Υἱὸς τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Α´ Ραγκαβέ, ἐγεννήθη περὶ τὸ 798 ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἔφερε τὸ κοσμικὸ ὄνομα Νικήτας. Μετὰ τὴν ἐκθρόνισι τοῦ πατρός του καὶ τὴν κατάληψι τῆς ἐξουσίας ὑπὸ Λέοντος Ε´ τοῦ Ἀρμενίου (813-820) ὑπεχρεώθη, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του, νὰ ἀσπασθῇ τὸν μοναχισμὸ εἰς ἡλικία 14 μόλις ἐτῶν. Ἠσκήτευσε ἐν τῇ μονῇ τῆς Πρώτης τῶν Πριγκιπονήσων, ὅπου συνέχισε τὰς σπουδάς του καὶ συνεδέθη μὲ τοὺς κύκλους τῶν «Ζηλωτῶν», οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν ὁρισμένας ἐπιφυλάξεις ὡς πρὸς τὴν αὐτόνομο ἀξία τῆς κλασικῆς παιδείας καὶ ὑπερασπίζονταν τὴν αὐστηρὰ προσήλωσι εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Οἱ Ζηλωτὲς εἶχαν κερδίσει τὴν εὔνοια καὶ τῆς φιλοδόξου αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἡ ὀποία ἀπεκατέστησε τὴν τιμὴ τῶν ἰερῶν εἰκόνων (843) καὶ εἶχε προωθήσει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν μετριοπαθῆ Μεθόδιο, παρὰ τὴν ἀντίδραση τῶν Ζηλωτῶν τῆς μονῆς Στουδίου. Ὁ Ἰγνάτιος ἦταν εὐνοούμενος τῶν Στουδιτῶν, ἡ δὲ Θεοδώρα δὲν εἶχε λόγους νὰ μὴν προωθήσει τὸν Ἰγνάτιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μεθοδίου.
Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἰγνατίου ἀμφεσβητήθη ὡς πρὸς τὴν κανονικότητα τῶν διαδικασιῶν, διότι οἱ πολέμιοί του ὑποστήριξαν ὅτι ἐξελέγη ὑπὸ τῆς αὐτοκράτειρας, ἐνῷ ὁ ἴδιος δὲν ἀντέκρουσε μὲ πειστικότητα τὴν κατηγορία. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἐκλογή του μὲν ἔγινε ἀπὸ σύνοδο, ἀλλὰ τὴν συνοδικὴ ἀπόφασι ἐθάῤῥυνε ἡ ὑπόδειξις τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας. Ἡ διαδικασία αὐτὴ ἦτο γνωστὴ εἰς τὸ Βυζάντιο, οἱ δὲ Ζηλωταὶ δὲν εἶχαν λόγους νὰ παρακάμψουν τὰς καθιερωμένας κανονικὰς διαδικασίας, ἀφοῦ δὲν ἀλλοιωνόταν τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Ἐν τοῦτοις, ἡ ἀντίπαλος παράταξη τῶν Ζηλωτῶν, οἱ Πολιτικοί, δὲν ἐνθουσιάστηκαν ἀπὸ τὴν προώθηση τοῦ Ἰγνατίου εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ἠγέτης τοὺς ἦταν ὁ πολυμήχανος μητροπολίτης Συρακουσῶν Γρηγόριος Ἀσβεστᾶς, προσωπικὸς φίλος τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Μεθοδίου καὶ ἀντίπαλος τῶν Ζηλωτῶν ἤδη κατὰ τὴν περίοδο τῆς πατριαρχίας τοῦ Μεθοδίου. Ὁ Γρηγόριος Ἀσβεστᾶς δὲν εἶχε λόγους νὰ ἀντιδράσῃ εἰς τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰγνατίου, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἐκδηλώσει ἀκραῖας τάσεις, δι´ αὐτὸ καὶ ἐθεώρησε αὐτονόητη τὴ συμμετοχή του εἰς τὴν ἐνθρόνισι τοῦ νέου πατριάρχου. Ὁ Ἰγνάτιος ὅμως εἴτε διὰ προσωπικοὺς λόγους ἢ καὶ μὲ ὑπόδειξι τῶν φανατικῶν Στουδιτῶν, ἀπηγόρευσε εἰς τὸν Γρηγόριο νὰ λάβῃ μέρος καὶ δημιούργησε ἄμεσο ἀντιπαράθεση μὲ τὴν παράταξη τῶν Πολιτικῶν, τοὺς ὁποίους συμπαθοῦσε καὶ ὑποστήριζε ὁ καίσαρας Βάρδας, θεῖος καὶ ἐπίτροπος τοῦ ἀνηλίκου αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Γ´. Ὁ Γρηγόριος Ἀσβεστᾶς ἐνίσχυσε τοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν πανίσχυρο καίσαρα, ὁ ὁποῖος ἐκέρδιζε συνεχῶς ἔδαφος καὶ ἐπηρέαζε τὸν νεαρὸ αὐτοκράτορα.
Ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος συνειδητοποίησε προοδευτικῶς τὴν ἀπειλὴ καὶ μὲ ὑπόδειξη τῶν φανατικῶν φίλων τοῦ συνεκάλεσε σύνοδο, περὶ τὸ 853, καὶ καθῄρεσε τὸν Γρηγόριο Ἀσβεστὰ καὶ τοὺς ὀπαδούς του ἐπισκόπους Σάρδεων Πέτρο καὶ Ἀπαμείας Εὐλάμπιο. Ἡ εὐρυτέρα ἀναμέτρησις τῶν δύο παρατάξεων ἦταν πλέον ἀναπόφευκτη, ὁ δὲ Ἰγνάτιος κινήθηκε βεβιασμένα καὶ ἐδέχθη τὰς συκοφαντίας ἐναντίον τοῦ καίσαρα Βάρδα διὰ ἀνήθικας σχέσεις μὲ τὴ χήρα τοῦ υἱοῦ του, μὲ συνέπεια νὰ ἀπαγορεύσει εἰς τὸν καίσαρα Βάρδα τὴν θεία κοινωνία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων. Ἡ ἀντιπαράθεσις εἶχε πλέον ἐκτυλιχθεῖ εἰς ἀνοικτὴ σύγκρουσι εἰς μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἐνηλικίωσι τοῦ νεαροῦ αὐτοκράτορος εἶχε ἰσχυροποιήσει τὸν Βάρδα καὶ εἶχε ἀποδυναμώσει τὴν Θεοδώρα. Ἡ ἀπόφασι διὰ τὴν ἀπομάκρυνσι τῆς Θεοδώρας καὶ τῶν θυγατέρων της ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ τὸν ἐγκλεισμό τους εἰς μοναστήριον προυκάλεσε τὴν ἄμεσο ἀντίδρασι τοῦ Ἰγνατίου, ὁ ὁποῖος εἶχε προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ ἠρνήθηκε νὰ τελέσῃ τὴν διαδικασία τῆς κουρᾶς. Ὁ καίσαρας Βάρδας κατηγόρησε τὸν πατριάρχη διὰ ὀργάνωσι συνωμοσίας ἐναντίον τοῦ νεαροῦ αὐτοκράτορος καὶ τὸν κατήγγειλε ὡς ἔνοχο γιὰ ἔσχατη προδοσία. Ὁ Ἰγνάτιος ἠναγκάστηκε νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, παρὰ τὰς ἀντιθέτους ἀπόψεις τῶν φανατικῶν ὀπαδῶν του καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ βιογράφου του Νικήτα τοῦ Παφλαγόνος. Ἀπομακρύνθηκε δὲ εἰς τὴν νῆσο Τερέβινθο λόγω τῶν προκληθέντων ἀναταραχῶν ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς Θεοδώρας καὶ τοῦ Ἰγνατίου.
Ἡ προώθησις τοῦ μετριοπαθοῦς Φωτίου εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο δὲν ἐνόχλησε τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἰγνατίου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλαχίστους ἐξαιρέσεις, ἀλλὰ ἡ συμμετοχὴ τοῦ μητροπολίτου Συρακουσῶν Γρηγορίου Ἀσβεστᾶ εἰς τὴν χειροτονία τοῦ Φωτίου ὑπῆρξε νέο ἐρέθισμα διὰ τὴν ἀντιπαράθεση τῶν δυὸ παρατάξεων. Οἱ ἐλάχιστοι Ἰγνατιανοὶ ἐπίσκοποι καὶ οἱ Ζηλωταὶ διεκήρυξαν τὴν πίστη τους εἰς τὸν πατριάρχη Ἰγνάτιο καὶ ὑποστήριζαν ὅτι ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ χειροτονία τοῦ Φωτίου ἦσαν ἀντικανονικαί. Ἐπακολούθησαν διώξεις τῶν Ἰγνατιανῶν, ὁ δὲ Φώτιος ἠναγκάστη νὰ συγκαλέσῃ σύνοδο, ἡ ὁποία προέβη εἰς τὴν καθαίρεση τοῦ Ἰγνατίου. Ἡ ἐξορία τοῦ Ἰγνατίου εἰς τὴ Μυτιλήνη ἦταν συνέπεια τῶν ἔκρυθμων καταστάσεων αἱ ὁποῖαι δημιουργήθησαν ἀπὸ τοὺς Ἰγνατιανοὺς καὶ τοὺς Ζηλωτάς, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν τὴν παρέμβαση τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἡ ὑπόθεσοσ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰγνάτιος ἤσκησε κανονικὸ «ἔκκλητο» εἰς τὸν παπικὸ θρόνο ἀπεδείχθη ἐσφαλμένη ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα τῶν πρακτικῶν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (861), τὰ ὁποῖα διασώθηκαν εἰς τὴν λατινικὴ συλλογὴ κανόνων τοῦ καρδιναλίου Deus Dedit. Εἰς τὴν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ποὺ συνεδρίασε ἐν τῷ ναῳ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, συμμετείχον καὶ παπικοὶ ἀντιπρόσωποι, οἱ ὁποῖοι ἐνημερώθησαν διὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Ἰγνατίου καὶ ἀπεδέχθησαν τὴν κανονικότητα τῆς ποινῆς. Ὁ Ἰγνάτιος προσπάθησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸ γεγονὸς τῆς συνόδου, ἀλλὰ ἡ κατάστασις ἐλεγχόταν ἀπόλυτως ἀπὸ τὸν πατριάρχη Φώτιο. Ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος ἀναθεώρησε τὴν ὅλη ὑπόθεσι μὲ μόνο σκοπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς κανονικότητος τῆς διαδικασίας τῆς συνόδου ποὺ καθῄρεσε τὸν Ἰγνάτιο.
Ἡ ἀντικανονικὴ ἐπέμβαση τοῦ πάπα Νικολάου Α´ εἰς τὸ ὅλο ζήτημα ὠλοκληρώθη μὲ τὰς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ (863), σύμφωνα τὰς ὁποῖες κατεδικάζοντο οἱ παπικοὶ ἀντιπρόσωποι εἰς τὴν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο καὶ καθῃρέθη ὁ πατριάρχης Φώτιος μὲ αἰτιολογικὸ τὴν ἀντικανονικότητα τῆς ἐκλογῆς του. Ἡ νέα προοπτικὴ τοῦ ζητήματος ἐνίσχυσε τὰς ἀντιδράσεις τῶν Ἰγνατιανῶν, ἡ δὲ ἄνοδος στὸν θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βασιλείου Α´ (867-886) ἐπανέφερε εἰς τὸ προσκήνιο τὸν Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἐπεμβάσει τοῦ νέου αὐτοκράτορος ἐπανῆλθε εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο (867) διὰ νὰ ἰκανοποιηθοῦν οἱ Ζηλωταί. Ἡ σύγκλησις συνόδου ἐν Κωνσταντινουπόλει διὰ τὴν ἐπικύρωση τῶν μεταβολῶν εἰς τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέδειξε ὅτι οἱ Ζηλωταὶ εἶχαν ἐλάχιστα ἐρείσματα εἰς τὴν ἱεραρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ἀλλὰ οἱ παπικοὶ ἀντιπρόσωποι συνέδεσαν τὸ ἔργο τῆς συνόδου αὐτῆς μὲ τὰς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ καὶ ἀξίωσαν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς συνόδου νὰ ὑπογράψουν ἐκ τῶν προτέρων παπικὸ λίβελο ποὺ θεμελίωνε τὴν ἀναγνώριση τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἡ παπόφιλη αὐτὴ σύνοδος (869-870) ἐπικύρωσε τὴν καθαίρεση τοῦ Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἠρνήθη νὰ ἀπολογηθεῖ εἰς τὸ ἀντικανονικὸ αὐτὸ συνοδικὸ ὄργανο. Ὁ Ἰγνάτιος ἠνέχθη τὰς παπικὰς προσηλώσεις, ἀλλὰ ἀπέκρουσε τὴν ἀξίωσι τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων διὰ τὴν ὑπαγωγὴ εἰς τὸν παπικὸ θρόνο τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ τῆς Βουλγαρίας. Ἀντιθέτως ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προώθησε ἀποφασιστικῶς τὴν ὀργάνωσι τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας ὡς μητροπόλεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου καὶ ἠγνόησε τὰς προκλήσεις τοῦ πάπα Ἰωάννη Η´. Ἐν τῷ μεταξὺ ἀποκατεστάθησαν καὶ αἱ σχέσεις τοῦ Ἰγνατίου μὲ τὸν Φώτιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνακληθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ εἶχε ἀναλάβει τὴν ἀγωγὴ τῶν τέκνων τοῦ αὐτοκράτορος. Ἡ συνδιαλλαγὴ τῶν δυὸ μεγάλων πατριαρχῶν ἔγινε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἰγνατίου, ὁ ὁποῖος ἐμπιστεύθηκε τοὺς πιστοὺς φίλους του εἰς τὴ μέριμνα τοῦ Φωτίου. Ὁ Ἰγνάτιος ἐκοιμήθη τῇ 23ῃ Ὀκτωβρίου 877 καὶ τιμᾶται ὡς ἅγιος ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.