Οὕτως διακρίνετο διὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν μετριοπάθειά του, μεθ᾽ ἧς κατώρθωσε νὰ γαληνεύσῃ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τοὺς κόλπους της πολλοὺς Νεστοριανούς. Πρὸ τῆς ἀνόδου του εἰς τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐχειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κυζίκου (426-434) ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σισίνιο.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχη Μαξιμιανοῦ προυχειρίσθη εἰς πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, πατριαρχεύσας ἐπὶ 12 ἔτη καὶ 3 μῆνες «καλῶς πολιτευσάμενος» κατὰ τὰς πηγάς. Ὁ Πρόκλος ἀνεκόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής, εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη τῷ 438. Διεκρίνετο διὰ τὴν κηρυκτική του ἰκανότητα, διὰ τὴν ὁποία ὁ Ῥωμαῖος ἀξιωματοῦχος Βαλουσιανὸς (προτοῦ βαπτισθεῖ χριστιανός) ἐδηλωσε ὅτι· «ἐὰν εἴχομεν εἰς τὴν Ῥώμην τρεῖς ἄνδρας ὡς ὁ κύριος Πρόκλος, δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκεῖ οὔτε εἳς ἐθνικός».
Μὲ τὸν Τόμο πρὸς Ἀρμενίους ἀποδεικνύει ὅτι βάσι τῆς νεστοριανικῆς αἱρέσεως ἀποτελοῦσι αἱ χριστολογικαὶ διατυπώσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας χωρὶς ὅμως νὰ τὸν κατωνομάζῃ (435). Τοῦ Πρόκλου σώζονται ὁμιλίαι καὶ ἐπιστολαί, αἵτινες ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τούς· K. J. P. Migne, F. Schwartz, F. J. Lorey.
Εἰς τὸν Πρόκλο ἐσφαλμένως ἀποδίδεται καὶ Λόγος περὶ παραδόσεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ ὁποῖος εἶχε πλασθεῖ κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀντεγκλήσεων μεταξὺ Λατίνων καὶ Προτεσταντῶν σχετικῶς μὲ τὴν προέλευσιν τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἁνακηρυχθεὶς Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἁγία αὐτοῦ μνήμη τιμᾶται τῇ 20ῇ Νοεμβρίου.