Ἐντυπωσιακὴ σὲ μέγεθος, τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική, κτίσμα κομψὸ τοῦ 1830, λιθόκτιστο, μὲ καμπαναριὸ σιδερένιο κι᾽ ἕναν πολὺ ὡραῖο πρόναο, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ποτηρᾶς, ἀνακαινισμένος πρόσφατα (1998) ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Χρ. καὶ Ν. Ἐλματζίογλου, ἀνῆκε παλιὰ στὴν οἰκογένεια τοῦ «λογοθέτου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γεωργίου Ποτηρᾶ».
Ὁ ναὸς βρίσκεται στὸ βάθος ἑνὸς πανέμορφου περιβολιοῦ μὲ σκιερὰ πυκνόφυλλα δέντρα. Ὁ αὐλόγυρος προστατεύεται ἀπὸ μανδρότοιχο μὲ ἰδιαίτερα προσεγμένη τοιχοποιία.
Ὁ Γεδεὼν βεβαιώνει πὼς μνεία περὶ τοῦ ναοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ 1648 δὲν ὑπάρχει, ἐνδέχεται ὡστόσο, γιὰ ἕνα πολὺ μικρὸ διάστημα, νὰ χρησίμευσε ὡς πατριαρχικὸ μέγαρο, ὅταν τὸ Πατριαρχεῖο ἐκδιώχτηκε ἀπὸ τὴν Παμμακάριστο.
Τὸ προσωνύμιο «Ἀντιφωνητής» συνδέεται μὲ μιὰ πολὺ ὡραία παράδοση, πρόκειται ὅμως περὶ τοῦ «Χριστοῦ Ἀντιφωνητοῦ».
Ἦταν, λένε, στὰ χρόνια τὰ παλιὰ κάποιος τοκογλύφος ποὺ ὑποστήριζε πὼς ἕνας ἄλλος χριστιανὸς τοῦ χρωστοῦσε χρήματα, κι᾽ ἐκεῖνος μάταια, προσπαθοῦσε νὰ ἀποδείξῃ τὸ ἀντίθετο. Στὸ τέλος, ἀπελπισμένος, «πᾶμε», τοῦ εἶπε, «μπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἂν τὸ βαστᾶ ἡ καρδιά σου, νὰ πεῖς ἐκεῖ αὐτὰ τὰ ψέματα». Ἐκεῖνος πῆγε, μὰ ὅταν τὸν ἄκουσε ἡ εἰκόνα «ἀντιφώνησε» καὶ ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπηλλάγη.
Ὑπάρχουν ὡραῖα μαρμάρινα ἀνάγλυφα, καθὼς καὶ ἐπιγραφές. Στὸν νάρθηκα δεξιὰ εἶναι ἐντοιχισμένο ἕνα τεράστιο πιθάρι γιὰ τὶς προσφορὲς λαδιοῦ καὶ δίπλα μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ προτρέπει:
Χριστιανέ, ὡς πότε θυσίαν εἰς βωμὸν φέρων
Εὐσεβεῖ χείρ᾽ ἰδίᾳ τ᾽ ἔλαιον ἐνθάδε χύνων
ἐν Φωτηρᾷ 1. 12. 1883
Ἰσμήνη Καπάνταη
Ἐκκλησίες στὴν Κωνσταντινούπολη
Νικόλαος Γκίνης – Κωνσταντῖνος Στράτος