Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐξοχώτατοι,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατε Πρόεδρε κ. Ἰσακίδη,
Εὐλογημένοι γόνοι τῶν Καππαδόκων καὶ ὅλοι οἱ προσελθόντες προσκυνηταὶ τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ τοῦ φημισμένου χωρίου τῶν Γουρδουνιωτῶν,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ γῆ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐπὶ αἰῶνας, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπερέβησαν τὰ σκότη τῆς ἀγνωσίας καὶ τοῦ παντοειδοῦς ἀνθρωπίνου πάθους διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι ἔζησαν καὶ ἐδίδαξαν εἰς αὐτὴν τὸν Λόγον τῆς Ἀληθείας, μᾶς συνεκέντρωσεν ἀπόψε εἰς τὸν Ἱερὸν αὐτὸν Ναὸν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, εἰς εὐχαριστίαν καὶ δοξολογίαν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ὅπου τοῦ προσφέρομεν «ἑσπερινὸν ὕμνον καὶ λογικὴν λατρείαν» «κλίνοντες εὐλαβῶς τὸ γόνυ τῆς καρδίας».
Προσφέρομεν δὲ τὴν λατρείαν μας αὐτὴν μέσα ἀπὸ τὰς κατακόμβας τῆς «Καππαδόκων χώρας», ὅπου ἐλατρεύετο διὰ συμβόλων ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Θεοῦ Υἱὸς καὶ Σωτήρ, ὡς «ΙΧΘΥΣ», ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν περικαλλῶν κάποτε Ναῶν, ὅπου ἐξεχύθη ἡ Χάρις ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἁγίων καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκμήν της ὡς τὸ στόμα σοφίας, ὡς ἡ βάσις τῶν δογμάτων, ὡς τὸ θαῦμα τῆς οἰκουμένης. Αὐτή, μὲ μίαν λέξιν, εἶναι ἡ Ἁγιοτόκος Καππαδοκία. Ἕνα Θαῦμα. Μάλιστα δὲ τὸ θαῦμα τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν.
Μᾶς ἀξιώνει, λοιπόν, καὶ ἐφέτος τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ εὑρισκώμεθα ἐδῶ, ἔκπληκτοι ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ ἕνα αἰῶνα περίπου, ἐπιτρέπει εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην μὲ τὸν λαόν του νὰ προσέρχωνται προσκυνηταὶ καὶ συγχρόνως ἱερουργοὶ αὐτοῦ τοῦ συνεχοῦς μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἄλλας λέξεις, μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀπολαμβάνωμεν, ὡς ταπεινοὶ συνεχισταὶ ἐκείνων τῶν διαλαμψάντων ἐδῶ πατέρων μας, τὰ κρίματα τῆς δημιουργίας τῆς φημισμένης Ὀρθοδόξου Καππαδοκίας. Τὰ κρίματα αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Πολιτισμός μας, λειτουργικός, δογματικός, ἁγιαστικός, μνημειώδης, συνεχὴς καὶ ἀκατάπαυστος.
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εὑρισκόμεθα εἰς χῶρον οἰκεῖον, τὸν χῶρον τῶν Καραμανλήδων Ὀρθοδόξων, ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας ἐκήρυξαν τὸν Χριστόν «οὕτως, ὥστε πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος» (Πράξ. ιδ΄, 1-2). Συγκίνησις καὶ δέος ἀσφαλῶς διακατέχουν ὅλους ἡμᾶς, ἐὰν ἀναλογισθῶμεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τόπον συνδεδεμένον στενῶς μὲ τὴν Πόλιν καὶ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μὲ δεσμοὺς ἀκαταλύτους, μέχρι τοῦ σημείου εἰς κάθε Πατριαρχικὸν ἑσπερινὸν νὰ μνημονεύωνται οἱ «εὐσεβεῖς Γουρδουνιῶται» καὶ ἡ «Συντεχνία» τους εἰς τὴν Πόλιν, ὡς εὐεργέται τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίον ἤρχοντο εἰς τὴν Βασιλεύουσαν Πόλιν, τὴν ἕδραν μας, οἱ εὐσεβεῖς Γουρδουνιῶται καὶ ἐπεδίδοντο εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας καὶ ἐδημιούργουν αὐτὸν τὸν λεγόμενον καὶ γνωριζόμενον Ὀρθόδοξον Καραμανλήδικον πολιτισμόν, τὸν ὁποῖον μετουσίωσαν εἰς εὐεργεσίαν πρὸς τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν καὶ πρὸς τὸ Γένος μας, ὥστε μέχρι σήμερον νὰ προσευχώμεθα δι᾿ αὐτούς. Καὶ ἀπόψε, τοὺς ἀνταποδίδομεν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν προσευχήν μας, εἰς τὸν ἰδικόν τους τόπον, εἰς τὸ χωριό τους. Εἰς τὸ χωριὸ αὐτὸ τῶν Γουρδουνιωτῶν, ποὺ ἡ συντεχνία των ἔφερε κάποτε τὸ νερὸ εἰς τὸ Πατριαρχεῖον μας, ἐδέσποζεν ἄλλοτε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἡ ὁποία καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐπωνυμίαν, ἐκ τοῦ κτήτορος αὐτῆς Γορδηνοῦ, καί, κατ᾿ ἄλλους ἱστορικούς, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἄλλοτε Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γορδίου.
Καὶ εἶχε ζυμωθῆ τὸ ἦθος τῶν Καππαδοκῶν Γουρδουνιωτῶν μὲ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰς ἑορτάς της, μὲ τὰς παραδόσεις της, μὲ τοὺς ἁγίους της. Κάθε βράχος ἦτο καὶ ἕνας τόπος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Κάθε Καππαδόκης Γουρδουνιώτης εἶχεν ὄνειρον καὶ τάμα νὰ ἀφιερώσῃ κάτι εἰς τὸν Κύριον: παιδίον-ἱερέα, ναὸν ἢ παρεκκλήσιον, ὡς μαρτυροῦν τὰ πολλὰ παρεκκλήσια τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομαστὸν ἦτο τὸ μικρὸν ὑπόγειον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς καὶ τὸ λαξευτὸν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Οἱ Καππαδόκες διακρίνονται διὰ τὴν πίστιν τους τὴν ζωντανήν, τὴν ὁποίαν ἐξέφραζον κυρίως μὲ τὴν ἀνέγερσιν περικαλλῶν Ναῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκπαιδευτηρίων. Ὅπως ὁ Ναὸς αὐτὸς εἰς τὸν ὁποῖον προσευχόμεθα, ὁ ὁποῖος ἀνηγέρθη ταυτοχρόνως μὲ τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς ἀντικατάστασιν παλαιοῦ ὁμωνύμου παρεκκλησίου. Ὑπάρχει ἡ διήγησις ὅτι οἱ ξενιτεμένοι Γουρδουνιῶται, ποὺ ἐδημιούργησαν τὴν συντεχνίαν τους εἰς τὴν Πόλιν, κάθε χρόνο ἔκαναν προσκύνημα εἰς τὸ χωριό τους αὐτό. Ἔφερναν δὲ μαζί τους τὸ τάμα, δηλαδὴ τὸ χρυσὸ φλουρί, ἢ τὴν ἀσημένιαν κανδήλαν, εἰς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου τους. Τὰ κατέθεταν εἰς τὴν εἰκόνα, ἔκαναν τὸν σταυρόν τους καὶ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀξιώνῃ ὁ Θεὸς νὰ πραγματοποιοῦν κάθε χρόνον τὸ προσκύνημά τους. Αὐτὰ διηγεῖται ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος, πρὶν τὴν ἀνταλλαγήν, εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά του.
Αὐτὸ τὸ ἔθιμον τῶν ξενιτεμένων Γουρδουνιωτῶν, ἡμεῖς οἱ μὴ Γουρδουνιῶται, ἤλθαμε νὰ πραγματοποιήσωμεν ἀπόψε σὰν χρέος εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς προγόνους μας ἐκείνους, ποὺ διετήρησαν τὸ κανδῆλι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀκοίμητον, καὶ μᾶς τὸ παρέδωκαν ὡς ζωῆς εὐεργεσίαν. Ἤλθαμε νὰ τοὺς ἀνάψωμεν τὸ κερί μας, νὰ προσευχηθοῦμε δι᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι δὲν τοὺς ξεχνᾶμε, ὅτι μόλις οἱ καιροὶ καὶ αἱ περιστάσεις μᾶς τὸ ἐπέτρεψαν, εἴμεθα πάλι κοντά τους, ἕνα σῶμα, μία ψυχή, μία Ἐκκλησία, καὶ νὰ προσφέρωμεν εἰς τοὺς ἀειμνήστους Γουρδουνιώτας ποὺ ἐθυσιάσθησαν ἐδῶ, ἡμεῖς ὅλοι ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ συνοδοί του, τὴν καρδιάν μας.
Πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν Καππαδοκικὴν γῆν, εἰς τὰ ἐρείπια τῶν ἱερῶν της Ναῶν, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι λαξευμένοι εἰς τοὺς λιθίνους ὄγκους της, καὶ μαρτυροῦν τὸν καρπόν, ὄχι τὸν πρόσκαιρον καὶ τὸν παρερχόμενον καὶ τὸν μεταβαλλόμενον εἰς ἐρείπια λήθης, λησμονιᾶς δηλαδή, ἀλλὰ τὸν καρπὸν τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀσκήσεως τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸν πύργον τῆς αἰωνιότητος. Τὸν καρπὸν αὐτὸν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἁγιότητος τῶν Γουρδουνιωτῶν καὶ γενικῶς τῶν Καππαδοκῶν τιμῶμεν. Εἰς τὸν ἑσπερινὸν αὐτὸν στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, παρελθὸν καὶ παρόν, ἑνούμεθα εἰς τὴν ὑπέρχρονον Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀναφέρομεν ἅπαντες ἀπὸ κοινοῦ τὸν αἶνον καὶ τὴν δοξολογίαν εἰς τὸν Δημιουργόν, Προνοητὴν καὶ Σωτῆρα μας, εἰς τὰς παντοδυνάμους χεῖρας τοῦ Ὁποίου ἀναθέτομεν μὲ ἐμπιστοσύνην τὸ μέλλον καὶ τοῦ τόπου τούτου, τὴν ἔκβασιν τοῦ πόνου καὶ τῶν στεναγμῶν γενεῶν καὶ γενεῶν ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων.
Λοιπόν, ἀδελφοί, «ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν καὶ ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν», κρατοῦμε ἀναμμένη τὴν λαμπάδα καὶ τὴν κανδήλα τῆς Ἀναστάσεως ἐν Καππαδοκίᾳ ἀπόψε, αὔριον ἐν Ἀνακού, μεθαύριον πάλιν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ πάντοτε ἐν ἁπάσῃ τῇ δεσποτείᾳ Κυρίου, καί, ἐν τέλει, εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, «δῶρον πλέκοντες ὕμνον εὐχαριστίας» τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀμήν.