Κατήγετο ἐκ Συρίας ἢ Παλαιστίνης καὶ ἐμόνασε ἐν Ἰεροσολύμοις καὶ εἰς τὸ Μέλαν Ὅρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατεῖχε προηγουμένως τὴν μητρόπολην Ἀδριανουπόλεως (1250-1265).
Συνεδέετο φιλικῶς μετὰ τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν αὐθαίρετον καθαίρεσιν καὶ τὸν ἀφορισμὸν τοῦ νομίμου πατριάρχου Ἀρσενίου Αὐτωρειανοῦ, ἐπέβαλεν τὴν ἐκλογήν του εις τὸν πατριαρχικὸν θρόνον (Συνοδικός Τόμος τοῦ 1265). Ἡ παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας μετάθεσις τοῦ Γερμανοῦ ἐκ τῆς μητροπόλεως του, καθὼς καὶ ἡ ἀνώμαλος ἐκλογή αὐτού ὡς πατριάρχου, προεκάλεσεν ἔντονον ἀντίδρασιν τοῦ λαοῦ, τοῦ κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν, ἡ ὁποία, ἐξαιτίας τῆς κακῆς διακυβερνήσεως καὶ τῆς τυφλῆς ὑπακοῆς αυτοῦ εἰς τὸν αὐτοκράτοραν, μετετράπη γρήγορα εἰς μίσος (τὸν ἀποκαλοῦσαν εἰρωνικῶς Μαρκουτζᾶ).
Ὅταν ὁ Μιχαὴλ Παλαιολόγος, διὰ νὰ ἀποκαταστήσῇ τὴν εἰρήνην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐπεδίωξε τὴν ἄρσιν τοῦ ἀφορισμοῦ τοῦ Ἀρσενίου, ὁ Γερμανὸς ἠναγκάσθη εἰς παραίτησιν καὶ ἀπεσύρθη εἰς τὴν Μονὴν τῶν Μαγγάνων. Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ἡ φιλία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν διετηρήθη καί, ὅταν ὁ Μιχαὴλ ἀπεφάσισε τὴν ἕνωσιν μετὰ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Γερμανὸς ἐδέχθη νὰ συμμετάσχῃ εἰς τὴν Σύνοδον τῆς Λυόν, τῷ 1274.