Ἱερώτατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ,
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ὁ Κύριος μᾶς ἀξιώνει σήμερον νὰ τελῶμεν καὶ πάλιν εἰς τὸν ἱστορικὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου Σμύρνης Πατριαρχικὴν Θείαν Λειτουργίαν, μετὰ ἐνενῆντα τέσσαρα ἔτη ἀπὸ τὴν δραματικὴν διάλυσιν τῆς τοπικῆς χριστιανικῆς κοινότητος καὶ ἀναγκαστικὴν ἀποχώρησιν αὐτῆς ἀπὸ τὸν τόπον, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἐπὶ χιλιετίας ἡ ἠγαπημένη πατρὶς καὶ ἡ κοιτὶς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς δημιουργίας ἀθανάτων πνευματικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἔργων, τῶν ὁποίων ἡ μαρτυρία καὶ τὰ μαρτύρια εἶναι παγκοσμίως προβεβλημένα.
Ἐρχόμενοι εἰς τὴν Σμύρνην δὲν αἰσθανόμεθα ὅτι ἐρχόμεθα εἰς αὐτὴν διὰ πρώτην, δευτέραν ἢ τρίτην φοράν, ἀλλ᾿ ἁπλῶς βιώνουμε τὰ συναισθήματα τοῦ «ξενειτεμένου», ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει εἰς τὴν πατρίδα του, εἰς τὴν οἰκίαν του, εἰς τοὺς ἰδικούς του, ὅπως τὰ περιγράφει ὁ Σμυρναῖος βραβευμένος ποιητὴς τῆς Ρωμιοσύνης Γιῶργος Σεφέρης, τὸ σύγχρονον αὐτὸ κλέος τῆς ἀκτινοβόλου Σμύρνης, εἰς τόν «Γυρισμὸ τοῦ ξενιτεμένου»:
«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο
τὰ δένδρα μοῦ ἔρχονται ὡς τὴ μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».
Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ νοσταλγοῦμε τὴν Σμύρνη, διότι Σμύρνη σημαίνει ἥλιος, φῶς καὶ θάλασσα. Φῶς τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Ἆραγε εἶναι τυχαῖον ὅτι ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῆς πόλεως ἦτο ἀφιερωμένος εἰς ἁγίαν ἐπώνυμον τοῦ φωτός, τὴν Ἁγίαν Φωτεινήν; «Τὸν ἥλιο ποὺ τὴν φώτιζε μποροῦσες νὰ τὸν ξεκρεμάσεις καὶ νὰ τὸν βάλεις στὸ δισάκι σου», γράφει πάλι ὁ Γιῶργος Σεφέρης (Μέρες Δ΄, 6 Ἰουλίου 1942). Αὐτὸς ὁ ἥλιος τῆς Σμύρνης τῶν παιδικῶν του χρόνων, αὐτὸ τὸ φῶς τῆς Σμύρνης, θὰ μετουσιωθῇ ἀργότερα εἰς ποίησιν, ἡ ὁποία θὰ συγκινήσῃ ὁλόκληρον τὸν πνευματικὸν κόσμον τῆς Εὐρώπης, ὥστε τὸ 1963 νὰ τοῦ ἀπονεμηθῇ τὸ Βραβεῖον Νόμπελ. Ἡ διάκρισις αὐτὴ ἀσφαλῶς δὲν ἦτο διάκρισις μόνον διὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πατρίδα τοῦ ποιητοῦ, τὴν Σμύρνην, διότι αὐτὴ διεδραμάτισε καθοριστικὸν ρόλον εἰς τὴν διάπλασιν τῆς προσωπικότητός του καὶ εἰς τὴν ποιητικήν του ἔμπνευσιν. Ναί! Ἡ Σμύρνη ἐνέπνευσε τὸν Σεφέρην.
Ἐπὶ χιλιετηρίδες, λοιπόν, ἡ Σμύρνη, ὅπως καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις, καὶ ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ἐν γένει Ἀνατολή, ὁ Πόντος καὶ ἡ Καππαδοκία, ἐκχέουν τὸ φῶς τοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἡλιόλουστος θάλασσα τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Ἰωνίας ἔγινε τὸ λίκνον ἑνὸς λαμπροῦ πολιτισμοῦ, αἱ ρίζαι τοῦ ὁποίου χάνονται εἰς τὸν Ὅμηρον καὶ φθάνουν μέχρι τὸν Σεφέρη. Ἡ Σμύρνη ὑπῆρξεν ἐπὶ χιλιετίες ὁ ἑνωτικὸς δεσμὸς λαῶν, τῶν ὁποίων αἱ ἀκταὶ διαβρέχονται ἀπὸ τὰ αἰγαιικὰ κύματα καὶ ἔγινε κοινὸς ἀποδέκτης τῶν πόθων, τῆς δημιουργίας ἀλλὰ καὶ τῶν καϋμῶν, τῆς χαρᾶς, τοῦ πόνου, τῶν συμφορῶν των. Καὶ τί δὲν εἶδαν τὰ κύματα αὐτῆς τῆς θάλασσας κατὰ τὸ παιγνίδισμά των μὲ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου; Εἶδαν ἀλησμόνητες στιγμὲς εὐτυχίας ἀλλὰ καὶ στιγμὲς ἀνείπωτης δυστυχίας, ἐμπρὸς εἰς τὰς ὁποίας ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀλγεῖ καὶ δὲν ἔχει λόγους νὰ ἐκφράσῃ τὰ αἰσθήματά του, τὸ ἐσωτερικόν του εἶναι.
Σήμερον, ὅμως, καὶ ἐνῷ συμπληρώνονται περίπου ἑκατὸν ἔτη ἀπὸ τὴν περίοδον ἐκείνην «τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης», ἔχουμε κάθε λόγον νὰ εἴμεθα αἰσιόδοξοι, ὅτι ἕνα καινούργιο αὔριον ἀνατέλλει διὰ τὸ κόσμημα τοῦτο τῆς Ἀνατολῆς, τὴν Σμύρνην μας.
Εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς Ἰωνικῆς παραλίας ἐφιλοξενήθησαν διαχρονικῶς σπουδαιότατοι πολιτισμοί. Ὁ τόπος αὐτὸς συνέβαλεν ἀποφασιστικῶς εἰς τὴν διαμόρφωσιν παγκοσμίων καὶ πανανθρωπίνως παραδεκτῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος, ἀπὸ τῶν Προσωκρατικῶν Φιλοσόφων, τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας, τῶν λογίων καὶ συγγραφέων, μέχρι σήμερα. Ἡμεῖς, οἱ σύγχρονοι συνεχισταὶ καὶ ὁροφύλακες τῶν ἀξιῶν τούτων, ἔχομεν ἱστορικὴν εὐθύνην καὶ χρέος, ὑπερβαίνοντες μεγαλοψύχως καὶ ἐν πνεύματι ἀγαθῆς συνεργασίας καὶ ἀγάπης τὰς ἀντιπαλότητας καὶ τραγωδίας τοῦ παρελθόντος, νὰ συνεχίσουμε τὴν εἰρηνικὴν καὶ δημιουργικὴν συνύπαρξιν, πρὸς κοινὸν ὄφελος καὶ κοινὴν πρόοδον. Εἶναι προτιμότερον νὰ στρέψωμεν τὴν προσοχήν μας εἰς ὅσα μᾶς ἑνώνουν καὶ νὰ δείχνουμε τὴν ἀνοχήν μας εἰς τὴν ἑτερότητα τῆς ταυτότητος, εἰς τὴν διαφορετικότητα τοῦ ἄλλου.
Εὐχόμεθα, λοιπόν, μὲ ἀφορμὴν τὴν σημερινὴν εὔσημον ἡμέραν, ἡ Σμύρνη καὶ ἡ Ἰωνία νὰ παραμένουν τόποι εἰρήνης καὶ ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων, τόποι ἀνοχῆς -ἢ μᾶλλον ἀποδοχῆς- τῶν μειονοτήτων, τόποι καλλιεργείας τοῦ πνεύματος, τόποι προόδου καὶ πολιτισμοῦ, ὅπως ἦσαν πάντοτε εἰς τὴν μακραίωνα ἱστορίαν των.
Ἡ ἐποχή μας χρειάζεται, ὅσον ποτὲ ἄλλοτε, τὸν διάλογον μὲ ὅλους. Τὸ ἀποδεικνύουν αὐτὸ τὰ σύγχρονα δραματικὰ γεγονότα. Ἔχουμε ἀνάγκην ἀπὸ κοινωνίαν, ἡ ὁποία θὰ σέβεται ὅλους καὶ θὰ κυβερνᾶται μὲ δικαιοσύνην, ἰσότητα καὶ ἀδελφοσύνην. Οὐδεὶς εἶναι ἀνεπιθύμητος καὶ περιφρονητέος. Οὐδεὶς περισσεύει. Ὅλοι χωροῦν εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουμε καὶ νὰ κατανοήσουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ γένους, ἐθνότητος ἢ καταγωγῆς, γλώσσης ἢ θρησκείας, ὅτι ὁ Θεὸς «ἀγάπη ἐστίν», ὅπως τὸ διεκήρυξε πρὸ δύο περίπου χιλιετηρίδων ὁ ὄχι μακρὰν τῆς πόλεως ταύτης διαβιώσας Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης∙ ὅπως τὸ ἀποδεικνύει ἐμπράκτως ὁ σήμερον λειτουργικῶς τιμώμενος Ποιμὴν τῆς πόλεως αὐτῆς Ἅγιος Βουκόλος. Ἀρκεῖ νὰ κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι τὸ μῖσος, ὁ φθόνος, ὁ πόλεμος, ὁ φονταμενταλισμός, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μὲ τὸν Θεὸν ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἀνθρωποκτόνον διάβολον.
Εὐχαριστοῦμεν τοὺς ἀξιοτίμους Νομάρχην καὶ Δήμαρχον Σμύρνης, οἱ ὁποῖοι μᾶς δίδουν τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιοῦμε κάθε χρόνο τὸν πόθον τῆς ἐπιστροφῆς μας εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Διὰ νὰ τονίσουμε δὲ τὸ γεγονός, ἀνταποκρινόμενοι εἰς τὰς προσκλήσεις τῶν Δημάρχων καὶ τῶν ἄλλων κοινωνικῶν φορέων τῆς περιοχῆς, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ αἴτημα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς κοινότητος τῆς πόλεως, ἔχουμε καθιερώσει δύο Πατριαρχικὰς καὶ ποιμαντορικὰς ἐπισκέψεις κατ᾿ ἔτος εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Σμύρνης, τὴν μίαν ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, ὅπως σήμερα, καὶ τὴν ἄλλην μὲ ἀφορμὴν τὴν μνήμην τοῦ προστάτου τῆς Ἐφέσου ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, εἰς τὰς 8 Μαΐου ἐν συνδυασμῷ μὲ μίαν λειτουργίαν εἰς τὴν Μενεμένην.
Πιστεύουμε ὅτι τοιουτοτρόπως ἀποδίδουμε καὶ φόρον τιμῆς καὶ μνήμης εἰς ὅσους πρὸ ἡμῶν εἶχαν μαρτυρικὸν τέλος εἰς τοὺς τόπους αὐτούς, μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ταυτότης των ἦτο διαφορετική, ἰδιαιτέρως ὅμως ἀποδεικνύουμε εἰς τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, χάρις καὶ εἰς τὰς προσπαθείας τοῦ ἀκαμάτου Ἱερατικῶς Προϊσταμένου τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης Ὁσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Κυρίλλου Συκῆ, ὅτι ὑπάρχουμε, λειτουργικῶς καὶ πνευματικῶς, εἰς τοὺς χώρους τούτους, μαρτυροῦντες τὰς μοναδικὰς ἐκείνας Ὀρθοδόξους ἀξίας, ποὺ παραδειγματίζουν καὶ διαιωνίζουν τὰς ἀξίας μας καὶ τοὺς χώρους καὶ τοὺς τόπους, καὶ τοὺς τρόπους καὶ τοὺς χρόνους καὶ τὰς στιγμάς, καὶ τὰς μεταβάλλουν εἰς παραμένουσαν αἰωνιότητα.
Εὐχαριστοῦμε θερμῶς ὅσους προθύμως συνοδεύουν τὸν Πατριάρχην εἰς τὸ ὁδοιπορικὸν τοῦτο μνήμης, καὶ ἦλθαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀποθέσουν ὀλίγα ἄνθη εἰς μέρη μαρτυρικά, αἱματοβαμμένα καὶ ἁγιασμένα, ἄνθη πραγματικὰ καὶ ἄνθη μυστικὰ καρδιακῶν σταλαγμῶν καὶ δακρύων καὶ προσευχῶν καὶ δεήσεων πρὸς τὸν τὰ πάνθ᾿ ὁρῶντα Κύριον.
Ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμε καὶ πατρικῶς συγχαίρουμε καὶ εὐλογοῦμε τὸν λίαν ἀγαπητὸν π. Κύριλλον, ὁ ὁποῖος δίδει τὸ ἰδικόν του παρὼν εἰς τὰ μέρη αὐτὰ καὶ θυσιαστικῶς διακονεῖ τὴν πνευματικὴν αὐτὴν νεκρανάστασιν, ἡ ὁποία δίδει θάρρος καὶ ἐλπίδα εἰς ὅλους μας.
Εὐχαριστοῦμε τοὺς Μικρασιατικοὺς Συλλόγους, οἱ ὁποῖοι ὅλα αὐτὰ τὰ ἔτη μὲ τὰς προσκυνηματικὰς ἐκδρομὰς στηρίζουν τὰς προσπαθείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κρατοῦντες ἀκοίμητον τὴν φλόγα τῆς πίστεως.
Εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριον, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου, νὰ εὐλογῇ πάντας καὶ νὰ χαρίζῃ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν προαναπαυσαμένων καὶ μαρτυρικῶς ἐν προσφυγίᾳ καὶ ἀνεχείᾳ τελειωθέντων ἀδελφῶν μας τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ βασιλείᾳ Του. Ἀμήν.