Ὁ Προκόπιος ἐγεννήθη ἐν Σίτσοβα (Ἀλαγονίᾳ) τῆς Μεσσηνίας τῷ 1734. Εἰς ἡλικίαν 12 ἐτῶν ἐπῆγε παρὰ τῷ πολὺ μεγαλυτέρῳ ἀδελφῷ του Νεόφυτο, ὁ ὁποῖος ἦτο μητροπολίτης Γάνου καὶ Χώρας καὶ τῇ δικῇ του ὑποστηρίξει ἀπέκτησε τὴν βασικὴ παιδεία τῆς ἐποχῆς του.
Ὁ Νεόφυτος τὸν ἐχειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο. Ὅταν αὐτὸς ἀπέθανε οἱ πιστοὶ ἐζήτησαν νὰ τὸν διαδεχθῇ ὁ Προκόπιος παρὰ τὴν μικρὰ ἡλικία του (ἦτο μόλις 25 ἐτῶν). Παρέμεινε ἕνδεκα χρόνια εἰς τὴν θέσι αὐτὴ, διαχειρισθεὶς τὰς ὑποθέσεις τῆς μητροπόλεώς του ἐν ἐπιμελείᾳ καὶ ἀποτελεσματικότητι. Τῷ Ἰανουαρίῳ τοῦ 1770 ἐξελέγη μητροπολίτης Σμύρνης. Κατόρθωσε νὰ ἐπιβάλῃ εἰρηνικὰς σχέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν μετὰ τὰς ἀναστατώσεις ἃς εἶχε προκαλέσει ὁ Καλλίνικος. Βοηθὸν εἰς τὸ ἔργο του εἶχε τὸν πρωτοσύγκελλο καὶ πνευματικό του παῖδα Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε´.
Ἂν καὶ δὲν ὑπῆρξε λόγιος ὁ Προκόπιος κατελάβαινε τὴν σημασία τῆς παιδείας. Μάλιστα ὅποτε ἐπεσκέπτετο τὴν Κωνσταντινούπολη παρηκολουθοῦσε μαθήματα φιλοσοφίας παρὰ τοῦ Σεργίου Μακραίου ἐνῷ παραλλήλως ἀλληλογραφοῦσε τῷ Ἀδαμαντίῳ Κοραῇ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔστελνε ἀντίτυπα συγγραμμάτων του. Τῇ 29ῃ Ἰουνίου τοῦ 1785 ἐξελέγη ὁμοφώνως εἰς τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο διαδεχόμενος τὸν Γαβριὴλ Δ´ καὶ παρέμεινε διὰ τέσσερα περίπου χρόνια, ὡς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1789.
Ἠσχολήθη κρισίμοις οἰκονομικοῖς καὶ διοικητικοῖς ζητήμασι προσπαθῶν νὰ μετριάσῃ τὴν ἐπιῤῥοὴ ἰσχυρῶν ἡγεμόνων τῆς ἐποχῆς εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ὑποθέσεις. Ἔτσι συνεκρούσθη τῷ ἡγεμόνι τῆς Μολδαβίας Μαυροκορδάτο, ἐπειδὴ ἐξέλεξε αὐτοβούλως τὸν μητροπολίτη Μολδαβίας. Περιώρισε τὴν ἐξουσία τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς «πατριαρχικῆς ἐπιτροπῆς» (ἥτις ἐλειτουργοῦσε ἀπὸ τὸ 1775) καὶ κατήργησε τὸν θεσμὸ τῶν «ἀρχιερατικῶν ἐπιτρόπων», τῶν λαϊκῶν εἰς τοὺς ὁποίους οἱ ἀρχιερεῖς ἀνέθεταν τὴν διεκπεραίωσιν ὑποθέσεών των ἐν Κωνσταντινουπόλει.
Τῷ 1787, ὁπότε ἐξέσπασε ὁ δεύτερος ῥωσοτουρκικὸς πόλεμος, ἡ τουρκικὴ κυβέρνησις τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀποκηρύξῃ τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα, νὰ συγκεντρώσῃ ἐπιπλέον φόρους γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς Τουρκίας καὶ νὰ ἐξασφαλίσῃ 1800 «γκεμιτζῆδες χριστιανοὺς διὰ δούλευσιν τοῦ τουρκικοῦ στόλου […] οἱ ἁπανταχοῦ κατοικηταὶ λοιπὸν τῶν κωμῶν ἐθρήνουν διὰ τοὺς ναύτας αὐτούς…», διαβάζουμε στὴ χρονογραφία τοῦ Ὑψηλάντη.
Μετὰ τὴν συγκαταβατικὴ πρὸς τὰ αἰτήματα αὐτὰ στάσιν τοῦ πατριάρχου οἱ ἀντίπαλοί του ηὕραν εὐκαιρία νὰ προωθήσουν ἀνατρεπτικὰ σχέδια. Τῇ 30ῇ Ἀπριλίου διατάγματι τοῦ σουλτάνου Σελὶμ Γ´ ἐξηναγκάσθη εἰς παραίτησιν καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐξωρίσθη εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ παρέμεινε ἕως ὅτου ἐχαλάρωσαν τὰ μέτρα τῆς φυλάξεώς του. Τῷ 1797 ἐπέστρεψε εἰς τὴν γενέτειρά του ὅπου καὶ ἀπέθανε (πρὸ τοῦ 1810). Ὑπῆρξε ἐκ τῶν σημαντικοτέρων πατριαρχῶν.