Αποτελεί δια την ημετέραν Μετριότητα αφορμήν χαράς η πρόσκλησις όπως συμμετάσχωμεν δι ημετέρου Πατριαρχικού Μηνύματος εις το τεύχος του Περιοδικού ΚΑΔΜΟΣ-»L´ image verbale» το αφιερωμένον εις τον Άγιον Ρωμανόν τον Μελωδόν, τυγχάνοντα και τούτον καρπόν, στολισμόν, καύχημα, κλέος και τέκνον της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ής υπήρξεν ο κυριώτερος Κοντακιογράφος, διελθών το μέγιστον του βίου και το σύνολον της υμνογραφικής αυτού προσφοράς εν τη πόλει ταύτη και δη εν τω περιωνύμω θεομητορικώ Ιερώ Ναώ της Παναγίας των Βλαχερνών.
Τα αποδιδόμενα εις τον Άγιον υπερχίλια αριστουργηματικά Κοντάκια κατατάσσουν αυτόν μεταξύ των πολυγραφωτέρων και καλλιεπεστέρων βυζαντινών χειριστών του εντέχνου λόγου.
Εις τα έργα αυτού ουδέποτε συναντάται βαρυντική και τετριμμένη επανάληψις. Υπήρξεν ο Άγιος πηγή διαρκώς βρύουσα, γραμματεύς οξυγράφος, εκφέρων τα παλαιά εκάστοτε καινώς, όπερ δυσκατόρθωτον δια τοσούτου όγκου ομοιογενές έργον.
Και όταν εισέτι εμπνέεται εις την σύνθεσιν των ύμνων αυτού εκ προϋπαρχόντων εγκωμιαστικών λόγων, ως του Βασιλείου Σελευκείας και του εκ των προκατόχων ημών Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, θέτει και πάλιν την προσωπικήν αυτού αριστοτεχνικήν και γλαφυρωτάτην σφραγίδα, έχουσαν ως αποτέλεσμα έν τελείως νέον εξαίρετον ποίημα.
Η αρχή του γράφειν εις την Ορθόδοξον Πατερικήν παράδοσιν δύναται να περικλεισθή εις έν απόσπασμα της επιστολής του αγίου Γρηγορίου Παλαμά προς την εν μοναζούσαις σεμνοτάτην Ξένην: «ο γραφή τους λόγους διδούς επιστρεφεστέρα μερίμνη περιβάλλει τον οικείον νούν… διό πολλοί των καθ ησυχίαν άκρων πατέρων γράψαι τι όλως ουκ ηνέσχοντο, καίτοι μεγάλα και πολυωφελή δυνάμενοι εκθέσθαι. Κατά πάντα δε της εκείνων ακριβείας απολειπόμενος εγώ και γράφειν έθος είχον, αλλ αναγκαίας επειγούσης χρείας».
Η «αναγκαία και επείγουσα χρεία» είναι αυτή η οποία κατέλιπεν εις την Εκκλησίαν και την Ανθρωπότητα σύνολον τον όγκον των όσα «οι Άγιοι του Θεού άνθρωποι Πνεύματι φερόμενοι ελάλησαν» και συνέγραψαν. Εάν π.χ. δεν υπήρχον οι διωγμοί των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ουδέποτε θα εγράφοντο αι Απολογίαι υπέρ των διωκομένων Χριστιανών. Εάν δεν ενεφανίζετο ο κίνδυνος νοθεύσεως της Πίστεως και της διακυβεύσεως της σωτηρίας δια της διδασκαλίας του Αρείου δεν θα εσπατάλει πολύτιμον χρόνον ο Μέγας Αθανάσιος να συγγράψη τα αντιρρητικά αυτού συγγράμματα. Το αυτό συνέβη και με τον Άγιον Γρηγόριον το Θεολόγον, εν όψει της αιρέσεως του Μακεδονίου και της καταργήσεως υπό του αυτοκράτορος Ιουλιανού της διδασκαλίας των χριστιανοπαίδων δια των κλασσικών κειμένων, αλλά και με πάντας τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Οφείλει να τονισθή, ότι υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ κοσμικής ποιήσεως και υμνογραφίας, ως και μεταξύ υμνογραφίας και θρησκευτικής ποιήσεως. Όσον διαφέρει ως προς το εσωτερικόν περιεχόμενον η θρησκευτική ποίησις της κοσμικής τοιαύτης, τόσον διαφέρει και η υμνογραφία της θρησκευτικής ποιήσεως. Τούτο δέ, διότι το κινούν αίτιον της ποιήσεως γενικώς είναι η έκφρασις των προσωπικών αισθημάτων του καλλιτέχνου επί ενός εξωτερικού ή ψυχικού γεγονότος, μετά καλλιεπείας και ιδιαιτέρας πλοκής στίχων, εις τρόπον ώστε να διατηρήται οιονεί το καθαρώς προσωπικόν-υποκειμενικόν στοιχείον εν τω αποτελέσματι-ποίηματι. Δεν συμβαίνει όμως το αυτό με την εκκλησιαστικήν Υμνογραφίαν. Ο Υμνογράφος θέτει το προσωπικόν αυτού χάρισμα της ποιητικής δημιουργίας εις την διακονίαν του μυστηρίου του κόσμου εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, εν χριστοειδεί υπακοή προς την εκκλησιαστικήν παράδοσιν. Εκφράζει τον ύψιστον σκοπόν της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, του ποιήσαντος τα σύμπαντα και ως εκ τούτου κατ εξοχήν Ποιητού, όστις είναι ο αγιασμός των ανθρώπων εν Αγίω Πνεύματι, «ού χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον». Η Υμνογραφία χρησιμοποιεί τον έντεχνον και όλως ιδιάζοντα λόγον εν υπακοή εις την διαμορφωθείσαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν. Δεν δύναται, τοιουτοτρόπως, ο Υμνογράφος να παρεκκλίνη των μορφών της καθιερωμένης εκκλησιαστικής γραφής, η οποία δεν αποσκοπεί εις την προβολήν των προσωπικών αυτού εκτιμήσεων περί του γεγονότος της εν Χριστώ Σωτηρίας, αλλά εις την έκθεσιν και τον εγκωμιασμόν τόσον των γεγονότων της Θείας Οικονομίας, όσον και της ζωής των Αγίων της Εκκλησίας, ως αύτη διδάσκεται ως κοινόν βίωμα του εκκλησιαστικού σώματος.
Ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης ηρώτησέ ποτε ασκητήν εάν συντρίβηται εκ του αισθήματος το οποίον εβίωσαν εις άκρον βαθμόν και εξέφρασαν ο Αβραάμ, ο Ιώβ, ο προφήτης Ησαίας και χορεία Αγίων, και έλαβε την απάντησιν: «γή και σποδός … τις ειμι εγώ και ο οίκος του πατρός μου;… ώ! τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι».
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και έκαστος χριστιανός -καί ο Υμνογράφος – είναι μέλος του μυστικού τούτου Σώματος, εις οικοδομήν του οποίου συνεισφέρει το προσωπικόν χάρισμα της υμνογραφίας. Τοιουτοτρόπως, η Υμνογραφία ως κατ εξοχήν εκκλησιαστική προσευχή, συνταυτίζεται με την Θεολογίαν, αφού κατά τον ορισμόν του Ευαγρίου· «Θεολόγος εστίν ο αληθώς προσευχόμενος» και η προσευχή είναι η ζωή της Εκκλησίας.
Την αντίληψιν ταύτην περί του εντέχνου λόγου, ως δοξολογικής διακονίας της Εκκλησίας, την βλέπομεν διήκουσαν εις όλους τους σχετικούς Βυζαντινούς συγγραφείς: Εις τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον με τα ανεπανάληπτα και απείρου λογοτεχνικού κάλλους Έπη. Εις τον μέγαν κοινοβιάρχην άγιον Θεόδωρον τον Στουδίτην με τα ευκολομνημόνευτα ιαμβικά ποιήματα εις τας διαφόρους μοναχικάς διακονίας. Εις τον μέγιστον των μυστικών Πατέρων Συμεών τον Νέον Θεολόγον με τους εξαισίους Ύμνους των Θείων Ερώτων. Εις τον άγνωστον δημιουργόν του μοναδικού εις το είδος του έργου-δίκην αρχαίας τραγωδίας- «Χριστός πάσχων». Ακόμη και αυτός ο μοναχός Θεόδωρος, ο επιλεγόμενος Πτωχοπρόδρομος, εις τα κάπως κοσμικώτερα και γέμοντα παραπόνων και πικρίας ενίοτε στιχουργήματα αυτού, έχει μίαν εσχατολογικήν αντίληψιν των πραγμάτων, ένα ευαγγελικόν-εκκλησιαστικόν σχολιασμόν των συγχρόνων αυτού καταστάσεων.
Όταν μελετά τις το υπέροχον Κοντάκιον του Αγίου Ρωμανού εις Μοναχούς, το οποίον συνέθεσεν καθ υπακοήν προς αιτήσαντα ηγούμενον, κατανοεί την εκκλησιαστικήν και αντικειμενικήν αξιολογικήν αντίληψιν της ματαιότητος των πραγμάτων του παρόντος κόσμου και την αναγκαιότητα να υπερβώμεν τα παροδικά φαινόμενα και το κτιστόν κάλλος. Ηρώτησεν ο Άγιος, λοιπόν, «πώς ομιλούν οι τέλειοι» και του συνομιλητού αυτού δυσκολευθέντος να απαντήση, έδωκεν αυτός ο ίδιος ο Άγιος την απάντησιν: «Οι τέλειοι ουδέν λέγουν εξ εαυτών … ούτοι λέγουν, ό,τι το Πνεύμα δίδει εις αυτούς».
Αύτη είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ κοσμικής-θρησκευτικής ποιήσεως και εκκλησιαστικής Υμνογραφίας, την οποίαν διηκόνησεν ο άγιος Ρωμανός: Τον ποιητήν, ως τον εννοούμεν, τον κατευθύνει προς την ποιητικήν παραγωγήν το ίδιον αυτού πνεύμα, η ιδία επιθυμία και ανάγκη πολλάκις να εξωτερικεύση τα αισθήματα αυτού δια των στίχων. Τον Υμνογράφον αντιθέτως κατευθύνει -δέον να τον κατευθύνη- το Άγιον Πνεύμα, το χαριζόμενον πάσαν σοφίαν εν τη Εκκλησία, αλλά και η αίσθησις την οποίαν είχεν και ο ιερός Ψαλμωδός: «Μη ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ ή τω ονόματί σου δός δόξαν». Διότι σκοπός και χρέος αυτού είναι η δόξα του Θεού αφ ενός, και αφ ετέρου η διακονία των αδελφών, υπό των οποίων θα ψαλούν τα όσα ενέπνευσε το Άγιον Πνεύμα εις τον ιδικόν του λογισμόν, αγωνιζόμενον να εκκαθάρη εαυτόν από των ψεκτών και επιμέμπτων παθών. Δια τούτο, κατά το μέτρον της καθάρσεως και ελλάμψεως την οποίαν επιτυγχάνει ο Υμνογράφος, τοσούτον και τα έργα αυτού αποπνέουν δύναμιν πνευματικήν και καταθέλγουν και συγκινούν και υποκινούν τας ψυχάς των μελών της Εκκλησίας εις δοξολογίαν του Θεού και μίμησιν των Αγίων.
Ως εκ τούτου, ο Άγιος Ρωμανός ουδόλως δύναται να θεωρηθή ποιητής υπό την σύγχρονον αξιολογικήν κλίμακα. Η συγγραφική αυτού παραγωγή είναι μία ταπεινή και ευχαριστιακή αντίδοσις, μία εν απλότητι διακονία του Θεού, Όστις θαυματουργικώς, κατά την βιογραφίαν αυτού, μέσω της Θεομήτορος του έδωκε την χάριν του συνθέτειν Κοντάκια. Δια τούτο και εις όλας σχεδόν τας ακροστιχίδας των Ύμνων αυτού δεν παραλείπει να προσδιορίση εαυτόν ως «ταπεινόν» -»Του ταπεινού Ρωμανού αίνος»-, αφού άνθρωπος ατελής αυτός κατηξιώθη να διακονήση τον Τρισάγιον Θεόν, την Θεομήτορα και τους Αγίους.
Το «ποιήσωμεν άνθρωπον…» της Γενέσεως αποτελεί τον επαναλαμβανόμενον διαχρονικώς σκοπόν της εκκλησιαστικής υμνολογίας, σκοπούσης να διαπλάση τον νέον άνθρωπον, τον κατά Χριστόν κτισθέντα. Ο σαρκωθείς Θεάνθρωπος Χριστός δια την Εκκλησίαν και τους πιστούς παραμένει εσαεί το μέτρον κρίσεως, προς τον οποίον κατευθύνει έκαστον μέλος αυτής προσευχόμενον με τους ύμνους των ειδημόνων τέκνων αυτής η Εκκλησία, μεταξύ των οποίων κορυφαίος ανά τους αιώνας θα λογίζηται ο ασύγκριτος Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, το θεοευλόγητον, πολύκαρπον και καλλίκαρπον τούτο τέκνον της καθ ημάς Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος Ρωμανός έχει μεγάλα αποθέματα φωτός: φωτός ουχί κτιστού και παρερχομένου, αλλ ακτίστου και αιωνίου.
Αυτού η Χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά των αγαπητών εκδοτών του Περιοδικού «Κάδμος» και μετά πάντων των εντευξομένων εις την ειδικήν έκδοσιν ταύτην.
Βγ΄ Οκτωβρίου α΄
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης
+O Kωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος