«Ἀνέτειλεν ἡμῖν σήμερον φωταυγὴς ἑορτή», ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας εὐλογημένα, «τὰς καρδίας ἡμῶν φαιδρύνουσα, καὶ τὸν νοῦν πρὸς οὐρανὸν ἀναβιβάζουσα». Ἡ φωταυγὴς ἑορτὴ τῆς ἐτησίου μνήμης τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Νέου, τοῦ Ἁγιορείτου, ἡ διὰ πρώτην φορὰν ἀγομένη. Χαίρει ἡ καλλίτεκνος Μήτηρ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, χαίρει ὁ ἐξαίσιος ἁγιοθρέπτης Ἄθως, χαίρει ὁ εὐσεβὴς προσφυγικὸς κόσμος ὁ ἐκ τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ ἐν γένει Μικρᾶς Ἀσίας, χαίρει ἡ Κόνιτσα καὶ ἡ ἐκεῖσε τοῦ Στομίου Μονή, χαίρει τὸ Θεοβάδιστον Ὄρος Σινᾶ, χαίρει τὸ θεοφρούρητον τοῦτο ἱερὸν Ἡσυχαστήριον, χαίρει κάθε τόπος, ποὺ εἶχε τὴν μεγάλην εὐλογίαν νὰ δεχθῇ ἐν ζωῇ τὸν νέον Ἅγιον, μέχρι καὶ τῆς ἀπωτάτης Αὐστραλίας, χαίρουν νέοι καὶ γέροντες, χαίρουν θεόφρονες πιστοὶ πάσης τάξεως καὶ παντὸς γένους, χαίρουν μονασταὶ καὶ μιγάδες, χαίρει σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία!
Εἰς τὰς 13 παρελθόντος Ἱανουαρίου, ἡ σεβασμία Μήτηρ πάντων ἡμῶν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ ὁμιλοῦντος καὶ ὁμοφώνου θετικῆς εἰσηγήσεως τῆς Συνοδικῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, ἀνεγνώρισεν ἐπισήμως, διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως, τὴν πρὸ πολλοῦ ὑφισταμένην εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ χριστωνύμου πληρώματος ἀκλόνητον βεβαιότητα περὶ ἁγιότητος τοῦ Γέροντος Παϊσίου, καὶ κατέγραψε τὸ ὄνομά του εἰς τὰς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου τῆς Ἐκκλησίας, καθορίσασα καὶ ὡς ἡμέραν ἐτησίου ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του τὴν 12ην Ἰουλίου, ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἔτος 1994 ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν στρατευομένην διὰ τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν, κατάφορτος μὲ θείας ἀρετὰς καὶ ἄξιος ὅλων τῶν Μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ συμπίπτει νὰ εἶναι μία ἀκριβῶς ἡμέρα μετὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καὶ πανευφήμου Εὐφημίας, μετὰ τῆς ὁποίας ὁ πολὺς Παΐσιος συνεδέετο μὲ ἰδιαίτερον πνευματικὸν δεσμόν, καθ᾿ ὅσον ἠξιώθη νὰ τὴν ὑποδεχθῇ ἐπισκεπτομένην θαυμαστῶς αὐτὸν εἰς τὸ ταπεινὸν κελλίον του, καὶ νὰ ἔχῃ μαζί της θεῖον συμπνευματισμόν, ὁ ὁποῖος καὶ ἐσφράγισε τὴν πρὸς τοὺς παλαιοὺς Ἁγίους βαθυτάτην ἀγάπην καὶ εὐλάβειάν του.
Εἴχομεν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, τὴν μεγάλην χαρὰν καὶ εὐλογίαν παρὰ Κυρίου νὰ γνωρίσωμεν προσωπικῶς ἐκ τοῦ πλησίον τὸν Ὅσιον Γέροντα καὶ νὰ τὸν συναναστραφῶμεν πολὺ πρὸ τῆς ἀνόδου ἡμῶν εἰς τὸν πάνσεπτον Ἀποστολικὸν καὶ Πατριαρχικόν Οἰκουμενικὸν Θρόνον. Ἐδέχθημεν πολλὰς ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ μέρους του καὶ ἦτο μεμαρτυρημένη ἡ ἀφοσίωσίς του πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς τὸ πρόσωπόν του ἐξ ἀρχῆς διεκρίναμεν ὄχι μόνον τὴν περίφημον καππαδοκικὴν εὐσέβειαν, οὔτε μόνον τὴν αὐστηρὰν ἁγιορειτικὴν μοναχικὴν ἄσκησιν καὶ τὴν ἀκριβῆ τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν καλὴν ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, τὴν ὁποίαν προέδιδε κάθε του λόγος, κάθε του κίνησις, κάθε ἔκφρασις τοῦ προσώπου, κάθε βλέμμα, καθὼς καὶ ἡ παρουσία εἰς αὐτὸν μεγάλων καὶ ἐπιζήλων ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἦτο ἀδύνατον νὰ ἀποκρυβοῦν. Ἐγνωρίσαμε τὸν ἀληθῆ ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «τὴν σάρκα ἐσταύρωσε σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (πρβλ. Γαλ. ε΄, 24-25). Τὸν ἄνθρωπον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τόσον πρὸς τὸν Θεὸν ὅσον καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπον. Τὸν ἄνθρωπον τῆς βαθυτάτης ταπεινώσεως, τῆς ἰωβείου ὑπομονῆς καὶ μαρτυρικῆς ἐγκαρτερήσεως. Τὸν Μάρτυρα κατὰ τὴν προαίρεσιν. Τὸν πιστὸν τῆς πλήρους καὶ ὁλοτελοῦς ἐγκαταλείψεως εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄνδρα τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ Πνεύματος.
Τὸ ἀγλαόκαρπον δένδρον, τὸ ὁποῖον ἔθρεψε, τρέφει καὶ μέχρι συντελείας τοῦ αἲῶνος θὰ τρέφῃ πολλοὺς εὐσεβεῖς καὶ φιλαγίους, πολλοὺς θεόφρονας καὶ ἐραστὰς τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς ἐλευθέρας, ἔνθα ἡ κατάπαυσις τῶν πρωτοτόκων. Εἴδομεν εἰς τὸ γλυκὺ πρόσωπόν του μίαν διαρκῶς ἀναμμένην λαμπάδα καθαρᾶς καὶ θεοπειθοῦς προσευχῆς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἕνα ἐκμαγεῖον τῆς ἁγνοτέρας χριστιανικῆς ἀρετῆς. Ἕνα ὁλοφώτεινον ὑπόδειγμα συστηματικῆς καὶ ἄκρως συνεποῦς βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου! Ἡ ὅλη του βιοτή, ὅπως ἐπιγραμματικῶς τονίζει καὶ τὸ δεύτερον Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου, ἦτο «ἀδιάλειπτος εὐχή, φύσεως βία διαρκής, ὑπομονὴ ἐν πειρασμοῖς, εὐχαριστία ἐν παντί». Παραλλήλως, τὸν ἐγνωρίσαμεν ὡς ἄνθρωπον προσγειωμένον εἰς τὴν ἐποχήν του, ἀκριβῆ γνώστην τῶν προβλημάτων της, τῶν κινδύνων της, τῶν αἰτίων τῆς κακοδαιμονίας της, καθὼς καὶ τῆς ἀγωνίας καὶ ἀνασφαλείας τοῦ ἀνθρώπου τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, καὶ τῶν φόβων του. Ἕνα ἄνθρωπον ποὺ ἐβίωνε καθημερινῶς τὴν μετάνοιαν ὡς ἀσφαλῆ ὁδὸν ὑπερβάσεως ὅλων τῶν προβλημάτων, καὶ δὲν ἔπαυε νυχθημερὸν νὰ προσφέρῃ, ἀναλισκόμενος ἀγογγύστως, καὶ δαπανώμενος καὶ βοηθῶν κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος ἐκλυδωνίζετο εἰς τὸ πολυτάραχον πέλαγος τοῦ βίου, καὶ μάλιστα τοὺς νέους καὶ τὰ παιδία, ποὺ τὸν ἢγάπησαν καὶ τὸν ἐνεπιστεύθησαν εἰς ὑπέρτατον βαθμόν. Συνεδύαζε τὴν αὐστηρότητα τοῦ Προφήτου Ἠλιού μὲ τὴν γλυκεῖαν συμπάθειαν τοῦ μεγάλου Μωϋσέως• τὴν προφητικὴν φανέρωσιν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν διάκρισιν, καθὼς καὶ μὲ ἕνα λεπτὸν καὶ πηγαῖον χιοῦμορ ποὺ ἀνέπαυε. Ἐδίδασκεν ὡς ταπεινὸς μαθητὴς τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἔχων καὶ αὐτὸς ἀνάγκην διδαχῆς καὶ μαθητείας, ὡς εἰς τὸ αὐτὸ μὲ τὸν ἀκροατήν του ἐπίπεδον εὑρισκόμενος. Οὐδέποτε ἀπὸ καθέδρας, οὐδέποτε μὲ ἴχνος φαρισαϊκῆς αὐταρκείας καί αὐταρεσκείας! Γενικῶς, ἐβλέπομεν εἰς τὸν Γέροντα Παΐσιον πλούσιον τὸν καρπὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἀπόστολον εἶναι: «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄, 22-23). Ἀλλά, πολὺ πέραν τούτων, ἐβλέπομεν τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ νὰ βεβαιώνῃ καὶ νὰ ἐπισφραγίζῃ τοὺς λόγους του διὰ πλήθους σημείων καὶ θαυμάτων, κατὰ τὸ ἁγιογραφικόν: «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων» (Μάρκ. ις΄, 20). Εἴχομεν ὡς ἐκ τούτου ἐξ ἀρχῆς τὴν βεβαιότητα ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἑνὸς ζῶντος Ἁγίου, ἐφαμίλλου τῶν παλαιῶν Ἁγίων, ὅπως ἄλλωστε συνέβαινε καὶ μὲ τὸν σύγχρονόν του πολυχαρίτωτον Ἅγιον Πορφύριον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γέροντα τῶν Ἀθηνῶν καὶ πολυφαῆ καὶ ἐκεῖνον ἀστέρα τῆς Οἰκουμένης, τόν ὁποῖον ἐπίσης ἐγνωρίσαμεν ἔτι ζῶντα. Ἐντεῦθεν καὶ ἐθεωρήσαμεν ἱερὸν χρέος νὰ ἔλθωμεν σήμερον μετὰ τῆς συνοδείας μας ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴν Καθέδραν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νὰ προσκυνήσωμεν τὸν ὄλβιον τάφον, ποὺ ἔχει τὸ προνόμιον νὰ κρατῇ τὸ ἱερὸν λείψανόν του, καὶ ἔχει ἤδη ἀναδειχθῇ ἄμισθον ἰατρεῖον σωματικῶν καὶ ψυχικῶν νοσημάτων τῶν προσερχομένων μετὰ πίστεως, καὶ νὰ προστῶμεν προσωπικῶς τῆς πρώτης ἐπισήμου καὶ δημοτελοῦς πανηγύρεώς του, ἐφ᾿ ᾧ καὶ ἐκφράζομεν πολλὰς εὐχαριστίας τόσον πρὸς τὸν Μακαριώτατον ἀδελφόν καὶ συλλειτουργόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμον ὅσον καὶ πρὸς τὸν ἐπιχώριον Μητροπολίτην, τὸν Ἱερώτατον Ἀδελφὸν ἅγιον Κασσανδρείας κύριον Νικόδημον, καὶ πρὸς τὴν Ὁσιωτάτην Ἡγουμένην, καὶ ὅλην τὴν θεοφιλῆ Ἀδελφότητα τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος».
Ἐκοσμεῖτο ὁ Ἅγιός μας, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, μὲ πλῆθος χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Ἰαματικόν, διακριτικὸν τῶν πνευμάτων, διορατικόν, προφητικὸν κ.λπ. Ὅσον ἀφορᾶ ἰδίως εἰς τὸ τελευταῖον, παρατηροῦμεν μίαν ἐπίμονον καὶ ὄχι πάντοτε ὑγιῆ ἐνασχόλησιν μερικῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐκ μέρους συνήθως γινώσκοντες, σπεύδουν νὰ ἀπομονώσουν, νὰ ἀξιολογήσουν καὶ ἑρμηνεύσουν κατὰ τὸ δοκοῦν ὡρισμένους λόγους τοῦ Ἁγίου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦν προβλήματα, νὰ ταράζουν συνειδήσεις, νὰ ἐξάπτουν τὴν φαντασίαν. Αὐτοὶ ἂς μὴ σπεύδουν, καὶ ἂς ἀφήσουν τὸν Θεὸν νὰ ρυθμίζῃ τὸ μέλλον καὶ τὰς τύχας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς χρέος ἔχομεν νὰ γρηγορῶμεν, νὰ προσευχώμεθα, νὰ φυλάσσωμεν τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῆς Πίστεως καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα μὲ πολὺ «φιλότιμον», ὅπως ἐτόνιζε πάντοτε ὁ Ἅγιος, νὰ εὐαρεστήσωμεν παντοιοτρόπως τῷ Κυρίῳ. Πρὸς τούτοις, ἕνα τῶν πλέον χαρακτηριστικῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων ποὺ ἐκόσμουν τὸν Ἅγιον Παΐσιον ἦτο, ἀγαπητοί, τὸ χάρισμα τῆς παραμυθίας• τῆς παρηγορίας. Δὲν ἦτο ἁπλῶς ὁ Ἅγιός μας ἕνας πρόθυμος ὦμος εἰς τὸν ὁποῖον ἠδύνατο νὰ ἀκουμβήσῃ ὁ πονεμένος σύγχρονος ἄνθρωπος καὶ νὰ λάβῃ ἀνακούφισιν. Ἦτο μία πολυχεύμων, πολύκρουνος πηγὴ παρηγορίας ἀληθοῦς καὶ ἐμπραγμάτου. Ὁ ἐνοικῶν ἐντός του Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τοῦ ἔδιδεν ὄχι μόνον λόγον παρακλητικόν, ἀλλὰ καὶ χάρισμα νὰ ἀνατρέπῃ μελαγχολικὰς καὶ καταθλιπτικὰς καταστάσεις, νὰ στηρίζῃ, νὰ ἀναπτερώνῃ τὸ φρόνημα, νὰ χαροποιῆ, νὰ ἐνθουσιάζῃ, νὰ δίδῃ ἐλπίδα καὶ φῶς καὶ ὀξυγόνον ζωῆς! Πόσοι ἀπηλπισμένοι δὲν εὗρον ἐλπίδα καὶ θάρρος! Πόσοι ἐξηρτημένοι ἀπὸ νευρολογικὰς νοσηλείας καὶ ψυχοφάρμακα δὲν εὗρον πλησίον του πλήρη ὑγείαν ψυχῆς καὶ σώματος! Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἴσχυε καὶ δι᾿ αὐτὸν ὁ λόγος ποὺ ὁ Χριστὸς εἶχεν εἴπει περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄, 28-29). Καὶ πῶς νὰ μὴν ἴσχυεν, ἀφοῦ ὁ Γέρων Παΐσιος, μὲ τὸν ὅλον βίον καὶ τὴν πολιτείαν του, ἦτο μία ζωηρὰ καὶ ἀνάγλυφος φανέρωσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας; Τοῦτο ἰσχύει πολὺ περισσότερον μετὰ τὴν ὁσιακὴν κοίμησίν του καὶ τὴν εἴσοδόν του εἰς τὸ φῶς καὶ τὴν χαρὰν τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματός του, ἡ προσκύνησις τοῦ τάφου καὶ τῆς εἰκόνος του, ἡ ψαλμῳδία τῆς Παρακλήσεώς του, ἡ μελέτη τοῦ βίου του καὶ τῶν λόγων του, τόσον μέσα ἀπὸ τὴν ὡραίαν καὶ πολύτιμον σειρὰν βιβλίων τὰ ὁποῖα ἔχει ἤδη ἐκδώσει τὸ ἱερὸν τοῦτο Ἡσυχαστήριον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὸ λίαν ἀξιόλογον ἐκεῖνο βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ ἁγιορείτου Γέροντος Ἰσαάκ, ποὺ μετεφράσθη προσφάτως καὶ εἰς τὴν τουρκικήν γλῶσσαν, ἔχουν μεταμορφώσει καὶ μεταμορφώνουν πολλοὺς ἀνθρωπίνους χειμῶνας εἰς ἀνοίξεις, ἀποδιώκουν τὰ νέφη τῶν λυπηρῶν, διασκεδάζουν τὰς ζάλας τοῦ βίου, φυγαδεύουν τὸ σκότος τῆς μελαγχολίας καὶ τῆς ἀπελπισίας, χαρίζουν φῶς Χριστοῦ καὶ νόημα νέας ζωῆς! Καὶ ἐπειδὴ αἱ ἡμέραι τὰς ὁποίας διερχόμεθα εἶναι πολὺ κρίσιμοι διὰ τὸ Γένος, καλὸν εἶναι νὰ ἐνθυμηθοῦμε ἐδῶ ἕνα λόγον του ἀναφερθέντα δι᾿ ἀναλόγους ἡμέρας τοῦ παρελθόντος: «Ἂν καὶ γίνεται τόσο βράσιμο, νιώθω μέσα μου μιὰ παρηγοριά, μιὰ σιγουριά… Ὑπάρχει μία μερίδα Χριστιανῶν, στοὺς ὁποίους ἀναπαύεται ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, καὶ ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς ἀνέχεται, καὶ πάλι θὰ οἰκονομήσῃ τὰ πράγματα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς μᾶς δίνουν ἐλπίδα. Μὴ φοβεῖσθε! Περάσαμε σὰν Ἔθνος τόσες μπόρες καὶ δὲν χαθήκαμε…. Οὔτε καὶ τώρα θὰ χαθοῦμε! Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ!» (Λόγοι Β΄, Πνευματικὴ Ἀφύπνιση). Ἂς ἀκούσωμε καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί, πολὺ προσεκτικὰ αὐτὴν τὴν φωνὴν τοῦ Ἁγίου καὶ ἂς ἐπιδοθοῦμε εἰς ἐκτενεῖς προσευχὰς καὶ δεήσεις ἐν μετανοίᾳ, ἐν ταπεινώσει, ἐν ἐξομολογήσει καὶ συντριβῇ καρδίας, καὶ ἂς ἐναποθέσωμε μὲ πίστιν, δηλαδὴ μὲ ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην, «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν» εἰς τὸν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν, καὶ σήμερον ἀκριβῶς, ποὺ αἱ κεφαλαὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ἐξετάζουν ἀπὸ κοινοῦ τὸ σήμερον καὶ τὸ αὔριον τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἑτοιμάζονται νὰ λάβουν κρισίμους ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι μέλλουν νὰ σφραγίσουν τὴν ζωὴν καὶ τὴν πορείαν τοῦ εὐσεβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἀλλὰ καὶ καθημερινῶς ἂς δεώμεθα ἀπὸ καρδίας ὑπὲρ τοῦ Γένους, ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς, ἐν δοκιμασίᾳ, ἐν ἀνάγκῃ καὶ πάσῃ περιστάσει ὑπαρχούσης. «Μὴ φοβεῖσθε!… Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ!»
Λοιπόν, «δεῦτε, πιστοί, τῆς Παϊσίου τραπέζης ἐνθέως μετάσχωμεν». Ἂς ἐγκύψωμεν μὲ προσοχὴν εἰς τὰς λεπτομερείας τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας του, ἂς μαθητεύσωμεν ταπεινῶς εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς συμβουλάς του, ἂς καθρεπτισθῶμεν ὅλοι, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἰς τὸ ἅγιον καὶ φωτεινὸν παράδειγμά του, ἐπικαλούμενοι πυκνῶς τὴν βοήθειαν καὶ συναντίληψίν του καὶ τὰς πρὸς Θεὸν πρεσβείας του, γνωρίζοντες ὅτι «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε΄, 16). Εὐχόμενοι ἔτη πολλά, ὑγιεινὰ καὶ σωτήρια εἰς ὅλους, καταστέφομεν ἰδιαιτέρως τὴν ἱερὰν τοῦ Ἡσυχαστηρίου Ἀδελφότητα μὲ ὁλόθυμον Πατριαρχικὴν εὐλογίαν καὶ εὐχήν, προτρεπόμενοι «περισσεύειν μᾶλλον» εἰς ὁσιακὰ ἀθλήματα καὶ εὐαγγελικὰς ἐπιτυχίας, ἐπὶ χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει τῶν οὐρανίων προστατῶν αὐτῆς: Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καὶ Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, καὶ ἐπὶ οἰκοδομῇ τοῦ προστρέχοντος ἐνταῦθα πιστοῦ λαοῦ. Ἀμήν!