Ὁ Διονύσιος ἐγεννήθη ἐν Δημητσάνᾳ τῆς Πελοποννήσου· ἐκάρη μοναχὸς ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονὴ Μαγγάνων ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὅπου διέπρεψε τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ εὐσεβείᾳ ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ πνευματικοῦ του, ἁγίου Μάρκου, μητροπολίτου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐχειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο.
Αἰχμάλωτος τῶν Τούρκων ἐν Ἀδριανουπόλει, ἐξηγοράσθη παρὰ τοῦ ἄρχοντος Κυρίτζη καὶ ἐχειροτονήθηκε μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως ὑπὸ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου (1454-1456). Τῷ Ἰανουαρίῳ τοῦ 1467 ἀνῆλθε εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῇ προστασίᾳ τῆς χριστιανῆς μητριᾶς τοῦ σουλτάνου Μεχμὲτ Β´ (1430-1481) κυρα-Μάρως καὶ ἐπατριάρχευσε μέχρι τὸ 1472.
Ἐσυκοφαντήθη δὲ ὅτι κατά τὴν διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του ἐν Ἀδριανουπόλει ἐδέχθη περιτομὴ καὶ ἐτούρκεψε, ἀλλὰ ἀπέδειξε ὅτι ἡ κατηγορία ἦτο ψευδὴς ἐνώπιον κριτηρίου ἀρχιερέων καὶ λαοῦ «ἐπιδείξας τὴν σάρκα αὐτοῦ εἰς ὅλον τὸν λαόν» καὶ ὅλοι εἶδαν «τὴν καθαρότητα καὶ παρθενίαν αὐτοῦ…, διότι δὲν ἧτο σαρκὸς σημεῖον εἰς αὐτόν, ἤγουν τοῦ αὐλοῦ, εἰ μὴ μόνον ὁλίγον κομμάτι τομάρι…», καὶ ἀπεσύρθη εἰς τὴν Μονὴ Εἰκοσιφοινίσσης Δράμας, ἐν ᾗ ἐγκατεβίωσε καὶ μετὰ τὴν δευτέρα πατριαρχεία του (1488-1490) μέχρι τὸν θάνατο του τῷ 1492 καὶ τῆς ὁποίας θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ.
Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀνεκηρύχθη ἅγιος καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται τῇ 23ῃ Νοεμβρίου. Ἀκολουθία καὶ κανόνα πρὸς αὐτὸν ἔγραψε ὁ σύγχρονός του Μ. Ῥήτωρ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Μανουὴλ ὁ Κορίνθιος, ἄλλον δὲ κανόνα πρὸς αὐτὸν συνέταξε ὁ πρωτοσύγκελλος Ξάνθης Χρύσανθος.
Βιβλιογραφία· Τ. Γριτσοπούλου, Μελέτη περὶ τοῦ βίου καὶ ἀκολουθία τοῦ ἀπὸ Φιλιππουπόλεως οἰκ. πατριάρχου Διονυσίου Α´ τοῦ ἐκ Δημητσάνης, Ἀθῆναι 1955.