Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους

Τοποθεσία καὶ ἵδρυση

Βρίσκεται στὴ νοτιοανατολικὴ πλευρὰ τοῦ Ἄθω, σὲ ὑψόμετρο 160μ. καὶ σὲ σχετικὰ μικρὴ ἀποστάση ἀπὸ τὴν παραλία. Ἡ ἵδρυση τῆς μονῆς ἀνάγεται στὸ ἔτος 963, ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη καὶ συνδέεται μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ ὀργανωμένου μοναχικοῦ βίου στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴ θέση τῆς σημερινῆς μονῆς ὑπῆρχε μιὰ ἀπό τὶς ἀρχαῖες πόλεις τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, ἴσως ἡ πόλη Ἀκρόθωοι.

Ἡ ἱστορία τῆς Λαύρας εἶναι ἡ πληρέστερη τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γιατὶ τὸ ἱστορικὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς διατηρεῖται ἀκόμη καὶ σήμερα σχεδὸν ἀκέραιο.

Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Λαύρας Ἀθανάσιος ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν κτηρίων τὸ ἔτος 963, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ φίλου του Αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ χρηματοδοτοῦσε τὸ ἔργο. Ἀλλὰ ὁ ξαφνικὸς θάνατός του ματαίωσε τὰ σχέδιά του αὐτά. Ἀργότερα μιὰ νέα αὐτοκρατορικὴ χορηγία, ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Νικηφόρου τὸν Ἰωάννη Τσιμισκῆ, ἐπέτρεψε στὸν Ἀθανάσιο νὰ συνεχίσῃ καὶ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὶς ἐργασίες. Οἱ μετέπειτα αὐτοκράτορες παραχώρησαν ἐπίσης στὴ Μονὴ πλούσια μετόχια, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ νησὶ τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου (τῶν Νέων) καὶ τὴ Μονὴ Ἁγίου Ἀνδρέα τῶν Περιστερῶν στὴ Θεσ/νίκη. Τοιουτοτρόπως ἐπῆλθε αὔξησις τῶν μοναχῶν ἀπὸ 80 σὲ 120.

Ἀνάμεσα στὶς προσωπικότητες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ ζωὴ τῆς Λαύρας εἶναι καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἴβηρας, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἵδρυσε τὴν Μονὴ τῶν Ἰβήρων.

Οἱ ἐργασίες τῆς ἀνοικοδομήσεως, σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου (11ος αἰώνας), ἄρχισαν ἀπὸ τὸν ὀχυρωματικὸ περίβολο συνεχίστηκαν στὸ καθολικὸ καὶ στὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν, μιὰ τακτικὴ ποὺ φαίνεται ἀναγκαία, ἂν ὑπολογίσει κανεὶς τοὺς κινδύνους ποὺ ἀπειλοῦσαν τότε τὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου (ἴσως λίγο μετὰ τὸ 1000), ἡ μονὴ συνέχισε κανονικὰ τὴν ἱστορική της πορεία. Οἱ αὐτοκράτορες εὐνοοῦσαν τὴν ἀνάπτυξή της, καὶ τὸν 11ο αἰώνα ἀριθμοῦσε 700 μοναχούς, ἐνῶ τῆς εἶχαν στὸ μεταξὺ παραχωρηθεῖ μικρότερες μονές, ὅπως τοῦ Μονοξυλίτου, τῶν Βουλευτηρίων, τῶν Ἀμαλφινῶν κ.λπ. Τὸν 14ο αἰώνα ἀκολούθησε τὴ μοίρα τῶν ἄλλων μονῶν καὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν Καταλανῶν καὶ τῶν ἄλλων πειρατῶν. Ἀποτέλεσμα τῆς παρακμῆς, στὴν ὁποία εἶχε τότε περιπέσει, ἦταν νὰ ἐμφανιστῇ ὁ ἰδιόρρυθμος βίος, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας καὶ τῶν αὐτοκρατόρων. Μὲ ἐνέργειες τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου, τὸ 1574, ἡ Μονὴ μετατράπηκε σὲ κοινόβιο, ἀλλὰ ἡ παρακμὴ ἔφερε καὶ πάλι τὸν ἰδιόρρυθμο βίο. Τὸ 1655 ἔγινε μία ἀκόμη προσπάθεια ἐπιστροφῆς στὸ κοινοβιακὸ σύστημα ἀπὸ τὸν πατριάρχη Διονύσιο τὸν Γ´, ὁ ὁποῖος μόνασε σ᾽ αὐτὴ καὶ βοήθησε μὲ τὴ διάθεση τῆς προσωπικῆς του περιουσίας στὴν οἰκονομική της ἀνόρθωση. Σύντομα ὅμως ἐπανῆλθε στὸν ἰδιόρρυθμο βίο καὶ παρέμεινε ἔτσι μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα (1914), ὁπότε ἔγιναν νέες προσπάθειες γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κοινοβίου χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἀργότερα τὸ έτος 1980 οἱ μοναχοὶ ἀποφάσισαν καὶ πάλι νὰ ἀνακηρύξουν τὴ Μονὴ κοινόβιο.

Τὸ καθολικὸ

Τὸ καθολικὸ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν παράδοση, ἔχασε τὴ ζωή του μαζί με ἄλλους 6 τεχνίτες, ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρούλους κατέπεσε κατὰ τὴν κατασκευή του. Χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ τύπου ποὺ ἐφάρμοσε ὁ Ὅσιος στὸν καθολικὸ ναὸ εἶναι οἱ δύο εὐρύχωροι χοροὶ τῶν ψαλτῶν καὶ ἡ λιτὴ γιὰ τὴν ἀνάλογη ἀκολουθία. Ὁ τύπος αὐτὸς καθιερώθηκε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὕστερα ὡς ἁγιορείτικος καὶ στὶς γενικὲς γραμμές του ἀντιγράφηκε στὰ καθολικὰ τῶν ἄλλων μονῶν ποὺ ἱδρύθηκαν στοὺς ἑπομένους αἰῶνες. Ὃ ναὸς τοιχογραφήθηκε τὸ 1535 ἀπὸ τὸν μεγάλο ζωγράφο Θεοφάνη καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα δείγματα ζωγραφικῆς τόσο τοῦ Θεοφάνη, ὅσο καὶ τῆς ἐποχῆς ποὺ σημάδεψε ἡ καλλιτεχνική του δημιουργία.

Τὰ ἔξοδα τῆς τοιχογράφησης ἀνέλαβε ὁ τότε μητροπολίτης Βέροιας Νεόφυτος. Ὁ νάρθηκας ὠστόσο ζωγραφίστηκε μόλις τὸ 1854 μὲ ἔξοδα τοῦ ἀρχιμανδρίτη τῆς Μονῆς Βενιαμίν. Στὰ βόρεια τῆς λιτῆς βρίσκεται τὸ παρεκκλήσι τῶν 40 Μαρτύρων, μέρος τοῦ ὁποίου καταλαμβάνει ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου. Στὰ νότια τῆς λιτῆς βρίσκεται τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοιχογραφημένο ἀπὸ τὸν ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο τὸ 1560.

Ἡ τράπεζα καὶ ἡ φιάλη

Ἡ τράπεζα, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ καθολικοῦ, ἔχει σχῆμα σταυροῦ καὶ εἶναι ἡ μεγαλύτερη σὲ διαστάσεις μέσα στο Ἅγιον Ὄρος. Τὸ ἐσωτερικό της εἶναι κατάγραφο μὲ τοιχογραφίες ποὺ ἀποδίδονται στὸν Θεοφάνη ἢ στὴ Σχολή του καὶ ἔγιναν μὲ ἔξοδα τοῦ μητροπολίτη Σερρῶν Γενναδίου, ὁ ὁποῖος χρηματοδότησε καὶ τὴ στέγασή της, γιατὶ οἱ τροῦλοι ποὺ τὴ σκέπαζαν ὡς τότε εἶχαν πάθει ζημιὲς ἀπὸ τοὺς σεισμούς. Ἡ φιάλη δίπλα στὸ κυπαρίσσι, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση φύτεψε ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, εἶναι κτίσμα τοῦ 11ου αἰώνα. Ὁ θόλος στηρίζεταί σὲ κίονες καὶ τὰ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων κλείνουν θωράκια μὲ γλυπτὲς παραστάσεις. 0ἱ τοιχογραφίες ποὺ καλύπτουν τὸν θόλο ἔγιναν τὸ 1635.

Τὸ ὀχυρωματικὸ τεῖχος τοῦ περιβόλου ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς μέχρι τὴ μέση περίπου τῆς νότιας πτέρυγας διατηρήθηκε, κατὰ τὴν παράδοση, ὅπως ἦταν στὰ χρόνια τοῦ κτίτορα. Τὴ ΝΔ. γωνία τοῦ τείχους καταλαμβάνει ὁ λεγόμενος πύργος τοῦ Τσιμισκῆ, ὁ ὁποῖος ἀνακαινίστηκε, σύμφωνα μὲ μιὰ ἐπιγραφή, τὸ 1688. Ἀξιοσημείωτο γεγονὸς εἶναι ἡ διατήρηση τῶν τάφων τριῶν πατριαρχῶν στῇ Ν. πτέρυγα τῶν κελιῶν: Ἀνθίμου (1628), Διονυσίου (1696) καὶ Ἱερεμία (1735).

Ἡ βιβλιοθήκη καὶ τὸ σκευοφυλάκιο

Ἡ βιβλιοθήκη καὶ τὸ σκευοφυλάκιο στεγάζονται σὲ χωριστὸ κτήριο πίσω ἀπὸ τὸ καθολικό. Ἡ βιβλιοθήκη περιλαμβάνει περισσότερα ἀπὸ 2.000 χειρόγραφα καὶ εἰλητάρια καὶ εἶναι μία ἀπό τὶς πλουσιότερες συλλογὲς τοῦ κόσμου. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ξεχωρίζουν τὰ εἰκονογραφημένα μὲ λαμπρὲς μικρογραφίες, ποὺ καλύπτουν χρονικὰ τὴν τέχνη τῆς δεύτερης χιλιετίας. Στὸ σκευοφυλάκιο σώζονται: χειρόγραφο Εὐαγγέλιο μὲ χρυσὸ κάλυμμα, δῶρο τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ, μίτρες πατριαρχῶν, μεγάλη συλλογὴ ἀμφίων, ὁ λεγόμενος «σάκκος τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ», διάφορα ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, ἐγκόλπια καὶ ὁ περίφημος Κουβαρᾶς, χειρόγραφο μὲ τὰ ὀνόματα τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου μέχρι σήμερα. Ἡ συλλογὴ ἐπίσης τῶν εἰκόνων τῆς Μονῆς εἶναι ἀπὸ τὶς σπάνιες καὶ περιλαμβάνει περισσότερες ἀπὸ 2.500 φορητὲς εἰκόνες, ποὺ καλύπτουν μὲ πολλὰ παραδείγματα τὴν τέχνη σχεδὸν ὁλόκληρης τῆς δεύτερης χιλιετίας.

Παρεκκλήσια

Μέσα στὴ Λαύρα βρίσκονται ἀκόμη τὰ ἑξῆς παρεκκλήσια: τῆς Παναγίας τῆς Κουκουζέλισσας, τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Συννάδων, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου στὸν πύργο τοῦ Τσιμισκῆ κ.ἄ., συνολικὰ 17. Ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ ὑπάρχουν, τέλος, 19 παρεκκλήσια, 5 καθίσματα καὶ 10 κελιὰ στὶς Καρυές.

Ἐξαρτήματα

Ἡ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου

Βρίσκεται σὲ ἀπόστάση 45′ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ ἀκολουθεῖ τὸν κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς. Οἰκοδομήθηκε καὶ ἀναγνωρίστηκε ὡς σκήτη τὸ 1852 στὴ θέση παλαιοτέρου κελιοῦ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἀρχικὰ κατοικοῦνταν ἀπὸ Μολδαβούς, ἀργότερα ἀπὸ Βλαχομολδαβοὺς μοναχοὺς καὶ τέλος ἀπὸ Ῥουμάνους, καὶ ἔτσι παραμένει γνωστὴ μέχρι σήμερα ὡς ἡ Ῥουμανικὴ Σκήτη. 0ἱ μοναχοὶ τῆς σκήτης δεν ξεπερνοὺν τοὺς 10.

Ἡ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων

Βρίσκεται σὲ ἀπόστάση 2 1 /2 ὡρῶν πρὸς τὰ νότια τῆς Μονῆς καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ 40 περίπου καλύβες. Ἀκολουθεῖ τὸν ἰδιόρρυθμο βίο καὶ οἱ πατέρες ἀσχολοῦνται μὲ τὴ μικροτεχνία καὶ τὴν ξυλογλυπτική. Στὴ θέση τῆς σημερινῆς σκήτης κατέφευγαν γιὰ ἄσκηση μοναχοὶ ἤδη ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα, καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τοποθετεῖται ἡ δράση τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε Καυσοκαλυβίτης, γιατὶ στὸν ἀγώνα του κατὰ τῆς ἰδιοκτησίας ἔκαψε τὴν καλύβα του. Ὁ κυριακὸς ναὸς ἱδρύθηκε τὸ 1745 καὶ τοιχογραφήθηκε στὸ τέλος τοῦ 18ου αἰῶνα. Ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ´ φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ κωδωνοστασίου (1897). Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα κειμήλια ξεχωριστὴ θέση ἔχουν οἱ τρεῖς μεγάλες βυζαντινὲς εἰκόνες ποὺ φυλάγονται στὸν κυριακὸ (Θεοτόκος Βρεφοκρατοῦσα, Παντοκράτορας, Ἅγιοι Πάντες). Στὴ βιβλιοθήκη φυλάγονται 50 περίπου χειρόγραφα.

Ἡ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης

Βρίσκεται κοντὰ στὴ Μονὴ Ἁγίου Παύλου καὶ κατοικεῖται ἀπὸ Ἕλληνες μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὸν ἰδιόρυθμο βίο. Τὸ κυριακὸ χτίστηκε τὸ 1752 καὶ τοιχογραφήθηκε λίγο ἀργότερα. Κατὰ τὴν παράδοση, τὰ ὑλικὰ γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ μετέφεραν οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοί, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσουν ζῶο ἡ ἄλλο μεταφορικὸ μέσο, σὲ ἔνδείξη ἰδιαίτερης τιμῆς στὴν Ἁγία Ἄννα, τῆς ὁποίας τὸ ἀριστερὸ πόδι φυλάγεται ἐδῶ καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ προσκυνηματικοῦ ἐνδιαφέροντος.

Ἔρημος

Βρίσκεται ἀνάμεσα στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὰ Καυσοκαλύβια καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, τὰ Καντουνάκια καὶ τὰ Καρούλια. Στοὺς ἀπόμερους αὐτοὺς μοναχικοὺς οἰκισμοὺς ζοῦν οἱ σύγχρονοι ἀσκητές, δοκιμάζοντας στὴ ζωή τους τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς.