
Μὲ τὴν εἰς Κύριον ἐνδημίαν τοῦ Πατριάρχου Φωτίου τοῦ Β´, τὴν 29ην Δεκεμβρίου 1935, καὶ τὴν χηρείαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, πιθανώτερος διάδοχός του ἐφέρετο ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μάξιμος, ὁ νεώτερος μεταξὺ τῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ ὑπῆρξεν ἀνάστημα τοῦ ἐκδημήσαντος Πατριάρχου καὶ ἐκ τῶν στενῶν συνεργατῶν του, ἀκάματος δὲ συμπαραστάτης του, κατὰ τὴν εὐκλεῆ Πατριαρχείαν του.
Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ὀραματίζετο αὐτὸν μέλλοντα πατριάρχην καὶ τὴν ἐπιθυμίαν του αὐτὴν ἐξέφρασεν ἀπὸ τῆς κλίνης τῆς ἀσθενείας του εἰς τινὰς τῶν ἀρχιερέων. Ὁ Χαλκηδόνος Μάξιμος, παρὰ τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας του, εἶχεν ἐνωρίς, ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς του, τῷ 1932, εἰς τὴν ὡς ἄνω Γεροντικὴν Μητρόπολιν, ἐπιβληθεῖ εἰς τὴν συνείδησιν τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱεραρχίας εἰς τὸ Φανάριον, ὡς ἕνας δυναμικὸς καὶ ταλαντοῦχος ἠγέτης Ἱεράρχης, ποὺ συνεκέντρωνε ὅλα ἐκεῖνα τὰ προσόντα, ποὺ ἀπαιτοῦντο διὰ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα.
Πλὴν ὅμως, ὁ νομάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως Muhittin Ustundag, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπεδόθη ὁ κατάλογος τῶν ὑποψηφίων καὶ ἐκλόγιμων ἀρχιερέων, μὲ ὁδηγίας ποὺ εἶχεν, ἀσφαλῶς, ἐξ Ἀγκύρας, τῆς πρωτευούσης τῆς Τουρκίας, καὶ δὴ ἐκ τοῦ Ὑπουργείου τῶν ἐσωτερικῶν, διέγραψεν ἐκ τοῦ καταλόγου τῶν ὑποψηφίων τοὺς Μητροπολίτας Χαλκηδόνος Μάξιμον καὶ Δέρκων Ἰωακείμ, ὡς ἀνεπιθύμητους ἀπὸ τὴν Τουρκικὴν κυβέρνησιν διὰ τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα.
Ἐνταῦθα πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ ἀνάμειξις τῆς Τουρκικῆς κυβερνήσεως εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν, περιωρίζετο εἰς τὴν ἀπαίτησιν ὅπως οἱ ὑποψήφιοι διὰ τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα καὶ οἱ ἐκλέγοντες τὸν Πατριάρχην Μητροπολίται ἔχουν τὴν τουρκικὴν ὑπηκοότητα καὶ εἶναι μόνιμοι κάτοικοι Τουρκίας καὶ εἰς τὸ ἀναφαίρετον, ἀλλ᾽ ἄγραφον, δικαίωμα διαγραφῆς ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν ὑποψηφίων διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῶν ἀνεπιθύμητων εἰς αὐτὴν Μητροπολιτῶν. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ὅροι ἴσχυον καὶ ἐπὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ διαγραφὴ τῶν δυὸ Μητροπολιτῶν ἐκ τοῦ καταλόγου τῶν ὑποψηφίων ἀπεδόθη εἰς τὸν τότε ὑπουργὸ τῶν ἐσωτερικῶν Σουκροῦ Καγιᾶ, ποὺ ὡς βουλευτὴς τῆς περιοχῆς Τσανάκκαλε, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπήγετο καὶ ἡ νῆσος Ἴμβρος, συνεδέετο μετὰ τοῦ Μητροπολίτου Ἴμβρου καὶ Τενέδου Ἰακώβου Παπαπαϊσίου, καὶ ἐπεθύμει τὴν ἐκλογὴν τοῦ τελευταίου εἰς τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα. Διὸ καὶ διέγραψε τοὺς δυὸ ἰσχυροὺς καὶ ἐπικρατέστερους διὰ τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα ὑποψηφίους, διὰ νὰ διευκολύνῃ τὴν ἐκλογὴν τοῦ εὐνοουμένου του Ἱεράρχου.
Πρὸ τῆς διαμορφωθείσης ἀρνητικῆς, διὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Πατριάρχου Μαξίμου, καταστάσεως, ἡ ὑπ᾽ αὐτὸν πλειοψηφία, μὲ προτροπήν του, ἐστράφη ὑπὲρ τῆς ὑποψηφιότητος τοῦ γηραιοῦ Μητροπολίτου Ἡρακλείας Βενιαμίν, τὸν ὁποῖον τὴν 18ην Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1936, ἡ ἐκ δεκατριῶν Μητροπολιτῶν συγκροτούμενη ἐνδημοῦσα Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐξέλεξε μὲ ψήφους ἑπτὰ ἔναντι ἕξ Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην. Πέντε Μητροπολίται ἔρριψαν λευκὴν ψῆφον καὶ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἐψήφισε ἑαυτόν.
Ἡ Πατριαρχικὴ ἐκλογὴ δὲν ὑπῆρξεν ὁμαλή. Ἐσημειώθησαν ἐπεισόδια καὶ ἔκτροπα κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἐκλογῆς καὶ κατὰ τὴν τελετὴν τῆς ἐνθρονίσεως, ποὺ ἐπακολούθησε ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκλογήν. Ὁ νέος Πατριάρχης ἀπεδοκιμάσθη ἀπὸ μερίδα τοῦ πλήθους τοῦ πληρώματος, ποὺ παρηκολούθη τὴν ἐνθρόνισιν, συγκεντρωμένη ἐντὸς τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, εἰς τὸ προαύλιόν του, καὶ ποὺ ἧτο καταλλήλως ὠργανωμένη διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν, ἀπὸ τοὺς ἀντιτιθεμένους εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ γηραιοῦ Μητροπολίτου Ἡρακλείας Βενιαμὶν καὶ εἰς τὴν μέσην ταύτην λύσιν, ποὺ ἐπενόησεν ἡ ὑπὸ τὸν Χαλκηδόνος Μάξιμον Ἱεραρχία τοῦ Φαναριοῦ, διὰ τὴν πλήρωσιν τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου.
Ὁ νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βενιαμὶν Ψωμὰς (ἢ Κυριακοῦ) ἐγεννήθη εἰς τὴν Στύψην τῆς Λέσβου τῷ 1871. Τῷ 1889 εἰσήχθη εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπεφοίτησεν τὸ 1896, χειροτονηθεὶς ἐνδιάμεσα εἰς διάκονον. Τῷ 1899 προσελήφθη εἰς τὴν Πατριαρχικὴν Αὐλήν, ὡς Τριτεύων, διορισθεῖς ταυτοχρόνως καὶ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν εἰς τὸ Ἰωακείμειον Παρθεναγωγεῖον, ὅπου ἐδίδαξεν ἐπὶ μίαν ἐξαετίαν. Ἐν συνεχείᾳ διέτελεσεν Δευτερεύων, Μ. Ἀρχιδιάκονος, καὶ Μ. Πρωτοσύγκελλος, ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Ἰωακεὶμ τὸν Γ´, διακονήσας ἐν συνόλῳ ἐπὶ δεκατρίᾳ ἔτη εἰς τὴν Πατριαρχικὴν Αὐλήν. Τῷ 1912 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ῥόδου, τῷ 1913 Μητροπολίτης Σηλυβρίας, μετατεθεὶς μέσα εἰς τὸ ἴδιο ἔτος εἰς τὴν Μητρόπολιν Φιλιππουπόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν μετέβη λόγω τῶν δυσκόλων καιρικῶν περιστάσεων καὶ παρέμεινε εἰς τὸ Φανάρι. Τῷ 1925, μὲ τὴν ἐκλογήν του ἀπὸ Νικαίας Βασιλείου εἰς Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, ὁ ἐν Φαναρίῳ διαμένων Φιλιππουπόλεως Βενιαμὶν ἐξελέγη Μητροπολίτης Νικαίας. Τῷ 1933 ἐπὶ Πατριάρχου Φωτίου του Β´ ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἡρακλείας καὶ μετὰ τριετίαν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.
Ὁ Πατριάρχης Βενιαμὶν μὲ τὴν μακρὰν καὶ δόκιμον εἰς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν διακονίαν του, ἀνελθῶν ὅλως ἀπροσδοκήτως εἰς τὸν Πατριαρχικὸν Θρόνον, ὑπὸ τὰς συνθήκας ποὺ διεγράφησαν ἀνωτέρω, προετιμήθη, μάλλον, ἀπὸ τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας διὰ τὸ Πατριαρχικὸν ἀξίωμα, πρὸς ἀποφυγὴν δυσάρεστων γεγονότων καὶ καταστάσεων ἐπιζήμιων καὶ ἐπιβλαβῶν διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ὑπόστασιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρὸς διασφάλισιν τῆς εἰρήνης καὶ τῆς γαλήνης εἰς αὐτὸ καὶ εἰς τὸ εὐσεβὲς πλήρωμά του.
Ἡ ἐκλογή του ἀπὸ Ἡρακλείας Βενιαμὶν εἰς Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην προκάλεσεν ὄντως ἔκπληξιν εἰς τὸ πλήρωμα τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, εἰς τὰς Ἀρχιεπισκοπᾶς καὶ Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καθὼς καὶ εἰς τὰς ἄλλας ἀδελφὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. Γενικὴ δὲ ἧτο ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψις ὅτι ἡ ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχου Βενιαμὶν ὠφείλετο εἰς ὑπολογισμοὺς ταχείας κενώσεως τοῦ Θρόνου. Ὁ ἀρχιμ. Φιλάρετος Βιτάλης εἰς τὴν βιογραφίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μαξίμου του Ε´, ἀντικρούει τὴν ἄποψιν αὐτὴν καὶ ὑποστηρίζει ὅτι, «ἡ ἐκλογὴ ἧτο ἀναγκαῖα διέξοδος, τὸ modus vivendi…» καὶ ὅτι «εἰς περίπτωσιν χηρείας τοῦ θρόνου, πάλιν θὰ ἐξεδηλοῦτο ἡ ἐπέμβασις τῆς Τουρκικῆς κυβερνήσεως, μὲ τὴν ἰδίαν καὶ περισσοτέραν ἔντασιν, λόγῳ μάλιστα ἐπιδεινώσεως τῆς καταστάσεως καὶ τοῦ ἐπισυμβάντος ἐν τῷ μεταξὺ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου».
Ἡ χρονικὴ διάρκεια τῆς Πατριαρχείας τοῦ Βενιαμίν, 1936 – 1946 – δέκα συναπτὰ ἔτη – , μὲ τὰς ἀπροσδοκήτους δυσάρεστας ἐξελίξεις μέσα σ᾽ αὐτά, μὲ τὸν Β´ παγκόσμιο πόλεμο, 1939 – 1945, ποὺ εἶχαν ὡς συνέπειαν τὴν αὔξησιν καὶ σκλήρυνσιν τῶν καταπιέσεων καὶ ἐνίοτε τῶν διωγμῶν τῆς Τουρκικῆς κυβερνήσεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ ὁμογενοῦς στοιχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἀπετέλει τὸ ποίμνιόν του, ἀπέδειξαν περίτρανα ὅτι ὁ νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δὲν ἧτο ὁ ἐνδεδειγμένος διὰ νὰ σηκώσῃ τὸ βάρος τῶν ὑψηλῶν εὐθυνῶν τοῦ Πατριαρχικοῦ ἀξιώματος καὶ νὰ ἀντιμετωπίσῃ, μὲ πρωτοβούλους ἐνεργείας, τὶς ἔκτακτες καταστάσεις ποὺ δημιουργήθηκαν διὰ τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον καὶ τὰ ὅσα δυσάρεστα ὑφίσταντο ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καὶ τὸ πλήρωμά της, ἀπὸ τὰ ἐπίβουλα σχέδια τῶν κρατούντων κατὰ τῆς ὑποστάσεως ἀμφοτέρων καὶ τὸν ξεριζωμό των ἀπὸ τὰ ἀπ᾽ αἰώνων πάτρια χώματά των.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1936 λοιπόν, ὑπῆρχε μὲν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἀφωσιωμένος εἰς τὴν μακραίωνη Φαναριωτικὴν παράδοσιν τῆς διακονίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ τοῦ Γένους, λόγῳ ὅμως τῆς σωματικῆς χρονίας ἀσθενείας του καὶ τῆς μᾶλλον προχωρημένης διὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἡλικίας του, τὰς πατριαρχικὰς εὐθύνας καὶ τὰ πατριαρχικὰ καθήκοντα, μὲ πατριαρχικὴν ἄγραφον ἐξουσιοδότησιν, ἤρχισεν ἐξασκῶν, μὲ ἐξαιρετικὴν σύνεσιν καὶ ἱκανότητα, ὡς πρῶτος τῇ τάξει τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων, ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μάξιμος, ἀντικαθιστῶν, εἰς τὴν προεδρείαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ εἰς τὴν εὐρυτέραν διοικητικὴν τοῦ Πατριαρχείου ἐξουσίαν, τὸν γηραιὸν καὶ ἀσθενοῦντα πατριάρχην Βενιαμὶν κατὰ τὰς μακρᾶς ἐξ ἀμφοτέρων τῶν Πατριαρχικῶν εὐθυνῶν ἀπουσίας του, ἰδιαιτέρως κατὰ τὰ ἔτη του Β´ παγκοσμίου πολέμου.
Τὴν Κυριακήν, 17ην Φεβρουαρίου 1946, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βενιαμὶν καὶ ἐκηδεύθη τὴν μεθεπομένην Τρίτην 19ην. Τὴν Τετάρτην 20ήν Φεβρουαρίου, συνῆλθεν ὑπὸ τὴν προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μαξίμου ἡ Ἐνδημοῦσα Ἱερὰ Σύνοδος, εἰς τὴν ὁποίαν μετέσχον 17 Μητροπολῖται, διὰ τὴν ἐκλογὴν καὶ ἀνάδειξιν τοῦ νέου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.
Βασίλειος Ἀναγνωστόπουλος
Καθηγητὴς τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης