Γαβριὴλ ὁ Δ´ ἐγεννήθη ἐν Σμύρνῃ, ὅπου ὁ ἀδελφός του Χριστόδουλος διετέλεσε ἱατρὸς καὶ διδάσκαλος. Ἐχειροτονήθη παρὰ τοῦ Σμύρνης Νεοφύτου ἐπίσκοπος Μοσχονησίων.
Τῷ 1767 ἔγινε μητροπολίτης Ἰωαννίνων καὶ τῷ 1771 μετετέθη εἰς τὴν μητρόπολη Παλαιῶν Πατρῶν (1771-1780), ἀπὸ ὅπου καὶ ἐκλέχθηκε Οἰκουμενικὸς πατριάρχης μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σωφρονίου Β´.
Γαβριὴλ ὁ Δ´ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνὴρ εὐπρεπὴς τὸ σῶμα, ἀγαθὸς τοὺς τρόπους, ἐκκλησιαστικώτατος καὶ τῆς μουσικῆς ἐγκρατής» (Κ. Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων· Τὰ σῳζόμενα φιλολογικὰ συγγράμματα, Α´, Ἀθῆναι 1871). Τοῦ πατριάρχου Γαβριὴλ Δ´ σῴζονται Κανονικαὶ Διατάξεις, Ἐγκύκλιοι καὶ Ἐπιστολαί, μερικαὶ τῶν ὁποίων ἐδημοσίευσε ὁ Ph. Meyer εἰς τὸ ἔργο· Die Haupturkunden fur die Geschichte der Athoskloster, Leipzig 1894.
Ὁ Γαβριὴλ ἀπεκατέστησε τὸν Ἀθανάσιο Πάριο, ὅστις εἶχε καθαιρεθεῖ διὰ τὰς περὶ κολλύβων καὶ μνημοσύνων ἔριδας τῶν Ἀγιορειτῶν μοναχῶν.
Ἀπέθανε τῇ 29ῃ Ἰουνίου 1785 καὶ ἐτάφηκε εἰς τὸν ἴδιο τάφο μὲ τὸν προκάτοχό του, εἰς τὸν ναὸ τῶν Ἀσωμάτων, εἰς τὸ Μέγα Ῥεῦμα Κωνσταντινουπόλεως.