Ὁ Ἰερεμίας κατήγετο ἀπὸ τὴν Πάτμο, εἶχε ἀξιόλογον μόρφωσι καὶ πρὸ τῆς ἐκλογῆς του εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦτο μητροπολίτης Καισαρείας.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας του, παρὰ τὰς ἀντιδράσεις καὶ τὰς συνωμοσίες, προσεπάθησε νὰ βελτιώσῃ τὰ οἰκονομικὰ τοῦ πατριαρχείου, ἀπεδέχθη τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Πέτρου διὰ τὴν κατάργησι τοῦ πατριαρχείου Ῥωσίας, ὥρισε τὸν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν Λουθηρανῶν καὶ τῶν Καλβινιστῶν στὴν Ὀρθοδοξία μόνο διὰ μύρου, τῇ συμμετοχῇ τ=ν πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ἀπεδοκίμασε συνοδικῶς τὰς πλάνας τῆς Ῥωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐπέδειξε μέγα ἐνδιαφέρον διὰ τὴν παιδείας τοῦ ὑποδούλου Γένους κ.λπ.
Ἡ συνωμοσία τοῦ ἠγεμόνος τῆς Μολδαβίας Γρηγορέσκου Γκίκα καὶ ἀρχιερέων τοῦ θρόνου κατέληξε εἰς τὴν ἐκθρόνισι, τὴν ἐξορία εἰς τὴν μονὴ Σινᾶ καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ Ἰερεμίου. Τὸ 1732 ἐπανῆλθε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἐπέτυχε νὰ ἀνακτήσῃ τὸν θρόνο, ἀλλὰ δὲν εἶχε πλέον τὴν δυνατότητα νὰ διοικήσῃ.
Ἐξωρίσθη πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀπέθανε τῷ 1735 ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ τῆς Μεγίστης Λαύρας.