Τὸ ἁγίασμα τοῦ προφήτη Ἠλία βρίσκεται ἐπάνω σὲ μαγευτικὴ τοποθεσία. Ὡραία λόγια ἔγραψε γιὰ τὸ γραφικὸ αὐτὸ τοπίο ὁ ἡμέτερος Σκ. Βυζάντιος. Στὶς μέρες του, ἐπειδὴ ὁ παραλιακὸς δρόμος ἦταν ἀνώμαλος, τὸ μόνο μέρος περιπάτου, καθὼς λέγει, ἦταν ἡ κορυφὴ τοῦ προφήτη Ἠλία. Καὶ πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν ὁ Ἀλέξανδρος Timon (1844) γράφει “Τὸ κυριότερον ἁγίασμα τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ εἶναι τὸ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ τοποθεσία θελκτικὴ ὅπου συγκεντρώνονται κατὰ τὰς ἑορτάσιμους ἡμέρας, αἱ Ἑλληνίδες, αἱ ὁποῖαι, ἀγωνiζονται ἀναμεταξύ των ὡς πρὸς τὴν χάριν καὶ τὴν προσήνεια”.
Τὸ ἁγίασμα τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶναι ἀρχαῖο καὶ πιθανότατα βυζαντινό. Μαρτυρίες τοῦ δέκατου ὀγδόου αἰώνα παρουσιάζουν αὐτὸ ὡς ἐξαρχία πατριαρχική. Ἦταν δηλ. ἁγίασμα προσοδοφόρο τοῦ ὁποίου τὰ ἔσοδα ἐνέμετο ἢ τὸ πατριαρχεῖο ἢ κάποιος ὀφικιάλιος τοῦ πατριαρχείου τοῦ ὁποῖο τὸ ὀφίκιο ἦταν συνδεδεμένο μὲ τέτοιου εἴδους εἰσοδήματα.
Τὸ πανηγύρι τοῦ Προφήτη Ἠλία συγκέντρωνε μέχρι πρὸ 50 ἀκόμη ἐτῶν μεγάλα πλήθη προσκυνητῶν. Προσέρχονταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ ἀπὸ τὰ γύρω προάστια, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ χωριὰ μακρινά, ὅπως ὁ Μπουγιοὺκ Τσεκμετζές, ἡ Τσατάλτζα, τὸ Μπακάλκιογι καὶ ἄλλα. Τοὺς πανηγυρισμοὺς αὐτοὺς εἶχε ζήσει καὶ ὁ μακαρίτης διάκο-Μάρκος. καθὼς διηγοῦνταν ὁ ἴδιος. Οἱ εἰσπράξεις τῆς πυνηγύρεως ἀπὸ τὸ 1793 μέχρι τὸ 1800 κυμαίνονταν μεταξὺ 500 καὶ χιλίων γροσίων ἐτησίως. Το1794 ἔφθασαν τὰ 716 γρ. καὶ 72 ἄσπρα.
Τὰ ἔξοδα τοῦ πανηγυριοῦ αὐτοῦ ὑπερέβαιναν κατὰ πολὺ τῶν ἐξόδων τῶν ἄλλων. Ἐνῷ π.χ. γιὰ τὴν ἀγορὰ ἄρτων κατὰ τὴν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Κυριακῆς τὸ 1800 δαπανήθηκε 1 γρ. , κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Ταξιαρχῶν Ι5 γρ. καὶ 60 ἄσπρα, κατὰ τὴν πανήγυρη τοῦ Προφήτη Ἠλία γρ. 61 καὶ 114 ἄσπρα.
Τὸ πανηγύρι αὐτὸ τῆς 20ης Ἰουλίου προσλάμβανε χαρακτῆρα πομπώδη καὶ θορυβώδη καὶ κατὰ δεύτερο λόγο θρησκευτικό. Διαρκοῦσε ἀρκετὲς μέρες πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἑορτή. Ἀδιάκοπη σειρὰ βωδαμαξῶν διέσχιζαν τοὺς ἀνώμαλους δρόμους μέχρι τῆς παραμονῆς. Ἡ κατάσταση αὐτὴ διατηρήθηκε ἐν μέρει μέχρι τὸ θέρος τοῦ 1922.
Τόση ἦταν ἡ κοσμοπλημμύρα κατὰ τὸ πανηγύρι τοῦ προφήτη Ἠλία, ὥστε ἐν καιρῷ ἐπιδημίας, ὅπως λ.χ. κατὰ τὴν τρομερὴ πανώλη τοῦ 1812 ἀπαγορεύθηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ἡ τέλεσή του.
Τὸ ἁγίασμα τοῦ Προφήτη Ἠλία στὰ πατριαρχικὰ γράμματα, ὀνομάζεται ἁπλὰ Ἁγίασμα. Ἡ διανομὴ πρόσφορων ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ ἡ κατὰ τὸ 1800 ἀναγραφόμενη πληροφορία περὶ σύναξης χρημάτων, ἀπὸ σύναξη δίσκων ἐλαίου, βοηθείας καὶ χρέους ἀπὸ πώληση κεριῶν στὸ ἁγίασμα καὶ στὴν ἐκκλησία, μᾶς πείθει ὅτι ὑπῆρχε ἀνέκαθεν καὶ ναός. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ ὑπάρχει ναὸς ἡ ναΐσκος στὸ μέρος ποὺ προσελκοῦσε ἀπὸ τόσα μέρη πολλοὺς προσκυνητὲς πρὸ πάντων κατὰ τὴν πανήγυρη. Ἡ ὀνομασία πάντως ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν “Ἁγίασμα τοῦ Προφήτη Ἠλία” ἢ ἁπλὰ “ὁ Προφήτης Ἠλίας”. Κατὰ τὸ 1862 ἀναφέρεται μόνον ὡς ἁγίασμα.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἐπὶ βυζαντινῶν δὲν ὑπῆρχε παρεκκλήσι πάνω ἐκεῖ. Σὲ παρόμοιες κορυφές, ὅπως καὶ σήμερα, συνήθως ἱδρύονταν ναΐσκοι στὸ ὄνομα τοῦ προφήτη Ἠλία ἢ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Μετὰ τὴν μεγάλη χολέρα τοῦ 1865, ὁπότε μεταφέρθηκε τὸ κοινοτικὸ νεκροταφεῖο στοὺς ἀγροὺς γύρω ἀπὸ τὸ ἁγίασμα, κτίσθηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1871 ἀπὸ τὸν ἀρχιτέκτονα Πασχάλη τὸ σημερινὸ παρεκκλήσι, καὶ ὅπου τοποθετεῖται, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς πανήγυρης, παλαιὰ εἰκόνα τοῦ προφήτη ἡ ὁποία φυλάσσεται καθ᾽ ὅλο τὸ ὑπόλοιπο χρονικὸ διάστημα στὸν κεντρικὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν. Μέχρι τὸ 1922 ἡ εἰκόνα μὲ πανηγυρικὴ πομπή, τὴν ὁποία ἀκολουθοῦσε ἀρκετὸ πλῆθος χωριανῶν, μεταφέρονταν ἀπὸ τὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στὸ παρεκκλήσι τοῦ βουνοῦ μὲ ἐξαπτέρυγα τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσαν ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ διάκονοι.
Καὶ κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες τὸ ἁγίασμα καὶ τὸ παρεκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἠλία ἀποτελοῦσε ἕνα ἀρκετὰ καλὸ πόρο γιὰ τὴν κοινότητα. Ἡ πανήγυρης ἀπέφερε ἀρκετὰ χρήματα, τὸ δὲ παρεκκλήσι μὲ τὰ σαββατιανὰ μνημόσυνα αὔξανε κατὰ πολὺ τὰ ἔσοδα τῆς κοινότητας.
Μητροπολίτης Ἠλιουπόλεως Γεννάδιος