Λόγιος ἱεράρχης, χρημάτισας πρὸ τῆς ἐκλογῆς του εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, χαρτοφύλαξ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου.
Ἔδειξε ἰδιαιτέρα εὐαισθησία διὰ τὶς θεολογικὰς ἔριδας καὶ τῷ 1199 συνεκάλεσε σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει διὰ τὴν καταδίκη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ μοναχοῦ Μύρωνος Συκιδίτου, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε τὸ φθαρτὸ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ.
Ἡ ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους (1204) ἠνάγκασε τὸν Ἰωάννη νὰ καταφύγῃ εἰς τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Ἰωαννίτση, ἐνῷ ἀπέθανε δὲ τελικῶς ἐν Διδυμοτείχῳ τῷ 1206. Ἀπὸ τὸ συγγραφικό του ἔργο σῴζονται κατηχητικοὶ λόγοι, θεολογικαὶ ἀπαντήσεις, δύο ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν πάπα Ἰννοκέντιο Γ´ διὰ τὸ ζήτημα τοῦ Filioque («ἐξ υἱοῦ») κ.ἄ.