Ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς καὶ νωρὶς ἱερέας, ἀνεδείχθη εἰς ἐξαίρετον ῥήτορα καὶ σθεναρὸν ἀντιῤῥητικὸ θεολόγο κατὰ τῶν ἀντιπάλων τοῦ Παλαμᾶ, διὰ τοῦτο καὶ ὠνομάσθη «διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας».
Ἦτο ἀνθενωτικός, ἀποφασιστικὸς καὶ συνετὸς ἀντίπαλος τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας· ἐστάλη δὲ ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Β´ τοῦ Παλαιολόγου (1391-1425) διὰ διαπραγματεύσεις μετὰ τοῦ πάπα Οὐρβανοῦ Στ´ εἰς Ῥώμην.
Ἡ ἀποστολή του αὕτη ἐστέφθη ἐπιτυχίᾳ, δίχως νὰ δεσμευθῇ εἰς τίποτε, διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἐπανῆλθε εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάσθη ἀρχιμανδρίτης καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς ὀνομαστῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, ὁλίγο δὲ ἀργότερα Μέγας Πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
Κατὰ τὴν πατριαρχεία του προσεπάθησε νὰ χειραφετηθῆ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορικὴν κηδεμονία. Ἀπὸ τὰ ἔργα του διεσώθησαν μόνον μία σύντομος φιλοσοφικὴ διατριβή· Περὶ τοῦ ὄντος καὶ τοῦ μὴ ὄντος, καθὼς καὶ δύω ἐπιστολαί του.