Το Αγιώνυμον Όρος του Άθω

Τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ἄθω ὕμνησαν οἱ ἀρχαῖοι, οἱ μεσαιωνικοὶ καὶ οἱ νεώτεροι συγγραφεῖς. Κοσμικοὶ καὶ ἱερωμένοι ὀμιλλῶνται σὲ λυρικὲς περιγραφὲς τῆς ἄγριας φυσικῆς ὀμορφιᾶς τῆς ἀνατολικότερης χερσονήσου τῆς Χαλκιδικῆς, ποὺ ἔμεινε ἀναλλοίωτη μέσα στοὺς αἰῶνες, ἐξαιτίας τῆς ἀπόλυτης μόνωσης ποὺ τῆς ἐξασφάλισε ἡ δομὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἡ ἰδιαίτερη προστατευτικὴ νομοθεσία τῆς ἀπόλυτης ἀνεξαρτησίας της.

Ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς (1360) περιγράφει τὶς καλλονὲς τοῦ Ἄθω ὡς ἑξῆς· «πανταχόθεν ῥεῖ ὥσπερ ἐκ θησαυρῶν τὸ τὲ εὔπνουν τῆς ὀσμῆς καὶ τὸ τοῦ ἄνθους εὔχρουν, δένδρεσι τὲ πολυπληθέσι κομᾷ καὶ λειμώνας ποικίλους πλουτεῖ καὶ τέρψεως πέπλος ἐντεῦθεν ὑφαίνεται ξένος καὶ συμμιγής, ἅμα δὲ καὶ θαλάσσῃ μακρᾷ στεφανοῦται πολλὴν ὡς ἐκ κύκλου κομιζούσῃ τὴν χάριν». Σὲ χρυσόβουλλο τοῦ Ἀλεξίου Α´ τοῦ Κομνηνοῦ πρὸς τὴ Μονὴ τῆς Λαύρας (περίπου τὸ 1144) ἀναγνωρίζεται ὁριστικὰ καὶ ἐπιβάλλεται ἐπίσημα ἡ ὀνομασία· «ἐφεξῆς τὸ ὄρος τοῦ Ἄθω καλεῖσθαι Ἅγιον Ὄρος παρὰ πάντων». Στὰ κατοπινὰ ἔγγραφα διαβάζουμε τὴν πλήρη ὀνομασία· «Τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθω». Ὁ ἴδιος αὐτοκράτορας ἀποκαλεῖ τὸ Ὄρος «τὸ πλέον βασιλικὸν καὶ ὄντως θεῖον μεταξὺ πασῶν τῶν ὀρέων». Ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β´ ὁ Παλαιολόγος τὸ ὀνομάζει «καταφύγιον πασῶν τῶν ἀρετῶν».

Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς τὸ ἀποκαλεῖ «θείαν πολιτείαν» καὶ «πόλιν οὐράνιον». Ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς γράφει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος ὅτι «ἐξ ὑπαρχῆς ἡ φύσις τὸ ἡτοίμασεν καὶ τὸ διέθεσεν διὰ νὰ γίνῃ σπουδαστήριον, ἔνθα καλλιεργεῖται ἡ ἀρετή». Ὁ πατριάρχης Νικόλαος Γ´ τὸ χαρακτηρίζει ὡς «Θεοῦ εὕρημα πρὸς κατοικίαν ἁγίων ἀνθρώπων». Ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Γ´ ὀνομάζει τὸ Ὄρος «οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ πύλην τοῦ οὐρανοῦ». Μετὰ τὴν ἅλωση, τὸ Ἅγιον Ὄρος θεωρήθηκε ἀπὸ ὅλους «ἀπροσμάχητος τῆς ὀρθοδοξίας ἀκρόπολις», «μουσῶν καταφύγιον καὶ κιβωτὸς ἱερὼν παραδόσεων». Οἱ καλόγεροι ὅμως τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὴ μοναχικὴ πολιτεία τοῦ Ἄθω θεωροῦν ἀνέκαθεν ἀφιερωμένη στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὀνομάζουν τὸ Ἅγιον Ὄρος «κλῆρον ἴδιον τῆς Θεοτόκου» καὶ «περιβόλι τῆς Παναγίας». Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονὸς βασίζεται καὶ τὸ ἄβατο τοῦ Ἁγίου Ὄρους· «ὄρος ἀνεπίβατον τῇ γυναικείᾳ φύσει».

Οἱ Πρῶτοι Ἀναχωρητές

Σύμφωνα μὲ τὶς μοναχικὲς παραδόσεις, ἡ Θεοτόκος ἐπισκέφθηκε τὸ Ὄρος, ὅταν, πλέοντας γιὰ τὴν Κύπρο μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Εὐαγγελιστὴ γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν Λάζαρο, ἀναγκάστηκαν ἐξαιτίας μιᾶς μεγάλης τρικυμίας, ἀπὸ τὶς συνηθισμένες στὴ ΒΑ πλευρὰ τοῦ Ἄθω, νὰ προσορμιστοῦν στὴ θέση ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε ἡ Μονὴ τῶν Ἰβήρων. Στὴν περιοχὴ τότε δὲν ὑπῆρχαν ἄλλοι οἰκισμοὶ παρὰ τὰ ἐρείπια ἑνὸς ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἡ Παναγία, κατὰ τὴν παράδοση, ἐνθουσιάστηκε μὲ τὸ μοναδικὸ τοπίο τοῦ Ἄθω καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Γιό της νὰ τῆς δωρίσει τὴ χερσόνησο. Τότε ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀφιέρωνε αἰώνια τὸν Ἄθω στὴν Παναγία· «Ἔστω ὁ τόπος οὗτος κλῆρος σὸς καὶ περιβόλαιον σὸν καὶ παράδεισος, ἔτι δὲ καὶ λιμὴν σωτήριος τῶν θελόντων σωθῆναι». Ἀπὸ τότε ἀφιερώθηκε τὸ Ὄρος ὡς «κλῆρος καὶ περιβόλι τῆς Παναγίας».

Κατὰ τὶς ἴδιες πάντα μοναχικὲς παραδόσεις, τὰ παλαιότερα μοναστήρια ἱδρύθηκαν στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Τὰ μοναστικὰ αὐτὰ κέντρα κατέστρεψε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ἀλλὰ τὰ ἀνίδρυσαν μεγαλοπρεπέστερα ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας καὶ ἡ Πουλχερία. Μιὰ ἄλλη παλαιὰ ἁγιορείτικη παράδοση ἀναφέρει πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔδιωξε ἀπὸ τὸν Ἄθω τοὺς Τσάκωνες καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στὴν Πελοπόννησο, γιὰ νὰ παραδώσει τὸν τόπο στοὺς μοναχούς. Ἡ παράδοση αὐτὴ ἴσως ἀπηχεῖ μεταγενέστερα γεγονότα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐγκατάσταση τοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν Τσακώνων στὴν περιοχὴ τῆς Ἀνατολικῆς Λακωνίας, τῆς Μονεμβασίας καὶ τοῦ Ἔλους, ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Τσακωνιᾶ.

Φαίνεται πὼς ἡ τάση γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν ἐγκοσμίων καὶ τὴν καταφυγὴ στὴν ἔρημο παρατηρήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα ὡς ἀντίδραση, ὡς μιὰ διαμαρτυρία στὴ δομὴ τῆς τότε κοινωνίας. Ἡ φυγὴ μεμονωμένων ἀτόμων καὶ ἀργότερα, μετὰ τοὺς διωγμούς, ὁμάδων χριστιανῶν δημιούργησε τὶς πρῶτες μοναχικὲς κοινωνίες σὲ ἐρημικὰ καὶ ἀπροσπέλαστα μέρη, κοντὰ σὲ κάποιες πηγές, ποὺ ἀποτελοῦσαν μοναδικὸ στήριγμα στὴ ζωὴ τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν. Τὰ ἰδανικὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὅπως διαμορφώθηκαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἦταν ἡ παρθενία, ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ ὑπακοή, μέσα γιὰ τὴν πραγμάτωσή τους ἡ συνεχῆς σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἄσκηση καὶ ἡ ἀέναη μυστικὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀπομόνωσή του καὶ τὴ συνεχῆ προσευχή, ὁ μοναχὸς προσπαθεῖ νὰ σώσει τὴν ψυχή του, ἀφιερώνοντας ὁλοκληρωτικὰ τὴν ὕπαρξή του στὸν Θεό.

Τίποτε δὲν εἶναι γνωστὸ μὲ ἀσφάλεια γιὰ τὸν χρόνο ἐγκατάστασης τῶν πρώτων ἀναχωρητῶν στὸν Ἄθω. Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἔχουν ὑποστηριχθεῖ διαφορετικὲς ἀπόψεις. Εἶναι πάντως γνωστὸ ὅτι, μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐγκατάσταση τῶν Ἀράβων στὶς ἐπαρχίες τῆς Αἰγύπτου, τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, πολλοὶ ἀναχωρητὲς τῶν περιοχῶν αὐτῶν (τῆς Νιτρίας, τῆς Θηβαΐδας, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης καὶ τοῦ Καλάτ-Σιμᾶν) κατέφυγαν σὲ μέρη ἐρημικᾶ καὶ ἀπροσπέλαστα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, λ.χ στὸν Λάτμο (Λάτρο, τὸν Σίπηλο ἢ τὸν Βιθυνικὸ Ὄλυμπο, ὁ ὁποῖος στὰ χρόνια κιόλας τῶν Ἰσαύρων ὀνομαζόταν Ἅγιον Ὄρος. Φαίνεται ὅμως πὼς οἱ περιοχὲς αὐτὲς κατοικήθηκαν ἀπὸ ἐρημίτες ἤδη ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα, ἴσως στὴν ἀρχὴ ἀπὸ Σιναΐτες μοναχούς.

Τὸν 8ο αἰῶνα ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἰδίως στὰ χρόνια ποὺ ἐντάθηκαν οἱ διωγμοί, ἴσως κατέφυγαν στὸν Ἄθω ὁμάδες εἰκονολατρῶν μοναχῶν. Τίποτα ὅμως δὲν εἶναι βέβαιο. Ἡ πρώτη θετικὴ πληροφορία ποὺ μνημονεύει Ἀθωνίτες μοναχοὺς ὑπάρχει στὰ Πεπραγμένα τῆς Συνόδου κατὰ τῆς Εἰκονομαχίας, στὰ χρόνια τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας. Καὶ ὁ ἱστορικὸς ὅμως τοῦ 10ου αἰῶνα Ἰωσὴφ Γενέσιος ἀναφέρει ὅτι ἀσκητὲς ἀπὸ τὸν Βιθυνικὸ Ὄλυμπο, τὴν Ἴδη καὶ τὸν Ἄθω πήραν μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (843) ποὺ ἀναστήλωσε τὶς εἰκόνες· «κατίασιν ἐκ τοῦ περιωνύμου Ὄρους Ὀλύμπου, Ἄθω τὲ καὶ τῆς Ἴδης, ἀλλὰ μὴν καὶ τοῦ κατὰ Κυμινᾶν συμπληρώματος (θεοφόροι ἄνδρες) περιφανῶς τὴν ὀρθοδοξίαν κηρύττοντες…». Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι θετικὴ καὶ μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνα ὑπῆρχαν στὸν Ἄθω ἐξέχοντες ἀναχωρητὲς καὶ μοναχοί, ποὺ ἡ φήμη τοὺς εἶχε ξεπεράσει τὰ ὅρια τοῦ «τόπου τῆς μετανοίας» τους, ὥστε νὰ προσκληθοῦν ἀπὸ τὴ βασίλισσα νὰ λάβουν μέρος στὴ σύνοδο ποὺ καταδίκασε τὴν εἰκονομαχία. Γιὰ νὰ ἔχουν ὅμως ἀναδειχθεῖ ἤδη στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνα (843) ἀσκητὲς περίφημοι, λόγιοι, διδάσκαλοι, φημισμένοι γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη τους στὴν Ὀρθοδοξία, ὥστε νὰ τοὺς προσκαλέσουν στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀκριβῶς γιὰ νὰ κατακυρώσουν μὲ τὴν αὐθεντία καὶ τὸ κύρος τους στὰ θεολογικὰ ζητήματα τὴν καταδίκη τῆς εἰκονομαχίας, μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἀρκετὰ χρόνια πρὶν θὰ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμὸς ἐκεῖ, ὅτι θὰ εἶχαν καταφύγει ἐκεῖ ἀρκετοὶ μοναχοὶ ἀπὸ πολὺ παλαιότερα χρόνια, ὥστε νὰ προσελκύσει ὁ τόπος ἐξέχοντες μοναχοὺς νὰ ἀναδείξει ὁ Ἄθως, μεταξὺ πολλῶν, τοὺς ἀρίστους, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ ἀπέκτησαν φήμη.

Τὸ ἀρχαιότερο αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο γιὰ τὸν Ἄθω εἶναι ἕνα σιγίλλιο τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α´ τοῦ Μακεδόνα (872), ποὺ ὅμως δὲν σώθηκε καὶ ποὺ ἀναφέρεται στὸν Ἰωάννη Κολοβό, τὸν ἱδρυτὴ τῆς ὁμώνυμης μονῆς κοντὰ στὴν Ἱερισσό, στὴ διώρυγα τοῦ Ξέρξη. Καὶ σὲ δεύτερο ἔγγραφο τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα, τοῦ ἔτους 883, διαβάζουμε τὴν πρόνοια τοῦ βασιλιᾶ γιὰ τοὺς μοναχούς· «ἀθορύβους καὶ ἀταράχους διάγειν, εὔχεσθαι τὲ ὑπὲρ τῆς ἡμῶν γαληνότητος καὶ ὑπὲρ παντὸς τῶν χριστιανῶν συστήματος, ὅθεν καὶ ἐξασφαλιζόμεθα πάντας, ἀπὸ τὲ στρατηγῶν, βασιλικῶν ἀνθρώπων καὶ ἕως ἐσχάτου ἀνθρώπου τοῦ δουλείαν καταπιστευομένου, ὅτι δὲ καὶ ἰδιώτας καὶ χωριάτας, καὶ ἕως τοῦ ἐν τῷ μύλωνι ἀλήθοντος, ἵνα μὴ ἐπηρεάσῃ τις τοὺς αὐτοὺς μοναχούς, ἀλλὰ μηδὲ καθώς ἐστι τοῦ Ἑρισσοῦ ἡ ἐνορία, καὶ τὴν ἔσω πρὸς τὸ τοῦ Ἄθωνος Ὄρους εἰσέρχεσθαί τινας, μήτε ποιμένας μετὰ τῶν ποιμνίων αὐτῶν μήτε βουκόλους μετὰ τῶν βουκολίων».

Κατὰ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 9ου αἰῶνα ὑπῆρχε μεγάλο πλῆθος ἐρημιτῶν καὶ σκῆτες καὶ μικρὰ κοινόβια καὶ λαῦρες γύρω ἀπὸ τὸν Ἰσθμό, τὸν Πρόβλακα. Ἤδη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ διαπιστώνουμε πὼς σὲ κάποιο σημεῖο τῆς περιοχῆς πιθανότατα ἀνάμεσα στὸ Ἰβηρήτικο μετόχι «Πυργοῦστα» καὶ τὴν «Κομίτσα», λειτουργοῦσε ἕνα μοναστικὸ διοικητικὸ κέντρο, ποὺ εἶναι γνωστὸ μὲ τὸν τίτλο «καθέδρα γερόντων», ὅπου ἐξασκοῦσε ἕνα εἶδος ἐποπτείας καὶ διοικήσεως τῶν μοναστικῶν κοινοτήτων μιὰ ὁμάδα μοναχῶν ἐκπροσώπων τῶν διαφόρων κοινοβίων καὶ τῶν ἀσκητῶν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πρῶτο. Στὴ θέση αὐτή, τρεῖς φορὲς τουλάχιστο τὸν χρόνο, συνεδρίαζαν οἱ γέροντες ἐπικεφαλῆς διαφόρων μοναχικῶν σχημάτων, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν γιὰ βασικὰ προβλήματα τῆς μοναστικῆς πολιτείας.

Ἀνάμεσα στὶς σκῆτες καὶ τὶς μικρὲς μονὲς ἰδιαίτερη δύναμη εἶχε ἀποκτήσει ἡ Μονὴ Κολοβοῦ κοντὰ στὴν Ἱερισσό, μὲ τὴν ἀπόσπαση, τὸ 886, χαριστικῶν σιγιλλίων ἀπὸ τὸν γιὸ τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α´ τοῦ Μακεδόνα, τὸν Λέοντα ΣΤ´ τὸν Σοφό. Μὲ τὰ σιγίλλια αὐτὰ οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς Κολοβοῦ ἔγιναν κύριοι ὄχι μόνο τοῦ Ἄθω, ἄλλα καὶ τῆς περιοχῆς τῶν Σιδεροκαυσίων καὶ τῶν Χλομουτλῶν· τὰ μοναστήρια τοῦ Μουστάκωνος, τοῦ Καρδιογνώστου, τοῦ Ἀθανασίου καὶ τοῦ Λουκᾶ προσαρτήθηκαν ἐπίσης στὴ Μονὴ Κολοβοῦ, στὴν ὁποία ὑπαγόταν ἀκόμη καὶ ἡ Γερόντων Καθέδρα. Τὸν ἴδιο χρόνο ὅμως κατόρθωσαν οἱ Ἀθωνίτες μοναχοὶ νὰ ἐπανορθώσουν τὴν ἀδικία καὶ νὰ λάβουν νέο διορθωτικὸ σιγίλλιο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ποὺ ἀκύρωνε τὰ προηγούμενα ποὺ ἀποσπάστηκαν «κατὰ πανουργίαν».

Ἡ ἱστορία ἔχει διασώσει δύο μεγάλα ὀνόματα τοῦ πρώϊμου μοναχικοῦ βίου στὸν Ἄθω. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης καὶ ὁ δεύτερος ὁ Εὐθύμιος Θεσσαλονίκης. Βιογραφία τοῦ Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη ἔγραψαν ὁ Νικόλαος Σιναΐτης καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Πέτρου μαθαίνουμε ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα μοναστήρια ποὺ μνημονεύσαμε, ὑπῆρχε καὶ ἡ Μονὴ Κλήμεντος, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τουλάχιστον τοῦ 9ου αἰῶνα. Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἦταν στρατιωτικὸς καὶ ὑπηρετοῦσε στὰ αὐτοκρατορικὰ τάγματα τῶν Σχολαρίων. Αἰχμαλωτίστηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ ὁδηγήθηκε στὸ φρούριο τῆς Σαμάρας, στὴ Μεσοποταμία, ἀπὸ ὅπου ὕστερα ἀπὸ περιπέτειες κατόρθωσε νὰ ἐλευθερωθεῖ. Μοναχὸς ἐκάρη στὴ Ῥώμη, ἀλλὰ γρήγορα κατέφυγε σὲ ἀπροσπέλαστες τοποθεσίες τοῦ Ἄθω, ὅπου ἐμόνασε 53 χρόνια ἔχοντας γιὰ τροφὴ ἄγρια χόρτα, χωρὶς νὰ συναντήσει ἄνθρωπο μέχρι λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἡ δεύτερη φυσιογνωμία τοῦ ἀθωνίτικου ἀσκητισμοῦ εἶναι ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος «ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ», ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἄγκυρας (γεννήθηκε τὸ 823). Ὅταν καταστράφηκε ἡ μονὴ τῆς ἀσκήσεως τοῦ στὸν Ὄλυμπο τῆς Μυσίας, στὰ χρόνια τοῦ Σχίσματος, κατέφυγε στὸν Ἄθω (859). Ἐκεῖ ἔζησε τρία χρόνια ὡς ἐρημίτης μέχρι τὸ 862, ὁπότε τὸν βλέπουμε νὰ ἱδρύει λαῦρα. Οἱ πειρατικὲς ἐπιδρομὲς ὅμως τῶν Σαρακηνῶν, ποὺ εἶχαν ὁρμητήριο τὴν Κρήτη, ἦταν μιὰ φοβερὴ μάστιγα γιὰ τοὺς ἀσκητές, ποὺ ἀναγκάζονταν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω καὶ νὰ καταφύγουν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Χαλκιδικῆς, στὴ Βρασταμοῦ. Ἐκεῖ ὁ Εὐθύμιος ἵδρυσε μιὰ καινούργια λαῦρα. Ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Εὐθυμίου ἦταν καὶ ὁ Ἰωάννης Κολοβός, ποὺ εἴδαμε ὅτι ἵδρυσε τὴ λαῦρα κοντὰ στὴν Ἱερισσό, στὴ διώρυγα τοῦ Ξέρξη (869-873). Ἡ παράδοση θεωρεῖ ὅτι καὶ ἡ ἐρειπωμένη σήμερα Μονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τῆς Μονῆς Χελανδαρίου, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ΒΑ τοῦ Ἀρσανᾶ, πλάϊ στὸ νεκροταφεῖο τῆς ἀρχαίας Χρυσῆς, ἀνιδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, ἕναν ἄλλο μαθητὴ τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου, ἐπίσης τὸν 9ο αἰῶνα.

Σὲ σιγίλλιο τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ βλέπουμε ὅτι ἡ ἕδρα τοῦ Πρώτου, ἡ «Καθέδρα τῶν Γερόντων», κοντὰ στὴ διώρυγα τοῦ Ξέρξη, ὀνομάζεται ἤδη τὸ 911 «Παλαιά». Εἶχε συνεπῶς μεταφερθεῖ στὴ νέα τῆς θέση, στὸ κέντρο τῆς χερσονήσου, στὴ «Μέση», ὅπως ὀνόμαζαν τότε τὶς Καρυές. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνα ὁ μοναχισμὸς εἶχε ἀπλωθεῖ σὲ ὅλο τὸν Ἄθω καὶ δὲν ἐξυπηρετοῦσε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητὲς ἡ παλιὰ θέση τοῦ Πρώτου στὴ διώρυγα, κοντὰ στὴν Ἱερισσό, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ἀρχικὰ τὰ ἐκεῖ γύρω συγκεντρωμένα παλαιὰ κοινόβια. Στὴ Μέση κατοικοῦσε ἀρχικὰ μόνον ὁ Πρῶτος, ποὺ τὸν ἐξέλεγαν οἱ μοναχοὶ ὅλων τῶν μοναστηριῶν, καὶ αὐτὸς διοικοῦσε πνευματικὰ τὸν τόπο. Τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο [τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου], συνέρχονταν ἐκεῖ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν μοναστηριῶν στὴν ἐκκλησία τῆς καθέδρας τοῦ Πρώτου, τὸ περίφημο «Πρωτάτον». Ὁ Πρῶτος τοῦ Ὄρους εἶχε ἐξουσία ἐκκλησιαστικὴ καὶ δικαίωμα νὰ φοράει πολυσταύριο φελόνι, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς. Εἶχε δικαίωμα ἐπίσης νὰ μετέχει στὶς συνόδους καὶ τὶς συνελεύσεις τῶν πατριαρχῶν, νὰ χειροτονεῖ ὑποδιακόνους καὶ ἀναγνῶστες καὶ νὰ ἀποκαθιστᾶ ἡγουμένους καὶ πνευματικοὺς στὰ μοναστήρια τοῦ Ὄρους.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης καὶ ἡ Ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων

Ἀναμφισβήτητα ὁ πραγματικὸς διοργανωτὴς τῶν μοναστικῶν κοινοβίων στὸν Ἄθω ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος. Μὲ μελανὰ χρώματα περιγράφεται στὸν βίο του ἡ κατάσταση τῶν ἀσκητῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ ὅσιος. Δὲν ἀσχολοῦνταν οἱ μοναχοὶ μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς, οὖτε εἶχαν ἀχθοφόρα ζῶα ἀλλὰ «καλύβας ἐκ μικρῶν πηξάμενοι ξύλων καὶ ὀροφὴν αὐταῖς ἐκ χόρτων συμφορηθεῖσαν ἐπισχεδιάσαντες…». Μοναδικὴ τροφὴ τῶν ἀσκητῶν ἦταν οἱ ἄγριοι καρποὶ τῶν δέντρων. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως πίστευε ὅτι μέσα στοὺς διαρκεῖς κινδύνους ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πειρατὲς τοῦ Χάνδακα καὶ τὴν ἀνασφάλεια, ποὺ αἰσθάνονταν οἱ ἀναχωρητὲς στοὺς ὑποτυπώδεις οἰκισμούς τους μέσα σὲ ψαθοκαλύβες, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μεθοδευτεῖ ἡ σκληρὴ συστηματικὴ ἄσκηση τῶν κοινοβίων τῆς Ἀνατολῆς, τὴν ὁποία εἶχε ὁ ἴδιος διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα Μιχαὴλ Μαλέϊνο στὸ ὄρος τοῦ Κυμινᾶ τῆς Βιθυνίας.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, κατὰ κόσμον Ἀβραάμιος, γεννήθηκε στὴν Τραπεζοῦντα ἀπὸ εὔπορους γονεῖς. Ὅταν γεννήθηκε εἶχε πεθάνει ὁ πατέρας του καὶ γρήγορα ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἡ μητέρα του. Τὴν ἀνατροφή του ἀνέλαβε μιὰ συγγενὴς τῆς μητέρας του. Ὁ Ἀβραάμιος προοριζόταν γιὰ τὸ διδασκαλικὸ στάδιο. Ὅταν ὅμως, σὲ μιὰ ἐπίσκεψή του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Βυζαντινὸς στρατηγὸς Ζεφινεζὲρ τὸν παρουσίασε στὸν φημισμένο γιὰ τὶς ἀρετές του ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Κυμινᾶ Μιχαὴλ Μαλέϊνο, ὁ Ἀβραάμιος αἰσθάνθηκε πὼς ὁ προορισμός του ἦταν ἄλλος. Τότε συναντήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ καὶ μὲ τὸν ἀνιψιὸ τοῦ Μιχαήλ, τὸν στρατηγὸ τῶν Ἀνατολικῶν Νικηφόρο Φωκᾶ. Ὁ Μιχαὴλ Μαλέϊνος εἶχε γεννηθεῖ τὸ 894 καὶ εἶχε καρεῖ μοναχὸς τὸ 912. Τὴ Μονὴ τοῦ Κυμινᾶ, στὰ βουνὰ τῆς Βιθυνίας, εἶχε ἱδρύσει τὸ 925. Ὁ Ἀβραάμιος ἀκολούθησε τὸν Μιχαὴλ Μαλέϊνο στὸ ὄρος τοῦ Κυμινᾶ, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Μέσα στὰ τέσσερα χρόνια τῆς παραμονῆς τοῦ στὰ βουνὰ τῆς Βιθυνίας φθάνει στὴν κορυφὴ τῆς μοναχικῆς ἄσκησης «πρὸς τὸ μέγα τῆς ἡσυχίας στάδιον» καὶ καταφεύγει τελικὰ «ἐν ἰδιάζοντί τινι καὶ ἡσυχαστικῷ τόπῳ», ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ Κυκλησῆ. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπισκέπτεται τὸν θεῖό του Μιχαὴλ ὁ στρατηγὸς τῶν Ἀνατολικῶν Νικηφόρος Φωκᾶς, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του μάγιστρο Λέοντα, ποὺ ἀργότερα ἔλαβε τὸν τίτλο τοῦ «κουροπαλάτη». Η ὁμολογία τοῦ Μιχαὴλ Μαλέϊνου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἔδωσε στὸν Ἀθανάσιο «τὴν τῆς χάριτος διαδοχήν», ἔχει προκαλέσει διαταραχὴ ἀνάμεσα στοὺς μοναχούς, στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του.

Ὁ Ἀθανάσιος φεύγει γιὰ τὸ Ὄρος, ὅπου ἀσκητεύει ἄγνωστος καὶ μόνος. Ἐκεῖ πληροφορεῖται ὅτι ὁ μάγιστρος Λέων ἔχει λάβει τὸν τίτλο τοῦ «Μαγίστρου τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως». Φοβᾶται μήπως ἀποκαλυφθεῖ, γι᾽ αὖτο ἀλλάζει ὄνομα ἀπὸ Ἀθανάσιος σὲ Βαρνάβας καὶ πηγαίνει νὰ κρυφτεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Ζυγοῦ, κοντὰ σὲ γέροντα ἀσκητή, προσποιούμενος τὸν ἀγράμματο δόκιμο. Ὁ Νικηφορος Φωκᾶς, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔχει πάρει «τὴν ἀρχὴν ἁπάσης Ἀνατολῆς», προσπαθεῖ νὰ ἀνακαλύψει τὸν Ἀθανάσιο. Ὑποπτεύεται ὅτι κρύβεται στὸν Ἄθω καὶ γράφει στὸν «Κριτὴ τοῦ Θέματος τῆς Θεσσαλονίκης». Αὐτός, μὲ τὴ σειρά του, ἀπευθύνεται στὸν Πρῶτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Στέφανο, ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ περιπέτειες, ἀνακαλύπτει τὸν Ἀθανάσιο-Βαρνάβα κατὰ τὴν ἐτήσια σύναξη στὸ Πρωτάτο.

Ὁ μάγιστρος Λέων Φωκᾶς, μετὰ τὴ νίκη του ἐναντίον τῶν Σκυθῶν νομάδων (Οὔγγρων), τὸ 958/959, πηγαίνει στὸν Ἄθω γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Ἀθανάσιο. Οἱ Ἀθωνίτες, ποὺ ἔχουν πληροφορηθεῖ πιὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἀθανασίου, ἀρχίζουν νὰ συγκεντρώνονται γύρω του. Ὁ Ἀθανάσιος καταφεύγει στὴν ἄκρη τοῦ Ἄθω, στὸ ἀκρωτήριο Μελανᾶ. Δὲν ἔχει περάσει ἕνας χρόνος καὶ φθάνει μήνυμα τοῦ στρατηγοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπου εἶχε ἐκστρατεύσει γιὰ νὰ καταστρέψει τὸ ὁρμητήριο τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν. Οἱ Ἀθωνίτες συμβουλεύουν ἔντονα τὸν Ἀθανάσιο νὰ βοηθήσει τὸν Νικηφόρο Φωκᾶ καὶ νὰ φροντίσει γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων συνασκητῶν τους. Ὅταν φθάνει στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος, οἱ Σαρακηνοὶ ἔχουν στὸ μεταξὺ νικηθεῖ ἀπὸ τὸν ἔνδοξο στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκᾶ. Κατὰ τὸ ἐτήσιο διάστημα τῆς παραμονῆς του στὸ νησί, ὁ Νικηφόρος ἐπαναλαμβάνει στὸν Ἀθανάσιο τὴν ἐπιθυμία του νὰ μονάσει, καὶ τὸ παραχωρεῖ κάθε διευκόλυνση γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα κατάλληλο πρὸς τῆς μοναχικές του πεποιθήσεις κοινόβιο.

Ὁ Ἀθανάσιος ἀρχίζει μὲ μεγάλους κόπους τὴν ἀνίδρυση τοῦ μοναστηρίου τῆς Λαύρας, τοῦ τόπου τῆς μετάνοιας τοῦ Νικηφόρου, τὸ 961, τὸν χρόνο ποὺ κοιμήθηκε ὁ πνευματικὸς τοῦ πατέρας, ὁ μεγάλος ἀσκητὴς Μιχαὴλ Μαλέϊνος. Στὶς 16 Αὐγούστου 963 ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς στέφεται αὐτοκράτορας. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαταλείπει τὴν ἀνίδρυση τῆς Λαύρας καὶ φεύγει γιὰ τὴν Κύπρο. Οἱ ἱκεσίες τοῦ αὐτοκράτορα, ἡ ἀνανέωση τῆς ὁμολογίας του γιὰ τὴν ἀμετάθετη ἀπόφασή του νὰ μονάσει καὶ μιὰ γενναία οἰκονομικὴ βοήθεια τὸν πείθουν νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του. Χτίζει λοιπὸν γύρω ἀπὸ τὸ καθολικὸ κελιά, μαγειρεῖο, τράπεζα, νοσοκομεῖα, ξενῶνες, ὑδραγωγεῖο, μύλο. Ἀπὸ παντοῦ ἔρχονται μοναχοὶ γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὴ μεγάλη μονὴ ποὺ χτίζει ὁ Ἀθανάσιος, μὲ ἐπιχορήγηση τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι αὔριο συμμοναστής τους. Στὸ τυπικὸ τῆς ἀνίδρυσης τῆς Λαύρας ὁ Ἀθανάσιος περιγράφει τοὺς ἀγῶνες του γιὰ νὰ ἐξημερώσει τὸν ἄγριο τόπο· «ὅσους δὲ κόπους καὶ συντριβᾶς πεπόνθαμεν καὶ πειρασμοὺς καὶ ταλαιπωρίας ὑπομεμενήκαμεν καὶ δόσεις ἐξόδων καταβεβλήμεθα εἰς τὲ λατομίας καὶ κατορύξεις καὶ χωμάτων καὶ λίθων ἐκφόρησιν καὶ φυτῶν καὶ θάμνων καὶ δένδρων ἐκτομὴν καὶ ἔκσπασιν, πρὸς τὸ δείμασθαι τὸν ἅγιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ναοῦ, τὴν τὲ τῆς Λαύρας ἅπασαν κατασκήνωσιν…».

Ὁ θάνατος τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ (11.12.969) δίνει τὴν εὐκαιρία στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἀθανασίου, ποὺ σκανδαλίστηκαν ἀπὸ τὴν οἰκοδομική του δραστηριότητα, νὰ τὸν κατηγορήσουν στὸν νέο αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ πὼς ἀλλοιώνει τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὄρους· «οἰκοδομὰς γὰρ ἀνήγειρε πολυτελεῖς καὶ πύργους καὶ λιμένας ἐνήργησεν, ἐπιῤῥοὰς τὲ ὑδάτων κατήγαγε καὶ ζεύγη βοῶν ὠνήσατο καὶ εἰς κόσμον ἤδη τὸ Ὄρος μετεποίησεν, ἀγροὺς καὶ καρποὺς γεννήματος ἐποίησεν… ὅτι τὲ τοὺς ἀρχαίους νόμους παρακινεῖ καὶ μεταποιεῖται τὰ παλαιὰ ἔθη καὶ ὅρους». Καὶ μόνο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς κατηγορίας διαβλέπει κανεὶς τὶς τάσεις ποὺ ὑπῆρχαν πάντα στὸ Ὄρος. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ ἀνοργάνωτος ἀσκητισμός, ὁ ἀναχωρητισμός, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν περίφημο Παῦλο τὸν Ξηροποταμηνό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ προϋποθέσεις γιὰ ἕνα ὀργανωμένο καὶ πειθαρχημένο κοινοβιακὸ σύστημα.

Ὁ αὐτοκράτορας στέλνει στὸ Ὄρος τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στουδίου Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος συγκεντρώνει στὸν ναὸ τοῦ Πρωτάτου τοὺς ἡγούμενους καὶ βάζει τὶς βάσεις ἑνὸς νέου τυπικοῦ (971 ἢ 972) ποὺ κυρώθηκε μὲ αὐτοκρατορικὸ χρυσόβουλλο, τοῦ περίφημου Τράγου. Ἡ περγαμηνὴ αὐτή, ποὺ ἔχει κατασκευαστεῖ ἀπὸ δέρμα τράγου καὶ φυλάσσεται στὰ ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στὶς Καρυές εἶναι τὸ παλαιότερο ἔγγραφο ποὺ σώζεται μὲ αὐτοκρατορικὴ ὑπογραφή. Ὁ Ἀθανάσιος στηρίχθηκε στοὺς κανόνες τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη καὶ συνέταξε τὸ τυπικὸ τῆς Λαύρας, ποὺ ὑπῆρξε κατόπιν τὸ ὑπόδειγμα τῆς διοργανώσεως καὶ τῶν ἄλλων μονῶν («τοῦ ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου, ἡγουμένου τοῦ Στουδίου». Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος συμπλήρωσε τὸ «τυπικόν» μὲ τὴ «διατύπωσιν» καὶ τὴν «ὑποτύπωσιν», ὅπου καθορίζονται οἱ λειτουργίες, τὰ γεύματα καὶ κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας τοῦ κοινοβίου.

Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς εἶχε προικίσει τὴ Μονὴ τῆς Λαύρας μὲ μέρος ἀπὸ τὶς κρατικὲς προσόδους καὶ τῆς εἶχε δωρήσει πολλὰ μετόχια, ἅγια λείψανα καὶ ἔργα τέχνης. Μετὰ τὴ δολοφονία ὅμως τοῦ αὐτοκράτορα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκή, ὁ Ἀθανάσιος δὲν θέλησε πιὰ νὰ ξαναπάει στὴν Κωνσταντινούπολη, μπόρεσε ὅμως νὰ ἐξασφαλίσει προστασία γιὰ τὴ Λαῦρα του, στέλνοντας τὸν μαθητή του Ἰωάννη τὸν Ἴβηρα στὸν πατριώτη τοῦ νέο αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκή. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ διπλασιάσει τὰ εἰσοδήματα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ νὰ ἀποκτήσει ἀργότερα πολλὰ κτήματα στὴ Χαλκιδικὴ καὶ στὸν Ἄθω ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β´ τὸν Βουλγαροκτόνο. Τὰ κτήματα τῆς μονῆς πολλαπλασιάστηκαν κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες εἴτε μὲ αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλλα, εἴτε μὲ ἀφιερωτήρια ἰδιωτῶν.

Ἡ ἵδρυση καὶ λειτουργία τῆς Λαύρας ἀποτελεῖ σταθμό, γιατί ἀπὸ τότε τὰ ψαθοκάλυβα τῶν ἀναχωρητῶν ἀντικαθιστοῦν οἱ «εὐκτήριοι οἶκοι». Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἐπέβλεπε προσωπικὰ κάθε λεπτομέρεια ὀργανωτικὴ τῆς μονῆς καὶ παρακολουθοῦσε κάθε οἰκοδομικὴ δραστηριότητα. Ἡ ὑπερβολικὴ κόπωση ὑπῆρξε μοιραία γιὰ τὴ ζωή του. Ἀνεβασμένος «ἐπὶ τῆς τεκτονικῆς κλίμακος» γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν πρόοδο τῶν ἐργασιῶν ἀνοικοδομήσεως τοῦ καθολικοῦ, ἔπεσε μαζὶ μὲ τοὺς μαΐστορες καὶ «ἐκοιμήθη» στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ 1000 ἢ 1001.

Ἰδρυτὴς τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων ἦταν ὁ Ἰωάννης Τορνίκιος, μαθητὴς τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, καὶ ὁ γιός του Εὐθύμιος. Αὐτὸν τὸν ἀναχωρητὴ τοῦ Ἄθω, ποὺ ἐμόναζε κοντὰ στὴ Λαῦρα τοῦ Ἀθανασίου, παλαιὸ στρατηγό, χρησιμοποιεῖ ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β´ σὲ στιγμὲς μεγάλης ἀγωνίας ὡς ἀπεσταλμένο του γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Ἰβηρίας Δαβίδ. Πραγματικά, ὁ Τορνίκιος κατορθώνει νὰ πείσει τὸν βασιλιὰ τῆς Ἰβηρίας καὶ ἐπιστρέφει μὲ ἕνα ἰσχυρὸ ἱππικό, ποὺ κρίνει ἀποφασιστικὰ τὴν τύχη τῆς βασιλείας του κατὰ τὴν περίφημη μάχη τῆς Παγκάλειας, κοντὰ στὸ Ἀμόριο τῆς Φρυγίας. Στὶς 24 Μαΐου τοῦ 979 κατανικήθηκε ὁ φοβερὸς ἐπαναστάτης Βάρδας Σκληρός, καὶ ὁ Ἰωάννης Τορνίκιος, ὡς ἐπινίκια γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ συμβολή του, δέχθηκε πλούσια δῶρα ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ στρατοπέδου τοῦ Σκληροῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β´ ὅμως θέλησε νὰ βοηθήσει ἀκόμη πιὸ πλουσιοπάροχα τὸν πιστό του Ἴβηρα στρατηγό, τὸν μαθητὴ τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, καὶ τοῦ παραχώρησε τὸν ἑπόμενο χρόνο, τὸ 980, μὲ χρυσόβουλλο, τὴν παλαιὰ Μονὴ Λεοντίου [τὴ μετέπειτα Προδρόμου] στὴ Θεσσαλονίκη, τὴ Μονὴ Ἰωάννη Κολοβοῦ, κοντὰ στὴν Ἱερισσὸ καὶ τὴν παλαιὰ Λαῦρα τοῦ Κλήμεντος, στὸν Ἄθω. Ἀκριβῶς στὴ Λαῦρα τοῦ Κλήμεντος ἔχτισε ὁ Ἰωάννης τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἰβήρων κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα ὁσίου Ἀθανασίου, ποὺ μὲ τὶς παροχὲς τοῦ προστάτη του, ἀείμνηστου αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ ἀνίδρυσε τὴ δική του Λαῦρα. Στὴ Μονὴ τῶν Ἰβήρων μετὰ τὸν θάνατό του ἡγούμενος ἐκλέχθηκε ὁ γιός του Εὐθύμιος, τὸν ὁποῖο στὴ συνέχεια διαδέχθηκε ὁ ἀνιψιός του Γεώργιος Βαραζβασδέ. Ἡ βοήθεια τοῦ στρατηγοῦ-μοναχοῦ Ἰωάννη Τορνίκιου ἦταν ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ νίκη τοῦ Βασιλείου ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ Βάρδα Σκληροῦ. Ἡ νίκη αὐτὴ οὐσιαστικὰ ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸν Βασίλειο Β´ νὰ στραφεῖ ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἀποστάτη, τοῦ Σαμουήλ, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε ἐπεκτείνει ὑπερβολικὰ τὰ ὅρια τοῦ πρόσκαιρου βασιλείου του ἀπειλώντας καὶ αὐτὴ τὴ Βασιλεύουσα. Ὁ ἀγώνας τοῦ Βασιλείου ὑπῆρξε σκληρότατος καὶ μακροχρόνιος. Μοναχός, ὕστερα ἀπὸ 30 χρόνια συνεχὼν πολέμων, κατόρθωσε νὰ καταστείλει τὴ φοβερὴ ἀνταρσία τῶν Βλάχων καὶ νὰ κατανικήσει τὸν Σαμουήλ, ἐπιβάλλοντας σκληρὲς τιμωρίες στοὺς ἐπαναστάτες, ποὺ τοῦ ἔδωσαν στὴν ἱστορία τὸ ἐπίθετο «Βουλγαροκτόνος». Ἔτσι, σὲ δύο μεγάλες νίκες τῶν αὐτοκρατόρων τοῦ Βυζαντίου ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ κράτους, τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Βασιλείου Β´ ἐναντίον τοῦ Βάρδα Σκληροῦ, ὀφείλεται ἡ ἀνίδρυση δύο ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων.

[Ν.Κ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἀρχεῖο ΠΑΠΥΡΟΣ]