Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1025-1043).
Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Στουδίου κέρδισε τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Β´ τοῦ Βουλγαροκτόνου (976-1025), ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε τὴν ἐκλογή του στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε, ἀλλὰ χωρὶς ἐπιτυχία, ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ἀδελφὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Δ´ τοῦ Παφλαγόνα, καὶ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ πατριάρχη γιὰ τὴν ἐκθρόνισή του, μὲ αἰτιολογικὸ ὅτι ἡ «προστάξει Βασιλείου τοῦ βασιλέως», ἐκλογή του ἦταν ἀντικανονική.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πατριαρχείας του ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴ διοργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου, ὁ ἴδιος δὲ ἵδρυσε μονή, τὴν «τοῦ Κυρίου Ἀλεξίου», καὶ τὴν προικοδότησε, ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατό του ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Θ´ ὁ Μονομάχος ἀφαίρεσε τὰ χρήματα τῆς μονῆς.
Γνώστης τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐπιδίωξε τὴν ἐπιβολὴ τῶν κανονικῶν ἀρχῶν στὸ δίκαιο τοῦ γάμου, στὰ μέτρα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν κ.ἄ.
Ἔτσι ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος κάλυψε μὲ ἀποφάσεις της ζητήματα γάμου καὶ διαζυγίου (ΡΟ 119, 744-748, 828-850), ἐξέδωσε συνοδικοὺς τόμους ἐναντίον τῶν Μονοφυσιτῶν τῆς Μελιτηνῆς καὶ τῶν Μεσσαλιανῶν τῆς Παφλαγονίας κ.ἄ.
Ἡ πατριαρχεία του στὴ μεταβατικὴ περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου συνδέθηκε μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ πειθαρχίας στὸν ἐκκλησιαστικὸ γενικότερα βίο.
Φόρτωση