Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (472-489).
Ἕνας ἀπὸ τοὺς περιφημότερους πατριάρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ τοῦ στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο εἶχε διακριθεῖ ὡς κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὸ κοινωνικὸ τοῦ ἔργο καὶ ἦταν προϊστάμενος ἀξιόλογου Ὀρφανοτροφείου.
Ἡ δραστηριότητα τοῦ αὐτὴ τοῦ πρόσφερε τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα Ἅ’ τοῦ Θράκα (457-474), ποὺ ἦταν θερμὸς ὑποστηρικτὴς τῶν δογματικῶν ἀποφάσεών της Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451).
Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἀκακίου γιὰ τὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο συνέπεσε μὲ μιὰ περίοδο ἐκκλησιαστικῶν δυσχερειῶν, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὶς ἔριδες τῶν ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων της Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου καὶ ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις γιὰ τὴν ἔκταση τῆς διοικητικῆς δικαιοδοσίας τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς Διοικήσεις Ἀσίας, Πόντου καὶ Θράκης.
Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς δυσχέρειες ἐπηρέασαν ἔντονα τὴν πατριαρχεία του. Ἢ ἀντίδραση τοῦ παπικοῦ θρόνου γιὰ τὸν 28ο κανόνα, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ σύνοδος καθόρισε τὴ διοικητικὴ δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὀδήγησε τοὺς δυὸ θρόνους σὲ μακροχρόνια ἔριδα, ποὺ ἐνίσχυσε τὶς διασπαστικὲς τάσεις στὴν Ἀνατολή.
Ἔτσι ὁ Μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος εὐνόησε τὶς αὐτονομιστικὲς τάσεις τοῦ προσκείμενου στοὺς Μονοφυσίτες μητροπολίτη Ἐφέσου καὶ τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἀσιανῆς διοικήσεως, ποὺ συνάντησαν καὶ τὴν κατανόηση τοῦ σφετεριστῆ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θρόνου Βασιλίσκου (475-477).
Ὁ Βασιλίσκος, ποὺ ἀναζήτησε πολιτικὰ ἐρείσματα στοὺς Μονοφυσίτες, προσπάθησε νὰ ἐξουδετερώσει τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεών της Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου καὶ ἐξέδωσε τὸ «Ἐγκύκλιο», μὲ τὸ ὅποιο ἐπέβαλε ἐμμέσως, τὸν Μονοφυσιτισμό.
Ὁ Ἀκάκιος ἀντέδρασε σθεναρὰ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις. Μὲ τὴ βοήθεια τῆς πανίσχυρης μοναστικῆς ἀδελφότητας τῶν «Ἀκοιμήτων» ὀργάνωσε θεαματικῆ ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ «Ἐγκυκλίου», ντύνοντας τὶς ἐκκλησίες μὲ μαῦρα ὑφάσματα σὲ ἔνδειξη πένθους γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἀποκηρύσσοντας τὸ «Ἐγκύκλιο» καὶ προετοιμάζοντας τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Βασιλίσκου.
Μὲ ἐπιστολὴ τοῦ στὸν πάπα Ρώμης Ξιμπλίκιο καὶ τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους πατριάρχες γνωστοποίησε τὸν ἀγῶνα του, γι αὐτὸ καὶ ἐγκωμιάσθηκε ἀπὸ τὸν πάπα. Μὲ τὴν ἴδια σταθερότητα ἀποδοκίμασε τὴν ἀντικανονικὴ διοικητικὴ αὐτονόμηση τοῦ μητροπολίτη Ἐφέσου καὶ τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἀσιανῆς διοικήσεως, ποὺ ἐπιδίωξαν νὰ ἀποκτήσουν «Πατριαρχικὸν δίκαιον» καὶ νὰ ἀνεξαρτητοποιηθοῦν ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ἐκθρόνιση τοῦ Βασιλίσκου καὶ ἡ ἄνοδος στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου τοῦ Ζήνωνα (477-491) μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ Ἀκακίου καὶ τῶν Ὀρθοδόξων δικαίωσαν τὸν ἀγῶνα τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ πέτυχε ὄχι μόνο τὴν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ στὴν Ἀσιανῆ διοίκηση, ἄλλα καὶ τὴν ἄμεση ἀκύρωση τοῦ «Ἐγκυκλίου» τοῦ Βασιλίσκου.
Ὡστόσο οἱ πολιτικὲς καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς διαστάσεις τῆς ἀποσχίσεως ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Μονοφυσιτῶν Αἰγύπτου, Παλαιστίνης καὶ Συρίας δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀγνοηθοῦν. Ἡ Αἴγυπτος, ὁ μεγάλος σιτοβολώνας τῆς Αὐτοκρατορίας, κινδύνευε νὰ χαθεῖ στὴ δίνη τῶν θεολογικῶν συγκρούσεων, ἐνῶ στὴ Συρία ἐνισχύονταν συνεχῶς οἱ Μονοφυσιτικοὶ κύκλοι ἀπὸ τὴ δράση τῶν μοναχῶν.
Ὃ αὐτοκράτορας Ζήνων πέτυχε νὰ κερδίσει τὴ συμπαράσταση τοῦ Ἀκακίου γιὰ μιὰ ἐνωτικὴ προσπάθεια, ποὺ θὰ γεφύρωνε τὶς θεολογικὲς ἀντιθέσεις τῶν “Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν.
Μὲ βάση τὴ συνεργασία αὐτὴ ἐκδόθηκε τὸ «Ἐνωτικόν» διάταγμα (482), ποὺ μὲ ἀσάφεια θεολογικὴ παραμέριζε πλαγίως τη Δ’ Οἰκουμενικὴ σύνοδο καὶ θὰ μποροῦσε ἂν γινόταν δεκτὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀποτελέση τὴ βάση γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν μετριοπαθῶν τουλάχιστον Μονοφυσιτῶν.
Ὡστόσο ἐναντίον τοῦ «Ἐνωτικοῦ» ἐκδηλώθηκαν ἰδιαίτερα οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης Ταλάϊας καὶ Ἀντιοχείας Καλανδίων, ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ προσυπογράψουν τὸ «Ἐνωτικόν». Οἱ δυὸ αὐτοὶ πατριάρχες ἐκθρονίσθηκαν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ στοὺς θρόνους τοὺς ἐκλέχθηκαν οἱ Πέτρος Μογγὸς καὶ Πέτρος Κναφεὺς ἀντίστοιχα.
Ἐναντίον ὅμως τοῦ «Ἐνωτικοῦ» ἀντέδρασαν καὶ οἱ αὐστηροὶ Ὀρθόδοξοι μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς «Ἀκοίμητων». Ἔτσι ἡ ἐνωτικὴ ἀπόπειρα τοῦ Ζήνωνα, ποὺ ἰκανοποιοῦσε κατὰ κάποιο τρόπο τοὺς μετριοπαθεῖς, Ὀρθοδόξους καὶ Μονοφυσίτες, ἀποκρούστηκε τελικὰ ἀπὸ τοὺς ἀκραίους ὀπαδοὺς καὶ τῶν δυὸ τάσεων. Ἡ γνωστοποίηση τοῦ προβλήματος καὶ στὸν παπικὸ θρόνο δημιούργησε πρόσθετες δυσχέρειες, γιατί ὁ πάπας Ρώμης Σιμπλίκιος (468-483) ἀποδοκίμασε τὸ «Ἐνωτικό» καὶ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀκάκιο, καὶ ὁ διάδοχος τοῦ Φήλιξ Γ’ (483-492) μὲ δυὸ συνόδους στὴ Ρώμη (484 καὶ 485) καθαίρεσε καὶ ἀφόρισε τὸν Ἀκάκιο, ποὺ ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν παπικὴ παρέμβαση καὶ περιφρόνησε ὡς ἀντικανονικὲς τὶς παπικὲς ἀποφάσεις.
Ἡ σύγκρουση αὐτὴ τῶν θρόνων Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως προ_κάλεσε τὴ διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως γιὰ 35 χρόνια καὶ διαμόρφωσε τὸ λεγόμενο «Ἀκακιανὸ σχίσμα» (484-519). Ἡ μετριοπαθὴς πολιτικὴ τοῦ Ἀκακίου καὶ ἡ συμπαράσταση στὴν ἐνωτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ζήνωνα, ἀντὶ νὰ ἐνώσει τοὺς Ὀρθοδόξους μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, διαίρεσε καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἐνῶ στὴν Ἀνατολὴ δὲν βρήκε τὴν ἀναμενόμενη ἀποδοχή. Ἀντίθετα ἀπὸ τὶς ἐλπίδες, διαίρεσε σὲ μικρότερες ὁμάδες ὄχι μόνο τοὺς Ὀρθοδόξους ἀλλὰ καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.
Ἡ ἐνωτικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἀκακίου ποὺ συνεπαγόταν τὸν πλάγιο παραμερισμό της Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, τελικὰ ἀποδοκιμάστηκε γενικότερα τὸ 519, ὁπότε καὶ περατώθηκε τὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Ὁ Ἀκάκιος δὲν ἄφησε ἀξιόλογο συγγραφικὸ ἔργο. Σώζονται μόνο
τρεις ἐπιστολὲς πρὸς τὸν πάπα Σιμπλίκιο, καὶ τοὺς πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Πέτρο Μογγὸ καὶ Ἀντιοχείας Πέτρο Κναφέα, ποὺ ἀναφέρονται ἡ μὲν πρώτη στὴν ἀπόκρουση τοῦ «Ἐγκυκλίου» τοῦ Βασιλίσκου, καὶ οἱ ἄλλες δυὸ στὸ «Ἐνωτικό».
Φόρτωση