Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (730-754).
Διαδέχθηκε στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τὸν πατριάρχη Γερμανὸ Α´, ὁ ὁποῖος ἐξαναγκάστηκε σὲ παραίτηση γιὰ τὴν ἀντίθεση του στὴν εἰκονομαχικὴ πολιτικὴ τοῦ Λέοντα Γ´ τοῦ Ἰσαύρου (717-741).
Ὁ Ἀναστάσιος, ποὺ ἦταν σύγκελλος τοῦ πατριαρχείου, δέχθηκε νὰ καλύψῃ τὴν πολιτικὴ τῶν Εἰκονομάχων, ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο Β´, ἀπὸ τοὺς πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους τῆς αὐτοκρατορίας.
Τὸ 742 ἀναγκάστηκε νὰ στέψῃ αὐτοκράτορα τὸν Ἀρμένιο
στρατηγό Ἀρτάβασδο, γαμπρὸ ἀπὸ ἀδελφὴ τοῦ νόμιμου διαδόχου Κωνσταντίνου Ε´. Ὁ Ἀρτάβασδος, ποὺ ἐμφανίστηκε ὡς προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἐκθρονίστηκε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Ε´, ὁ ὁποῖος ἐκδικήθηκε τὸν Ἀναστάσιο μὲ δημόσια διαπόμπευση στὸν ἱππόδρομο, μὲ τὴν ποινὴ τῆς τύφλωσης καὶ μὲ τὴν ἐκθρόνιση.
Σύντομα ὅμως τὸν ἐπανέφερε στὸν θρόνο, στὸν ὁποῖο παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατο του (Ἰανουάριος 754).
Φόρτωση