Ἱερώτατε καὶ προσφιλέστατε Ποιμενάρχα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαρωνείας καὶ Κομοτηνῆς κύριε Παντελεῆμον,
Λίαν ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοὶ συμπρεσβύτεροι ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν μυστηρίων τοῦ Κυρίου,
Ἡ παρουσία τοῦ Πατριάρχου εἰς τὴν πόλιν σας, μᾶς παρέχει τὴν εὐλογίαν τῆς σημερινῆς συναντήσεως μετὰ τῶν εὐλαβῶν κληρικῶν τῶν διακονούντων θυσιαστικῶς τὴν Ἱερὰν ταύτην Μητρόπολιν καὶ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ διατηρούντων ἄσβεστον τὴν φλόγα τῆς πίστεως εἰς τὸν ἱστορικὸν τοῦτον τόπον, τὸν ποτισμένον μὲ ἱδρῶτας καὶ δάκρυα βιοπάλης, ἀγωνίας διὰ τὴν ἐξασφάλισιν τοῦ ζῆν, ἀλλὰ καὶ δάκρυα ἀσκητικὰ καὶ μαρτυρικά, ὅπως εἶναι τὸ ἔδαφος τῆς πλησιοχώρου αἱματοποτίστου Μάκρης, τὸ ὁποῖον ἐβάφη πορφυροῦν ὑπὸ τοῦ αἵματος τῶν ἡρωικῶν νεομαρτύρων Γεωργίου, Θεοδώρου, Μανουήλ, Μιχαὴλ καὶ Γεωργίου, τῶν ἐκ Σαμοθράκης, λαβόντων τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου πρὸ διακοσίων περίπου ἐτῶν, διὰ νὰ ἐκπλύνουν τὸ ὄνειδος τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ συμμετοχὴ τῶν ἡρωϊκῶν τέκνων τῆς Θρᾴκης εἰς τὰ παθήματα τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι νεώτερον φαινόμενον. Ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνας ἡ ἁγία μάρτυς Γλυκερία προσέφερε τὸ παρθενικὸν αἷμα της εἰς τὸν Χριστόν, εἰς τὸ ἔδαφος τῆς Τραϊανουπόλεως, καὶ συγκατηριθμήθη μετὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων, «τῶν πλυνάντων τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ λευκανάντων αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου» (πρβλ. Ἀποκ. ζ΄, 14).
Ζῆτε, λοιπόν, εἰς ἔδαφος ἡρώων καὶ μαρτύρων καὶ διὰ τοῦτο πατρικῶς σᾶς παρακαλοῦμεν, ἀδελφοί, νὰ μιμῆσθε τὴν πολιτείαν καὶ τὸν βίον αὐτῶν, διὰ νὰ ἀξιωθῆτε καὶ σεῖς τῆς δόξης, τῆς ὁποίας οὗτοι ἀπολαύουν νῦν ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Κυρίου, λατρεύοντες «αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. Καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ᾿ αὐτούς. Οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα, ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμανεῖ αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Ἀποκ. ζ΄, 15-17).
Ναί, ἀδελφοί, ὁ Θεὸς θὰ ἐξαλείψη πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν, ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ λαοῦ μας, ἀλλὰ διὰ νὰ συμβῇ αὐτὸ πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀγωνισθῶμεν μὲ ὅλας μας τὰς δυνάμεις νὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ Ὁποῖος εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου, διὰ νὰ εἰσέλθῃ ἐντὸς ἡμῶν, νὰ ἐνοικήσῃ ἐν ἡμῖν καὶ νὰ μᾶς καταστήσῃ σκεύη τίμια Αὐτοῦ. Αὐτὸς Ὅστις χαρίζει εἰς ἡμᾶς τὰ πάντα καὶ μᾶς ἀξιώνει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴν νὰ γευώμεθα τῶν ἀγαθῶν ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν, «τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β΄ Τιμ. δ΄, 8).
Διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτὴ ἡ ποθητὴ ἡμέρα, ἀγωνισθῆτε νὰ καταρτίζετε τὸν λαὸν εἰς τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Τοῦτο εἶναι τὸ κύριον ἔργον σας ὡς ποιμένων τοῦ λαοῦ. Ὁ Κύριος εἶχεν ὡς κύριον ἔργον Του τὴν διδασκαλίαν τοῦ λαοῦ. Διὰ τοῦτο εἰς τὰ Εὐαγγέλια ἀναφέρεται ὅτι «ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι» (Λουκ. ιγ΄, 10-11). Ὅπως ἀναφέρεται ὡσαύτως ὅτι προεφήτευσεν ὁ προφήτης Ἠσαΐας «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ μέ, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν» (Λουκ. δ΄, 18-19). Οἱ λόγοι Του ἦσαν «ὥσπερ πῦρ φλέγον, […] καὶ ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν» (Ἱερ. κγ΄, 29). Ἦλθε νὰ κηρύξῃ τὴν ἄφεσιν εἰς τοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ ἀπὸ τὰς ἁλυσίδας τῶν ἁμαρτημάτων καὶ νὰ θεραπεύσῃ τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν.
Ὁμοιάζει ὁ σημερινὸς κόσμος μὲ τὴν συγκύπτουσαν γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία ἦτο μία ταλαιπωρημένη ὕπαρξις, ὅπως εἶναι ὁ λαὸς σήμερον, κτυπημένος ἀπὸ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ κοιτάξωμεν μὲ θάρρος ὑψηλά, ὅπως ἡ συγκύπτουσα ἦτο δεκαοκτὼ ὁλόκληρα ἔτη κυρτωμένη καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀτενίσῃ οὔτε εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ χαρῇ τὸ φωτεινὸν πρόσωπον τοῦ ἡλίου, οὔτε νὰ ἀντικρύσῃ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοὺς συνανθρώπους αὐτῆς, δεμένη, ὅπως λέγει ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Τοῦτο δὲ δὲν εἶναι περίεργον. Ἡ ἀσθένεια εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν συνδέεται στενῶς μὲ τὴν ἁμαρτίαν, ὄχι μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁπωσδήποτε κάθε ἁμαρτία τιμωρεῖται μὲ ἀσθένειαν, ἀλλά, κυρίως, ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐβασίλευσεν εἰς τὴν φύσιν μας μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν πρωτοπλάστων, ἐδημιούργησε μίαν νοσηρὰν κατάστασιν φθορᾶς.
Καὶ ἐφ᾿ ὅσον ἡ σκληροκαρδία μας δὲν μαλάσσεται εὐκόλως, ὁ Κύριος ἐπιτρέπει τὴν δοκιμασίαν ἀπὸ τὸν πονηρὸν, ἐπιτρέπει τὸν πόνον, ὅστις ὡς πῦρ τήκει τὸν πάγον τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀναισθησίας μας. Ἐπιτρέπει ἄλλοτε ὁ Κύριος τὴν ἀσθένειαν, εἴτε διὰ νὰ ἐξέλθωμεν καθαρώτεροι, ὡς ὁ χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ, εἴτε ἀκόμη διὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ, διὰ τῆς ἰδικῆς μας στάσεως, ἡ πίστις μας πρὸς Αὐτόν, καὶ ἡ δόξα τὴν ὁποίαν χαρίζει εἰς τὰ γνήσια τέκνα Του.
Ὅμως, δὲν πρέπει νὰ λησμονῶμεν, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὅτι ἡμεῖς οἱ ἱερεῖς, οἱ διακονοῦντες ἐν τῷ κόσμῳ, δὲν συγκύπτομεν μόνον ἐκ τῆς ἀσθενείας, ἡ ὁποία τελικῶς βλάπτει μόνον τὸ σῶμα μας. Συγκύπτομεν, ὅταν ἔχωμεν τὸ βλέμμα μας ἐστραμμένον μόνον εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, λησμονοῦντες τὸν ἀληθινόν μας προορισμόν.
Εἰς τὰς ἀντιξόους συνθήκας τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μὲ τὰς ποικιλωνύμους κρίσεις πρέπει νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν, καθ᾿ ὅτι ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν καὶ μᾶς κατέστησε μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος Αὐτοῦ, τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον μᾶς ἐχάρισεν ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ τιμίου Αὐτοῦ αἵματος, τῆς κοινωνίας τοῦ ὁποίου ἀξιούμεθα ἐν τῇ ἀναιμάκτῳ μυσταγωγίᾳ.
Ἆραγε, ἐνθυμούμεθα νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεὸν διὰ τὰς τόσας εὐεργεσίας, τὰς ὁποίας καθημερινῶς μᾶς χαρίζει; Πόσας φορὰς τὴν ἡμέραν λέγομεν «δόξα σοί, ὁ Θεός»; Πόσας φορὰς τὸν ηὐχαριστήσαμεν ὅταν ἀνταπεκρίθη εἰς τὰ αἰτήματά μας; Πόσας φορὰς Τὸν ηὐχαριστήσαμεν διὰ τὰς εὐεργεσίας Αὐτοῦ, τὰς ὁποίας γνωρίζομεν, καὶ δι᾿ ὅσας ἀγνώστους ἡτοίμασε δι᾿ ἡμᾶς εἰς τὴν σοφὴν πρόνοιαν Αὐτοῦ; Εἴμεθα εὐγνώμονες ἢ ἀγνώμονες ὡσὰν τοὺς λεπροὺς ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους ἐλέχθη: «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;».
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ γενναιότεραι ψυχαί, αἱ ὁποῖαι εὐχαριστοῦν τὸν Κύριον καὶ διὰ τὰ παθήματά των. Ἔχομεν τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπον τὰς σάρκας των νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ θανατώνωνται καὶ ἐκεῖνοι ἐδόξαζον τὸν Θεόν.
Ὀφείλομεν νὰ βλέπωμεν τὴν οὐσίαν καὶ ὄχι τὸν τύπον, ὅπως ἔκαναν οἱ πεπωρωμένοι Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐσέβοντο τὰς ἀργίας τοῦ Σαββάτου καὶ τὰς ἄλλας ἐξωτερικὰς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ ἐκαθάριζον μόνον τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου, ἀφήνοντες ἀκάθαρτον τὸν ἐσωτερικὸν καὶ κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἀληθῶς ἡ σαββατικὴ ἀργία ἀπετέλει τὴν σπουδαιοτέραν ἐντολήν, ἡ ὁποία διέκρινε, τύποις, τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ διεμήνυε τὴν ἐκλογὴν αὐτοῦ, ὡς λαοῦ τῆς διαθήκης, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Φαρισαῖοι ἔβλεπον τὸν Χριστὸν νὰ θεραπεύῃ, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπον τὰ θαύματα∙ ἔβλεπον τὰς θεραπείας καὶ διεπίστωναν παραβάσεις, τὰς ὁποίας ἐθεώρουν τόσον σημαντικάς, διότι μὲ αὐτὰς εἶχον γαλουχηθῆ, μὲ αὐτὰς εἶχον ποτισθῆ καὶ ἡ πώρωσίς των αὐτὴ δὲν ἐπέτρεπεν εἰς αὐτοὺς νὰ ἔχουν μίαν εἰλικρινεστέραν στάσιν ἔναντι ἑνὸς ἀδιαμφισβητήτου γεγονότος. Τοῦτο διδάσκει ἡμᾶς ὅτι εἶναι θέμα ἀγωγῆς καί, κυρίως θέμα διαθέσεως, θέμα τῆς ἰδικῆς μας καρδίας πῶς θὰ σταθοῦμε ἔναντι τῶν γεγονότων καὶ ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας.
Δυνάμεθα νὰ λάβωμεν τὴν μάχαιραν ἢ νὰ ρίψωμεν πρῶτοι τὸν λίθον τοῦ λιθοβολισμοῦ – εἴτε πραγματικὰ εἴτε ἀκόμη καὶ μὲ τὴν μάχαιραν τῆς γλώσσης μας – εἰς τοὺς ἄλλους.
Ἂς σταθοῦμε μὲ κατανόησιν καὶ εἰλικρίνειαν, μὲ ἀγάπην καὶ ἀνοχὴν ἔναντι τοῦ πλησίον, διότι τελικῶς αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον. Αἱ ἀνέξοδοι κρίσεις γενικώτερον εἶναι εὔκολοι. Ἡ ὑπεύθυνος στάσις καὶ ἡ ἀγάπη ἀπαιτοῦν θυσίαν καὶ κόπον. Εἶναι ἰδική μας ἐπιλογή.
Ὁ Κύριος μὲ πολὺ ὡραῖον τρόπον ἀπεγύμνωσε τὸ κάλυμμα τῆς ψευτοευλαβείας τῶν φαρισαίων καὶ τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐταπείνωσε τὴν ὑπεροπτικὴν στάσιν των. Τῶν φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν ὅτι ὡς καθαροὶ καὶ τηρηταὶ τοῦ νόμου, ἠδύναντο εὐκόλως νὰ κρίνουν ἀκόμη καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον καὶ Θεόν των.
Προτιμᾶτε, τοὺς ἔλεγε, νὰ καταλύετε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ ποτίζετε τὰ ζῶα σας ἀλλὰ δὲν θέλετε νὰ θεραπεύσω τὸν συνάνθρωπόν σας, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ Σάββατον.
Ὀφείλομεν, λοιπόν, καὶ ἡμεῖς, ὡς γνήσιοι ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νὰ ὑπερβαίνωμεν τὸν τύπον χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου ἐδόθη ὁ τύπος. Καὶ νὰ μὴ λησμονῶμεν, πρωτίστως, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοὶ καὶ καθόλου ἀλάνθαστοι.
Μὲ τὰς ὀλίγας αὐτὰς σκέψεις καὶ πατρικὰς προτροπάς, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, ἐκφράζομεν τὴν χαρὰν καὶ τὴν συγκίνησίν μας διότι εὑρισκόμεθα μαζί σας. Ἐπαινοῦμεν τὴν διακονίαν καὶ τὴν προσφοράν σας. Αἱ ἀνωτέρω βιωματικαὶ προτροπαί μας προέρχονται ἐξ ἀγαπώσης καρδίας διὰ νὰ εἶσθε πλήρεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραὶ ἐν τῇ διακονίᾳ.
Εὐχόμεθα πλουσίαν τὴν ἐκ Θεοῦ ἐνίσχυσιν εἰς τὴν ἱερατικὴν διακονίαν σας, προκειμένου αὐτὴ νὰ εἶναι καρποφόρος καὶ ἁγιαστικὴ διὰ τὸν λαόν, καὶ νὰ τὸν ὁδηγῇ εἰς τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν. Νὰ ἐνθυμῆσθε ἀδιαλείπτως ὅτι οὐδὲν εἶναι πολυτιμότερον μιᾶς ψυχῆς, ὑπὲρ τῆς ὁποίας Χριστὸς ἀπέθανε.
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν καὶ πάλιν διὰ τὴν τιμητικήν σας ὑποδοχὴν καὶ τὴν ἀβραμιαίαν φιλοξενίαν, Ἱερώτατε ἀδελφὲ ἅγιε Μαρωνείας, μαρτυρούσας τὸν βαθύτατον σεβασμὸν τὸν ὁποῖον τρέφετε διὰ τὴν Μητέρα μας Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὴν σταυρικὴν πορείαν τῆς ὁποίας οἱ Θρᾴκες ἦσαν πάντοτε συγκυρηναῖοι, συναίροντες τὰ βάρη αὐτῆς καὶ συμμετέχοντες εἰς τὰς χαρὰς καὶ τὰς λύπας της.
Ὁ δὲ Θεὸς τοῦ Ἐλέους, τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τῆς εἰρήνης καὶ ὁλόθυμος ἡ εὐχή μας ἂς εἶναι πάντοτε μαζί σας, ἀδελφοὶ προσφιλέστατοι λειτουργοὶ τοῦ Θυσιαστηρίου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου προσφέρεται ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἶνος τῆς Ζωῆς.