Ἐπικαλούμενος καὶ ὀξὺς ἢ Γολιὰθ ἢ κεκεσκίνης. Καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου. Ἰερομόναχος καὶ κατόπιν μητροπολίτης Ἰωαννίνων, μὲ ἐνέργειες τοῦ πνευματικοῦ τοῦ πατέρα Παρθενίου A’ ἀνέλαβε τὴν μητρόπολη Ἀδριανουπόλεος (1639-1644). Ζῶντας κυρίως στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὡς μέλος τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου συνδέθηκε μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Λούκαρι καὶ ἰδίως μὲ τὸν ἠγέτη τοὺς Θεόφιλο Κορυδαλέα. Στὶς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1644 ἐξελέγη πατριάρχης ὑποστηριζόμενος ἀπὸ τοὺς φιλολουκαρικούς.
Τὸ 1645 προτρεπόμενος ἀπὸ τὸν πρεσβευτὴ τῆς Ὀλλανδίας Κορνέλις Haga ἀποφάσισε νὰ διανείμει ἀντίτυπα τῆς μετάφρασης Κολλιπολίτη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Σμύρνη μὲ συνέπεια τὸν ξεσηκωμὸ τῆς φιλοπαπικῆς παρατάξεως ἐπικεφαλῆς τῆς ὅποιας ἦταν ὁ Μελέτιος Συρίγος. Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀποδοκίμασε δημοσίως τὸ ἀτόπημα ἀποδεικνύοντας τὶς συγκεκριμένες αἱρετικὲς ἀποκλίσεις τῆς μετάφρασης, ὁ Παρθένιος δὲν τὴν διένειμε, ὡστόσο ἐξόρισε τὸν Μελέτιο στὴν Κίο κοντὰ στὴν Προῦσα καὶ ξεκίνησε ἐκστρατεία κατὰ τῶν φιλοπαπικῶν.
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1646 οἱ ἀντίπαλοί του κατόρθωσαν νὰ τὸν καθαιρέσουν καὶ ἐξορίσουν στὴν Κύπρο. Ταξιδεύοντας πρὸς τὸν τόπο τῆς Ἐξορίας τοῦ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει καὶ διέφυγε στὸ Ἰάσιο, στὸν ἡγεμόνα Ἰωάννη Βασιλικό, ὅπου καὶ παρέμεινε δυὸ χρόνια. Στὶς 29 “Ὀκτωβρίου 1648 ἐπανεξελέγη Πατριάρχης. Στὰ τρία χρόνια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ μετέβαλε πολιτική. Ἐν μέρει γιὰ νὰ προσεγγίσει τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ ἐν μέρει γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὰ οἰκονομικὰ τοῦ Πατριαρχείου στράφηκε ἐναντίον τῶν καλβινιστῶν ἐνῶ τὸ 1649 ζήτησε ἐγγράφως τὴν συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορα Φερδινάνδου Γ΄ στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τους καὶ συνεργάστηκε μὲ τοὺς πρεσβευτὲς τοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔχοντας τελικὰ πλῆθος ἐχθρῶν καὶ στὶς δυὸ ἀντιμαχόμενες πλευρὲς βρέθηκε ἀνίσχυρος. Τὴν Ἄνοιξη τοῦ 1651 οἱ Ἰησουίτες μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἡγεμόνων Βλαχίας Ματθαίου καὶ Μολδαβίας Βασιλείου Ἀρβανίτη τὸν διέβαλαν στὸν σουλτάνο γιὰ συνεννοήσεις μὲ τοὺς Ρώσους καὶ ἐπαναστατικὲς διαθέσεις. Στὶς 16 Μαΐου συνελήφθη ἀπὸ ὁμάδα γενιτσάρων οἱ ὅποιοι τὸν στραγγάλισαν καὶ πέταξαν τὸ σῶμα τοῦ στὴ θάλασσα. Οἱ χριστιανοὶ περισυνέλεξαν τὸ λείψανο τοῦ πατριάρχη καὶ τὸ ἔθαψαν στὴν μονὴ Καμαριώτισσας στὴ Χάλκη.