Ἐγεννήθη περὶ τῷ 1520 εἰς τὸ Χάσκιοϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ πατέρα Βούλγαρο κεραμέμπορο καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦτο Μανουήλ. Ἀρχικῶς μοναχὸς εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐξελέγη μητροπολίτης Καισαρείας τῷ 1551 ὑποστηριχθεὶς παρὰ τοῦ πατριάρχου Διονυσίου Β´, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέθεσε ἐξωτερικὰς ἀποστολὰς εἰς Βενετίαν, Ῥώμη καὶ τὴν Κέρκυρα.
Ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος εἰς τὴν Ῥώμη συνήντησε ἰδικῇ του πρωτοβουλίᾳ τὸν πάπα Ἰούλιο Γ´, ἀποτελέσματι νὰ καθαιρεθῇ καὶ νὰ ἀναλάβῃ ἐξαρχικὸ ἀξίωμα εἰς τὴν μητρόπολη Παροναξίας. Τῷ 1551 μετὰ τὴν συγχώρησί του ἀπεσύρθη εἰς τὴν μονὴ Ἁγίας Τριάδος ἐν Χάλκῃ, τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ὠργάνωσε καὶ ἐπλούτισε μετὰ ἀξιολόγου βιβλιοθήκης.
Ἐξελέγη πατριάρχης τῷ Ἰανουαρίῳ τοῦ 1565 ὑποστηριζόμενος ἀπὸ τὸν πρόκριτο Μιχαὴλ Καντακουζινό, ὁ ὁποῖος ὅμως θὰ ἔχει τὴν εὐθύνη καὶ διὰ τὴν καθαίρεση του (τῇ 4ῃ Μαΐου 1572). Κατὰ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῆς πρώτης πατριαρχείας του ἐφρόντισε διὰ τὰ οἰκονομικὰ τοῦ Πατριαρχείου διοικητικαῖς ῥυθμίσεσι καὶ ἀκόμη διὰ περιοδείας εἰς τὴν Μολδαβία. Ἐφάνη διαλλακτικὸς μετὰ τῶν προτεσταντῶν καὶ τῶν ῥωμαιοκαθολικῶν, εὐνοῶν τὴν ἔνωσιν Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς ἐκκλησίας.
Μετὰ τὴν ἐκθρόνισί του ἀνέλαβε τὴν Μητρόπολη Χίου καὶ τὴν Μητρόπολη Λαρίσης ἣν καὶ ἐπώλησε διὰ χίλια φλωρία. Προσεπάθησε ἀνεπιτυχῶς νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο καὶ τῷ 1573 ἐξωρίσθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τῷ 1576 ἐπανέλαβε τὰς προσπαθείας του ὥσπου τῷ Νοεμβρίω τοῦ 1579 ἐξελέγη καὶ πάλιν. Παρέμεινε δὲ εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἕως τῇ 9ῃ Αὐγούστου 1580 ὁπότε ἀπέθανε.