Ἐγεννήθη ἐν Χρυσουπόλει τῆς Βιθυνίας ἢ ἐν Χαλκηδόνι, ὑπάρχων λόγιος ἀνὴρ μετὰ μεγάλης παιδείας. Περὶ τῷ 1700 προσελήφθη ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Σινᾶ ὡς διδάσκαλος καὶ ἱεροκήρυξ. Τὸν Ἀπριλίο τοῦ 1703 ἐχειροτονήθη ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σινᾶ.
Τῷ 1706 (2 Φεβρουαρίου) παρῃτήθη διὰ νὰ ἀναλάβῃ μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως. Τῷ 1711 οἱ ἱεράρχαι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἐξέλεξαν πατριάρχην Ἀλεξανδρείας δίχως νὰ ἔχῃ παραιτηθῇ ὁ προηγούμενος πατριάρχης Σαμουὴλ Καπασούλης· πράξη ἥτις ὡδήγησε εἰς σύγκρουσι τῶν δύο Θρόνων.
Τῷ 1713 ὁ Σαμουὴλ ἔφθασε νὰ διαπραγματευθῇ μετὰ τοῦ πάπα Κλήμη ΙΑ´ τὴν ἕνωσι μετὰ τῆς Ῥώμης. Ὁ πατριάρχης Κυπριανὸς (1713-1714) ἔδωσε τέλος εἰς τὴν διαμάχη ἀποκαθιστώντας τὸν Σαμουήλ. Τῇ 28ῃ Φεβρουαρίου 1714 ὁ Κυπριανὸς παρῃτήθηκε καὶ εἰς τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ἀνῆλθε ὁ Κοσμᾶς ὑποστηριζόμενος παρὰ τὴν ἰσχυρὰ συντεχνία τῶν γουναράδων καὶ τὸν Μανουὴλ Ἰωάννη Ὑψηλάντη. Μετὰ δύο ἐτῶν (τῇ 23ῃ Μαρτίου 1716) καθῃρέθη καὶ ἐξωρίσθη εἰς τὸ Σινᾶ. Τὸ σημαντικότερο ἔργο του ἐκεῖ ἦτο ἡ ὀργάνωσις τῆς βιβλιοθήκης τῆς μονῆς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σαμουὴλ τῷ 1723 τῇ συγκαταθέσει ὅλων τῶν πατριαρχῶν καὶ τῇ ὑποστηρίξει τοῦ μεγάλου διερμηνέως τῆς Πύλης Γρηγορίου Γκίκα ἀνεκλήθη τῆς ἐξορίας καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Ἔγραψε πολλοὺς λόγους καὶ ὑπομνήματα εἰς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρας. Οἱ κώδικες περιέχοντες τὰ ἔργα του εὑρίσκονται ἐν τῇ πατριαρχικῇ βιβλιοθήκῃ τοῦ Καΐρου.