Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐγεννήθη ἐν Ἀντιοχείᾳ τῷ 354, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Πατήρ του ἦτο ὁ ἀρχιστράτηγος Σεκοῦνδος καὶ μήτηρ αὐτοῦ ἡ Ἀνθοῦσα. Πολὺ νωρὶς ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μήτηρ του ἐφρόντισε νὰ τὸν ἀναθρέψῃ τοῖς ἱεροῖς νάμασι τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐσπούδασε ἐν Ἀντιοχείᾳ ῥητορικὴ καὶ φιλοσοφία. Εἰς ἡλικίαν 18 ἐτῶν ἐβαπτίσθη καὶ ἐσπούδασε τρία χρόνια εἰς τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας. Μετὰ τὴν κοίμησιν τῆς μητρός του ἀπεσύρθη εἰς τὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε διὰ ἓξ ἔτη. Τὰ πρῶτα τέσσερα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς τὰ πέρασε κοντὰ σὲ ἕνα γέροντα ἀσκητὴ καὶ τὰ δύω ἑπόμενα ἔμεινε μόνος του ἐντὸς ἑνὸς σπηλαίου. Ὁ βιογράφος του, ὁ Ἑλενοπόλεως Παλλάδιος, γράφει πῶς τὸν περισσότερο χρόνο ἐπέρασε ἄυπνος, μαθαίνοντας τὴν Ἁγία Γραφή. Δὲν ἐξάπλωσε νὰ κοιμηθῇ κατὰ τὸ διάστημα τῶν δύω ἐτῶν, οὔτε νύκτα, οὔτε ἡμέρα. Ὁ κλονισμὸς τῆς ὑγείας του ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἄσκησι τὸν ἀναγκάζει νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν Ἀντιόχεια, ὅπου τῷ 381, χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Ὡς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε ἐν τῇ Ἀντιοχείᾳ μέχρι τὸ 397, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο ἐξελέγη καὶ ἐχειροτονήθη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖθεν διεξήγαγε μεγάλους ἀγῶνες ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι διεσπούσαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὠργάνωσε τὴν φιλανθρωπία καθὼς καὶ τὴν ἱεραποστολὴ εἰς τὴν Γοτθία, τὴν Σκυθία, τὴν Περσία καὶ τὴν Φοινίκη. Σταθερὸς καὶ ἀταλάντευτος τῇ πίστει καὶ τῷ ἀγῶνι κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς κάθε εἴδους ἀδικίας, ἐξωρίσθη τρὶς καὶ τελικῶς ἐκοιμήθη ἐξόριστος εἰς τὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας τῇ 14ῃ Σεπτεμβρίου τοῦ 407. Ἡ μνήμη του λόγῳ τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ, μετετέθη εἰς τὰς 13 Νοεμβρίου, διὰ νὰ πανηγυρίζεται λαμπρῶς καὶ χαρμοσύνως.
Τὰ ἔργα του εἶναι διαχρονικά, διατί εἶναι θεόπνευστα. Ὅταν τὰ μελετᾷ τις, νομίζει ὅτι ἔχει ἐμπρός του ἕνα συγγραφέα σύγχρονο καὶ πανῦ ἐπίκαιρο. Διὰ τὸν χρυσοῤῥήμονα ἅγιον δύναταί τις νὰ γράψῃ ὁλόκληρους τόμους. Ἐδὼ ὅμως θὰ τονίσουμε τρία μόνο σημεῖα·
Πρῶτον, ὑπῆρξε μέγας θεολόγος, ἀλλὰ καὶ ἀληθὴς ποιμήν. Ἐποίμαινε θεολογῶν καὶ θεολογοῦσε ποιμαίνων. Ἀπὸ πολλοὺς χαρακτηρίσθη κοινωνικός, ἐπειδὴ ἠσχολήθηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα. Ἦτο ἀληθῶς κοινωνικός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦτο νηπτικὸς καὶ ἀσκητικός. Ἦτο ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος. Οἱ λόγοι του καὶ τὰ κηρύγματά του εἶχον ζωντάνια καὶ ἀμεσότητα καὶ εὕρισκον μεγάλη ἀπήχησιν, διατί ἠγάπᾳ ἀληθῶς τὸν λαὸ καὶ ἐνδιεφέρετο δι᾽ αὐτόν.
Δεύτερον, εἶχε ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του τὴν λατρευτικὴ ζωὴ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἠγωνίζετο νὰ ἐντάξῃ τὸ λογικό του ποίμνιο. Ἡ πάρ᾽ αὐτοῦ συγγραφεῖσα Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ γνωστοτέρα καὶ ἡ συχνοτέρα τελουμένη. Βεβαίως, εἰς τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ὑπέστη ἀλλαγάς τινας ὡς πρὸς τὴν μορφὴν καὶ τινὰς προσθήκας, ὅμως αἱ εὐχαὶ εἶναι αἱ ἴδιαι, ὅπως τὰς ἀπήγγελλε ὁ ἴδιος ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κωσταντινουπόλεως. Ἐφρόντισε νὰ ἐπανδρώσῃ τὰ ἱερὰ Θυσιαστήρια ἀξίοις Ἱερεῦσι, οἱ δὲ “περὶ Ἱερωσύνης” λόγοι του εἶναι ἀνεπανάληπτοι καὶ ἀξίζει νὰ μελετηθοῦν ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστούς, Κληρικοὺς τὲ καὶ Λαϊκούς.
Τρίτον, τὸ ἀπασχολοῦν καὶ κυριολεκτικῶς συνέχον αυτὸν ζήτημα εἶναι ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ποιμνίου του, καθὼς καὶ ἡ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος δόξα δὲν λαμβάνει, θεωρὼν ἑαυτὸν ἀνάξιο τιμῆς. Διὰ τῆς συμπεριφορᾶς του διδάσκει καὶ ὑποδεικνύει ἅπασι τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης.