδο τῆς ζωῆς σας. Στὴν περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν σχεδιάζετε καὶ προετοιμάζετε τὸ μέλλον σας, τὸ μέλλον τοῦ Γένους μας, τῆς Ἑλλάδος, διατὶ ὄχι καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέλλον μὲ περισσότερα ἀπὸ τὰ συνηθισμένα προβλήματα. Μέλλον μὲ δυσκολίας ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχαν, ἂν ἡ γενεὰ τὴν ὁποίαν διαδέχεσθε ἐπολιτεύετο συνετώτερα. Ἀλλὰ θαρσεῖτε. Μὴ κάμπτεσθε ἐμπρὸς εἰς τὰς δυσκολίας. Ἀγωνισθεῖτε μὲ θάρρος καὶ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἐπολεμήθη ὅσον οὐδεὶς ἄλλος, ἀλλὰ πού «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. Ἰωάν. 6,2). Θαρσεῖτε, λοιπόν, Ἐκεῖνος «νενίκηκε τὸν κόσμον».
Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀσκήσεως, τοῦ θάρρους καὶ τῆς ἀγωνιστικότητος, ἀγαπητά μας παιδιά, μὲ αὐτὴ τὴ διάθεσι, μὲ αὐτὸν τὸ προσανατολισμό, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἀδιέξοδο στὴν ζωή σας. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ κάτι ποὺ θὰ ἐμποδίσῃ τὴν πορεία σας πρὸς τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία καὶ εὐτυχία, τὴν πορεία σας πρὸς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν. Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ θὰ νικήσετε κάθε δυσκολία καὶ κάθε ἐμπόδιο. Θὰ εἶσθε πάντοτε οἱ νικηταί τῆς ζωῆς. Ἀμήν.