Ὑπῆρξε λόγιος πατριάρχης, ὅστις διῴκησε τὸ πατριαρχεῖο κατὰ τοὺς χαλαιποὺς καιροὺς τῆς φραγκοκρατίας ἐν συνέσει καὶ συνεπείᾳ. Διέμενε εἰς τὴν Νίκαια καὶ ὑπερησπίσθη τὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτησιν· καθῄρεσε δὲ τὸν χειροτονημένο ἀπὸ τὸν ἀντικανονικῶς αὐτοανακηρυχθέντα «πατριάρχη» Βουλγαρίας, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
Ἐνέκρινε τὴν ἀπόσπασιν τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Πεκίου ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ δεχθῇ εἰς ἐκκλησιαστικὴν κοινωνία τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Ἠσαΐα, παρ᾽ ὅτι εἶχε ἀναγκαστεῖ νὰ δηλώσῃ ὑποταγὴ τῷ παπικῷ θρόνῳ.
Ἡ πατριαρχεία του ἐθεμελίωσε τὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν γενικότερων δικαιοδοσιακῶν προβλημάτων κατὰ τὴν κρίσιμο ταύτη περίοδο.