Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Φασιανῆς κ. Ἀντώνιος (Παρόπουλος), ἒγγονος μεταναστῶν ἀπό τόν Πόντον εἰς τήν σημερινήν σύγχρονον Τουρκίαν, ἐγεννήθη εἰς Νέαν Ἰερσέην τήν 15ην Ἰανουαρίου 1953. Κατόπιν συμπληρώσεως τῶν ἐγκυκλίων αὐτοῦ σπουδῶν ἐνεγράφη εἰς Κολλέγιον ἀνωτάτης ἐκμαθήσεως ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπέκτησε πτυχίον λογιστικῶν, καί ἐν συνεχείᾳ ἐνεγράφη εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐν Βοστώνῃ, ἐκ τῆς ὁποίας ἀπεφοίτησε τό 1979 λαβών πτυχίον Θεολογίας μετ’ἐπαίνου. Καθ’ὃλην τήν διάρκειαν τῆς φοιτήσεως αὐτοῦ εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν καί ἐπί πλέον διά τέσσαρα περίπου ἒτη μετά τήν ἀποφοίτησιν αὐτοῦ, ἠργάσθη εἰς τό Ἑλληνικόν Κολλέγιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης προσφέρων τάς ὑπηρεσίας αὐτοῦ ἐκ διαφόρων θέσεων. Τό ἒτος 1983 ἀνέλαβεν ὡς ὑπο-Διευθυντής τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Ἁγίου Βασιλείου (κέντρον παιδικῆς κατοικίας καί μερίμνης εἰς τήν περιοχήν Garrison τῆς Νέας Ὑόρκης), καί ἐν συνεχείᾳ τό 1984 ἀνέλαβε τήν διεύθυνσιν τοῦ Ἐθνικοῦ Τμήματος Κοινοτικῶν Λογιῶν εἰς τά κεντρικά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ.
Εἰς Διάκονον ἐχειροτονήθη τήν 18ην Αὐγούστου 1985 καί εἰς Πρεσβύτερον τήν 3ην Δεκεμβρίου 1989 ὑπό τοῦ ἀοιδίμου τότε Ἀρχιεπισκόπου Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰακώβου. Ὡς Διάκονος καί ὡς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε παρά τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ, ἐξυπηρετῶν συγχρόνως τό Γραφεῖον τῆς Πρωτοσυγκελλίας ὡς Βοηθός Πρωτοσυγκέλλου καί ὡς Διευθυντής τοῦ Προσωπικοῦ τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς. Τήν 24ην Φεβρουαρίου 1991 ἒλαβε τό ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου παρά τοῦ ἰδίου ὡς ἂνω Ἀρχιεπισκόπου.
Ἐν συνεχείᾳ μετέβη εἰς Ἑλλάδα διά μεταπτυχιακάς σπουδάς, ὃτε ἐπανελθών εἰς Ἀμερικήν μετά παραμονήν ἑνός ἒτους εἰς Θεσσαλονίκην, διωρίσθη ὡς Ἱερατικῶς Προϊστάμενος τῆς ἐν Μπρόνξ Νέας Ὑόρκης Ἑλληνορθοδόξου Κοινότητος Ζωοδόχου πηγῆς ἓως τό 1995, ὁπότε ἐπέστρεψεν εἰς τά κεντρικά γραφεῖα τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς καί ἀνέλαβε τόν συντονισμόν τῆς προσεχοῦς ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως τοῦ ἒτους 1996 καί συγχρόνως τά τῆς ἀποχωρήσεως λόγῳ συνταξιοδοτήσεως τοῦ Γέροντος αὐτοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰακώβου. Κατά τό αὐτό ἒτος διωρίσθη Διευθυντής τοῦ Οἲκου Εὐγηρίας Ἁγίου Μιχαήλ εἰς Yonkers Νέας Ὑόρκης, παραμένων εἰς τήν θέσιν αὐτήν ἓως σήμερον, ἐνῶ παραλλήλως τό 2001 ἀνέλαβε καί ὡς Διευθυντής τοῦ Τμήματος Φιλανθρωπίας τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς καί ὡς Πνευματικός Σύμβουλος τοῦ Τμήματος Κυριῶν Φιλοπτώχου Ἀδελφότητος (2001-2011).
Τήν 11ην Δεκεμβρίου 2001 ἐξελέγη ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Βοηθός Ἐπίσκοπος παρά τῷ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀμερικῆς κ. Δημητρίῳ ὑπό τόν τίτλον Φασιανῆς, τῆς χειροτονίας αὐτοῦ εἰς Ἐπίσκοπον πραγματοποιηθείσης τήν 23ην Φεβρουαρίου 2002 ἐν τῷ Ἀρχιεπισκοπικῷ Καθεδρικῷ Ναῷ Ἁγίας Τριάδος ἐν Νέᾳ Ὑόρκῃ. Τό 2009 διωρίσθη ὑπό τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κ. Δημητρίου Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς, καί συγχρόνως τό 2010 διωρίσθη μέλος τῆς Γραμματείας τῆς Συνελεύσεως Κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων Βορείου καί Κεντρικῆς Ἀμερικῆς, ἀσκῶν ἓως σήμερον τά καθήκοντα αὐτοῦ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν ὡς ἂνω θέσεων.