Προηγουμένως ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διεδέχθη εἰς τὸν θρόνο τὸν Ἀνατόλιο. Ὑπῆρξε λόγιος ἰεράρχης καὶ διεκρίθη διὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, τὴν παραδειγματικὴ ταπεινότητά του καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του. Καταπολέμησε τὴν αἴρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ δίκαια χαρεκτηρίσθη «μύστης τῶν εὐσεβῶν δογμάτων, φύλαξ καὶ θεσμοθέτης τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων» (Νεόφυτος Ἔγκλειστος).
Δι´ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐνεκηρύχθη ἅγιος ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν τὸ 458 ἢ 459 πληροφορήθηκε ὅτι εἰς τὴν Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὀργίαζε ἡ σιμωνία, συνεκάλεσε ἐνδημοῦσα Σύνοδο ἐν Κωνσταντινουπόλει μὲ τὴ συμμετοχὴ 82 ἀρχιερέων, ἡ ὁποία ἐθέσπισε αὐστηροτέρας ποινὰς κατὰ τῆς σιμωνίας ἀπὸ αὐτὰς τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Χαλκηδόνι. Παραλλήλως ἐξέδοσε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς ἀπαντᾶς τοὺς ὀσιωτάτους μητροπολίτας, ἡ ὁποία ἀργότερα ἀπέκτησε Κανονικὸ κύρος. Τὸ Πηδάλιο, ὅπερ περιέχει ἐπίσης τὸ κείμενο τῆς ἐγκυκλίου, προσθέτει εἰς τοὺς παραλῆπτάς της καὶ τὸν πάπα Ῥώμης, γεγονὸς ὑποδεικνῦον τὴν συνεργασία τοῦ Γενναδίου μὲ τὸν πάπα. Μία δευτέρα ἐπιστολή, μὲ Κανονικὸ ἐπίσης περιεχόμενο, ἐστάλθη ἀπὸ τὸν Γεννάδιο πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Μαρτύριο (461-465).
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Γενναδίου ὑπῆρξε ἰδιαιτέρως ἀξιόλογο. Ἔγραψε ἐρμηνευτικὰ ὑπομνήματα εἰς τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ ἰδίως εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἀπὸ αὐτὰ διεσώθησαν μόνο μερικὰ ἀποσπάσματα διὰ τὴν Ἔξοδο, τὴν Γένεσι καὶ τὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ἅτινα περιλαμβάνονται εἰς ἐρμηνευτικὰς Σειρὰς. Μερικὰ ἀποσπάσματα ἐπίσης διεσώθησαν ἀπὸ δογματικὰ ἔργα του, καθῶς καὶ ἀπὸ σύγγραμμά του, ποὺ ἐγράφη κατὰ τὰ ἔτη 431-432, πρὶν ἀπὸ τὴν ἄνοδό του εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, κατὰ τῶν δώδεκα ἀναθεματισμῶν τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἄλλα ἀποσπάσματα σῴζονται ἀπὸ πραγματεία του ἀποτελούμενη τουλάχιστον ἀπὸ δύο βιβλία του· Πρὸς Παρθένιον, ὁμόφρονα τοῦ Νεστορίου, εἰς τὴν ὁποία πιθανὸν κυριαρχοῦσε ἐπίσης παρόμοια μὲ τὸ προηγούμενο ἔργο του ἀντικυρίλλεια τάση. Διεσώθη ἐπίσης τμῆμα Ἐγκωμίου του εἰς τὸν Τόμο τοῦ πάπα Λέοντος Α´ πρὸς τὸν Φλαβιανό, εἰς τὸ ὁποῖο καταφαίνονται τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του. Τέλος, σῴζεται καὶ ἓν μικρὸ κείμενο τοῦ Γενναδίου εἰς μορφὴ προσευχῆς πρὸς τὸν μάρτυρα Ἐλευθέριο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ζητεῖ νὰ συνετίσει ἢ νὰ τιμωρήσει ἕνα παρεκτραπέντα κληρικὸ, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε εἰς τὸν ναό του. Ὁ Γεννάδιος Μασσαλίας, ἀποδίδει εἰς τὸν πατριάρχη Γεννάδιο πολλὰς ὀμιλίας, ἀπὸ τὰς ὁποῖες ὅμως δὲν διεσώθη καμία. Ἀξιοσημείωτο γεγονὸς τῆς πατριαρχείας τοῦ Γεννάδιου εἶναι ἡ ἵδρυση, μὲ τὴ φροντίδα του, τῆς περιφήμου ἀργότερα Μονῆς τοῦ Στουδίου (463), τὴν ὁποία ἐπάνδρωσε μὲ μοναχοὺς ἀπὸ τὴ Μονὴ τῶν Ἀκοίμητων (περίπου 1.000 κατὰ τὴν παράδοσι).
Ὁ Νεόφυτος Ἔγκλειστος (1134-1214) ἔγραψε ἐγκώμιο στὸν Γεννάδιο, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Γεννάδιος παρῃτήθη ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα διὰ λόγους ὑγείας καὶ ὥρισε διάδοχό του τὸν πρεσβύτερο Ἀκάκιο, ἄνθρωπο τοῦ περιβάλλοντός του. Ὁ ἴδιος ἐπεσκέφθη ὡς ἁπλὸς μοναχὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατόπιν τὴν Κύπρο. Ἐκεῖ περιπλανώμενος εἰς προάστιο τῆς Πάφου, ἀναζητῶντας τὸ ἀσκητήριο τοῦ περιφήμου ὁσίου Ἰλαρίωνος, πέθανε ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο.
Κ. Μανίκας