Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦτο γέννημα καὶ θρέμμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἔζησε ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Δ΄ τοῦ Πωγωνάτου (668-685). Λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀρετῆς καὶ εὐλαβείας, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ κατόπιν ἔγινε σύγκελλος καὶ σκευοφύλαξ αὐτῆς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ἀπέθανε, ἠναγκάσθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ καὶ τὴν σύγκλητο νὰ χειροτονηθῇ Πατριάρχης ὁ Θεόδωρος. Θεαρέστως διακυβερνήσας τὴν Ἐκκλησία διὰ δυὸ χρόνια καὶ τρεῖς μῆνας, ἀπεμακρύνθη τοῦ θρόνου τῷ 678 παρὰ τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου Πωγωνάτου. Ἡ ἀπομάκρυνσις αὕτη δὲν ἐμάρανε τὸν θεῖο ζῆλο τοῦ Πατριάρχου Θεοδώρου καὶ περάσας τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς του ἐπίσης θεαρέστως, ἀπεβίωσε εἰρηνικῶς. (Ἄλλαι Συναξαριακαὶ πηγαὶ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Θεόδωρος ἐπανῆλθε εἰς τὸν θρόνο του μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχου Γεωργίου τοῦ Α΄ καὶ ἐπατριάρχευσε ἀπὸ τὸ 683 ἕως τὸ 686).
Φόρτωση