Ἐπατριάρχευσε δὶς εἰς τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προηγουμένως δὲ ἐχρημάτισε μητροπολίτης Ζιχνῶν. Κατὰ τὴν πρώτη σύντομον πατριαρχεία του ἐπολεμήθη παρὰ τῶν υποστηρικτῶν τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ συντόμως ἐξεθρονίσθη, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας του νὰ καλύψῃ τὰς οἰκονομικὰς ἀνάγκας τοῦ Πατριαρχείου.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωακείμ, ἐπανῆλθε εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ προσεπάθησε διὰ περιοδειῶν εἰς τὰς παραδουναβίους ἡγεμονίας (Μολδαβία καὶ Βλαχία) νὰ ἀνακουφίσῃ οἰκονομικῶς τὸ Πατριαρχεῖο. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του, ἐδηλητηριάσθη ὑπὸ τοῦ ὑπηρέτου του καὶ ἀπέθανε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τῷ 1514.