«Φωνή ἐν Ραμᾶ ἠκούσθη, θρῆνος καί κλαυθμός καί ὀδυρμός πολύς˙ Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αὐτῆς, καί οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν».
Σήμερα, ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, βρισκόμαστε ἐδῶ γιά ἕνα ἱερό καί ὑπέρτατο χρέος οἱ Ἴμβριοι τῆς Ἴμβρου, οἱ Ἴμβριοι οἱ ξενητεμένοι, φίλοι τῆς Ἴμβρου καί μαζί μας οἱ Ἴμβριοι πού βρίσκονται στό ὑπερπέραν, στήν ἄλλη ὄχθη. Ἡ στρατευομένη τοπική Ἐκκλησία τοῦ νησιοῦ μας καί ἡ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς ἑνώνονται στήν ἁγία Μαρίνα τοῦ Σχοινουδιοῦ γιά νά προσευχηθοῦν γιά τά παλληκάρια καί τίς κοπέλλες μας, 25 τόν ἀριθμό, πού πρόωρα καί ἄδικα χάθηκαν στά νερά τοῦ Αὔλακα τόν Ἰούλιο τοῦ 1950 καί ξανά τόν Ἰούλιο τοῦ 1955, πρίν ἀπό 65 καί 60 χρόνια ἀντίστοιχα.
Δέν εἶχαν ἔλθει οἱ μαῦρες μέρες τοῦ 1964. Ζούσαμε ἀμέριμνοι, κατά τά πατροπαράδοτα ἔθιμά μας, φτωχοί ἀλλά εὐτυχισμένοι, ξεχασμένοι ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο σέ αὐτήν τήν ἄκρη τῆς γῆς, ὅμως τίμιοι νοικοκυραῖοι μέ τά πανηγύρια μας, μέ τίς ξωμεριές μας, μέ τά κοπάδια μας, μέ τούς ἔρωτες τῶν νέων μας καί τά βιολιά καί τά σαντούρια πού συνόδευαν τούς γάμους των, μέ τήν παραδοσιακή εὐσέβεια καί τήν προσήλωσί μας στήν πίστι τῶν πατέρων μας, εὔγλωττη ἔκφρασι τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν τά πολυάριθμα ἐξωκκλήσια μας. Ἔτσι λοιπόν ὄμορφα καί καλά, ἥσυχα καί εἰρηνικά, ζούσαμε οἱ Ἴμβριοι σ᾿ αὐτή τή «Μικρή Πατρίδα».
Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τί ἔγραφε γιά τή δική του Μικρή Πατρίδα πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια ὁ Παρασκευᾶς Καρασούλας:
«Δέν ἔκανα ταξίδια μακρινά
τά χρόνια μου εἶχαν ρίζες, ἦταν δέντρα
πού τά ντυσε μέ φύλλα ἡ καρδιά
καί τ᾿ ἄφησε ν᾿ ἀνθίζουν μές τήν πέτρα.
Δέν ἔκανα ταξίδια μακρινά
οἱ ἄνθρωποι πού ἀγάπησα ἦταν δάση
οἱ φίλοι μου φεγγάρια, ἦταν νησιά
πού δίψασε ἡ καρδιά μου νά τά ψάξει.
Τό πιό μακρύ ταξίδι μου ἐσύ
ἡ νύχτα ἐσύ, τό ὄνειρο τῆς μέρας
Μικρή Πατρίδα σῶμα μου κι᾿ ἀρχή
Ἡ γῆ μου ἐσύ, ἀνάσα μου κι᾿ ἀέρας.
Δέν ἔκανα ταξίδια μακρινά
Ταξίδεψε ἡ καρδιά μου κι᾿ αὐτό μοῦ φτάνει
Σέ ὄνειρα σ᾿ αἰσθήματα ὑγρά
Τό μυστικό τόν κόσμο ν᾿ ἀνασάνει…»
Κι᾿ ἐνῶ ὅλα κυλοῦσαν σ᾿ αὐτούς τούς ρυθμούς τῆς ζωῆς μας ἐδῶ στό νησί, μιά μέρα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1950 ἕνα μαῦρο χαμπάρι διαδόθηκε ἀπό τή μιά ἄκρη του στήν ἄλλη, κι᾿ ἀργότερα σ᾿ ὅλη τήν Ἰμβριακή διασπορά, ὅτι στόν Πύργο τήν παραμονή τῆς Ἁγίας Ἄννας, πνίγηκαν δέκα ἕξη νέοι καί νέες, καί ἔτσι τό πανηγῦρι τοῦ Πύργου μετατράπηκε «σέ ἕνα βουβό καί πένθιμο πανηγῦρι».
Ἤμουν τότε 10 ἐτῶν. Στο χωριό μου, καί μάλιστα στήν ἡλικία μου, τό Σχοινούδι μᾶς ἦταν σχεδόν ἀπρόσιτο. Ἔτσι ἀμυδρά μόνον ἄκουσα γιά τήν τραγωδία ἐκείνη καί ἀργότερα διάβασα περισσότερα στό περιοδικό «ΙΜΒΡΟΣ», τοῦ ὁποίου ἤμουν φανατικός ἀναγνώστης ἀπό μικρός.
Ὅμως, ἤμουν πλέον μεγαλύτερος καί ἤμουν μαθητής τῆς Χάλκης ὅταν συνέβη τό δεύτερο παρόμοιο δυστύχημα τίς ἴδιες μέρες καί στόν ἴδιο τόπο τόν Ἰούλιο τοῦ 1955.
Ὁ Γέροντας Μελίτων ἀπουσίαζε στήν Πόλι. Ἐγώ μέ τόν ἀείμνηστο π. Σπυρίδωνα Δαμδᾶ πού τόν ἀντικαθιστοῦσε εἴμασταν στή Μητρόπολι ὅταν κατέφθασε ἡ θλιβερή εἴδησι ἀπό τό Σχοινούδι μέ τήν ἐπιπρόσθετη πληροφορία ὅτι μεταξύ τῶν θυμάτων ἦταν καί ὁ Δημητρός Πινηρός, τελειόφοιτος τῆς Θεολογικῆς μας Σχολῆς. Τόν Δημητρό πού εἶχε στή Χάλκη τίς ἐξετάσεις τοῦ Ἰουνίου τόν ἀποχαιρέτισα φεύγοντας στό τέλος τοῦ Μαΐου καί μέ εἶπε «Καλή ἀντάμωσι, Δημητρό, στήν Ἴμβρο σέ κανένα μῆνα». Αὐτή ἡ συνάντησίς μας ἐπέτρωτο νά γίνῃ ἐδῶ στήν Ἁγία Μαρίνα ὅταν ἐκεῖνος ἔκειτο ἐκτάδην στό φέρετρό του μαζί μέ τά ἄλλα παλληκάρια καί τίς κοπέλλες μας κι᾿ ἐγώ μέ τούς ἄλλους πενθηφοροῦντες συμπατριῶτες μας, μέσα σέ ἀτμόσφαιρα θρήνου, κοπετοῦ, ἀνείπωτου βουβοῦ πόνου, καθ᾿ ἥν στιγμήν δέν εἶχαν κλείσει ἀκόμη οἱ πληγές ἀπό τό προηγούμενο δυστύχημα τοῦ ΄50 πού εἶχε συνταράξει τούς ἁπανταχοῦ Ἰμβρίους. Ἦταν ἐδῶ στό παραθρόνιο ὁ καϊμακάμης τῆς ἐποχῆς, συμμετείχαν στήν κηδεία ὅλοι οἱ ἱερείς τοῦ νησιοῦ- θυμοῦμαι ὅτι τόν ἀγαπητό Δημητρό Πινηρό τόν ἐνταφίασε ὁ ἀείμνηστος π. Πανάρετος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας. Καί ἔκτοτε, κάθε φορά πού ἐρχόμουν στήν Ἴμβρο, ἐπισκεπτόμουν τόν τάφο του καί τή χαροκαμένη μητέρα του κυρά-Καλλιόπη, ἡ ὁποία μέσα στόν μεγάλο καϋμό της εἶχε βάψει μαῦρα τά πάντα στό φτωχικό της: τραπεζομάντηλα, κουρτῖνες, κουβέρτες, ὅλα, καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα τόν λεβέντη της, ὅπως καί οἱ ἄλλες χαροκαμένες μάνες καί πατέρες καί ἀδέλφια καί ὅλοι οἱ συγχωριανοί τῶν θυμάτων τοῦ ΄50 καί τοῦ ΄55.
Τώρα εἶναι χρόνια πού ἔχει φύγει καί ἡ κυρά-Καλλιόπη. Τόν συνάντησε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν φίλησε τόν Δημητρό της ἐκεῖ στόν ἄλλο κόσμο. Ἐγώ συνεχίζω νά ἐπισκέπτωμαι τόν τάφο του κάθε φορά πού ἔχω τήν εὐλογία νά πατῶ τό χῶμα τῆς Πατρίδας.
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ὅλοι μαζί γυρίζουμε πίσω καί θυμούμαστε. Ὁ Murat Yaykın στό βιβλίο του «ΙΜΒΡΟΣ» ἐρωτᾷ: «τί ἄλλο εἶναι ἡ θύμηση παρά ἡ ἀποκρυστάλλωση τῶν ἀναμνήσεων σέ πόνο;». Καί σέ ἄλλο σημεῖο, σάν λεζάντα στίς πολύ ὄμορφες φωτογραφίες του, λέγει: «Ὁ θάνατος καί τό κυπαρίσσι. Ἡ προσευχή. Ἡ δάφνη. Τό μνημόσυνο τό σαραντάμερο».
Σήμερα ζοῦμε σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα θύμησης, πόνου, προσευχῆς, νοσταλγίας, διαβεβαίωσης τῶν ἀγαπημένων μας ἐκείνων ὅτι δέν τούς ξεχάσαμε παρά τά ἑξήντα καί τά ἑξήντα πέντε χρόνια πού πέρασαν ἀπό τά μοιραῖα ἐκεῖνα τῆς δεκαετίας τοῦ ΄50. Τούς ὀφείλαμε τό σημερινό πανιμβριακό μνημόσυνο διότι ὅλοι αὐτοί πού ἄδικα χάθηκαν τότε στήν ἄνοιξι τῆς ζωῆς τους εἶναι δικοί μας. Καί τούς σκεπάζει ἡ δική μας γῆ ἐν τῇ προσδοκίᾳ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.
Σήμερα, αὐτοί πού ἔφυγαν ἔτσι ἀναπάντεχα καί τραγικά στό ταξίδι τοῦ οὐρανοῦ, καί οἱ ἄλλοι συμπατριῶτες πού εἰρηνικά ἐκοιμήθησαν στά μετέπειτα χρόνια, καί ἐμεῖς «οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι» συναντώμεθα μέσα στό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί ραίνουμε σήμερα τούς τάφους τῶν θυμάτων τοῦ Μέρχα καί τοῦ Σκυλόγκρεμνου μέ ἄνθη τῆς Ἰμβριώτικης γῆς, ἀπό αὐτά πού δέν ἐνεδύθη οὖτε ὁ Σολομών ἐν πάσῃ τῇ μεγαλοπρεπείᾳ του• ἀπό αὐτά τά ἀγριολούλουδά μας, πού ἐπιμένουν νά φυτρώνουν καί νά μᾶς γλυκαίνουν τήν ὅρασι ὅ,τι καί ἄν συμβαίνῃ γύρω μας. Μ᾿ αὐτά τά λουλούδια τῆς δικῆς μας γῆς θά πλέξουμε καί τό στεφάνι πού σέ λίγο θά ρίξουμε στή θάλασσα, στόν τόπο τῆς τραγωδίας, σάν ἕνα χαιρετισμό θύμησης, ἀγάπης καί νοσταλγίας ἀπό ἐμᾶς τούς ζωντανούς στούς πεθαμένους.
Θά τούς συναντήσουμε. Ὅταν θά ἔλθῃ καί πάλιν ὁ Κύριος, αὐτή τή φορά μετά δόξης, διά νά κρίνῃ ζῶντας καί νεκρούς. Θά εἶναι μία συνάντησις πού θά διαρκέσῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων. Διότι «τῆς βασιλείας Αὐτοῦ οὔκ ἔσται τέλος». «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Αἰωνία σας ἡ μνήμη, ἀδελφοί μας! Εὔχεσθε ἀπό τή χώρα τῆς ἀληθινῆς καί αἰώνιας ζωῆς γιά μᾶς καί γιά τήν Ἴμβρο μας. Ὥρα σας καλή! Καλή ἀντάμωσι! Ἀμήν.