Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐξοχώτατοι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, εὐλαβεῖς συμπροσκυνηταὶ τῆς ἁγιοτόκου Καππαδοκικῆς γῆς,
Ἀκολουθήσαντες, διὰ μίαν ἀκόμη φοράν, τὴν προτροπὴν τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου «κυκλώσατε, λαοί, Σιὼν καὶ περιλάβετε αὐτήν• καὶ δότε δόξαν ἐν αὐτῇ τῷ ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν», ἐκυκλώσαμεν καὶ ἡμεῖς τὴν νοητὴν Σιών, τὸ ἱερὸν θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ τούτου τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Σινασσοῦ, καὶ ἐδώκαμεν δόξαν τῷ ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν Ἀρχηγῷ καὶ τελειωτῇ τῆς πίστεώς μας. Τὸν εὐχαριστήσαμε, διότι μᾶς ἀξίωσε καὶ ἐφέτος νὰ προσκυνήσουμε εἰς τὸν τόπον τοῦτον τὸν ἅγιον, εἰς τὴν ἁγιοφρούρητον Καππαδοκίαν, καὶ νὰ τελέσουμε τὸν ἑσπερινόν, μὲ τὴν εὐγενῆ ἄδειαν τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, εἰς τὸν ἱερὸν τοῦτον ναὸν ὁ ὁποῖος ἀνεπέτασε τὰς πύλας του διὰ νὰ ὑποδεχθῇ ἐγκαρδίως τοὺς προσκυνητὰς ἐξ Ἑλλάδος καὶ ἀλλαχόθεν, διὰ νὰ ὑποδεχθῇ τὰ τέκνα τῶν κτιτόρων, ἀνακαινιστῶν καὶ εὐλαβῶν ἀπογόνων αὐτῶν.
Διακόσια ὀγδόντα πέντε ἔτη συμπληρώνονται ἐφέτος ἀπὸ τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ ἱεροῦ τούτου ναοῦ καὶ ἑκατὸν ἑξῆντα τέσσαρα ἐκ τῆς ἀνακαινίσεως αὐτοῦ, ὡς μαρτυρεῖ ἡ κτιτορικὴ ἐπιγραφή, καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δείγματα τῆς εὐσεβείας τῶν Σινασσιτῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ Καππαδόκαι, οὐδέποτε ἐφείσθησαν χρημάτων, προκειμένου νὰ ἀνεγείρουν ἱεροὺς ναοὺς πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπαινον τῶν ἁγίων του. Διὰ τοὺς Καππαδόκας, ἄλλωστε, κάθε σπήλαιον, κάθε ὀπὴ βράχου ἦτο ἱκανὴ νὰ μετατραπῇ εἰς ναὸν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἦτο ἐπαρκὴς διὰ νὰ κοσμηθῇ διὰ τῶν ὑπερόχων τοιχογραφιῶν, ἔργων ταπεινῶν καὶ ἁπλῶν ἁγιογράφων, οἱ ὁποῖοι καταπλήσσουν μὲ τὴν αὐθεντικότητά τους, συγκινοῦν μὲ τὴν ἀμεσότητα τῶν εἰκόνων τους, ἐντυπωσιάζουν μὲ τὴν ἐφευρετικότητά τους νὰ ἐκμεταλλευθοῦν κάθε ἑκατοστὸν τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, διὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγάπην τους πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν προσευχητικήν τους διάθεσιν.
Ἡ ὑπομονὴ μὲ τὴν ὁποίαν ἐπεξειργάζοντο τὴν πέτραν καὶ ἀποτύπωναν εἰς αὐτὴν τὰς μορφὰς τῶν ἁγίων ἦτο μία ἄλλη μορφὴ προσευχῆς πρὸς τὸν Θεόν, τὸν δημιουργήσαντα τὸ θαυμάσιον αὐτὸ φυσικὸν περιβάλλον, τὸ ὁποῖον καλεῖ καὶ προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπον νὰ ὑψώσῃ τὰ μάτια του καὶ τὴν ψυχήν του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ νὰ προσευχηθῇ, στηρίζων ἐπ᾽ Αὐτὸν ὅλην τὴν μέριμναν τῆς ζωῆς του.
Εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ εὐλαβεῖς συμπροσκυνηταί, γενικῶς ἀποδεκτόν, ὅτι τὸ φυσικὸν περιβάλλον διαμορφώνει κατὰ μέγα μέρος τὸν χαρακτῆρα τῶν ἐντὸς αὐτοῦ διαβιούντων ἀνθρώπων. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ ἀσκητικὸν καὶ ἀπαράκλητον καππαδοκικὸν τοπίον, μὲ τοὺς ὑψιτενεῖς καὶ παραδόξους ψαμμιτικοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὰ ἀπειροπληθῆ σπήλαια καὶ τὰς ἡφαιστειογενεῖς τρώγλας, συνέβαλεν ὥστε νὰ δημιουργηθῇ τὸ ἀσκητικὸν φρόνημα τῶν Καππαδοκῶν, τὸ ὁποῖον, συζευχθὲν μὲ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα, ἀπέδωκεν ἀγλαοὺς καρποὺς εἰς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν, τὸ ἄπειρον πλῆθος τῶν ἁγίων της, ἀπὸ τῶν μαρτύρων τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων ἕως τῶν ἐπ᾿ ἐσχάτων διαλαμψάντων. Αἱ ἱστορικαὶ ἐναλλαγαὶ ἐπέφεραν ἀναγκαστικῶς τὴν μεταφύτευσιν τοῦ γηγενοῦς Καππαδοκικοῦ πληθυσμοῦ, χωρίς, ἐν τούτοις, αὐτὴ νὰ τοῦ ἀφαιρέσῃ τὸ παραδοσιακὸν ἐκκλησιαστικὸν φρόνημα. Μάλιστα, εἰς τοὺς τόπους τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην νέων ἐγκαταστάσεών τους, μετέφεραν οἱ εὐσεβεῖς Καππαδόκαι καὶ τὸ ἰδιαίτερον αὐτὸ ἦθος, τὸ ἀποπνέον τὴν εὐωδίαν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θυμιάματος τῶν ἐνταῦθα ἀπειροπληθῶν ναῶν, ἀσκητηρίων καὶ ναϋδίων.
Καὶ εἶναι τοιοῦτον τὸ κάλλος τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ὥστε ὅποιος ἔρχεται διὰ μίαν φορὰν ἐνταῦθα ἐπανέρχεται, καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπιστρέφῃ διαρκῶς διὰ νὰ δύναται «νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ξαναϊδεῖ• ν᾽ ἀργοπορήσει, νὰ στοχαστεῖ καὶ ν᾽ ἀναμετρήσει», κατὰ τοὺς λόγους τοῦ ποιητοῦ Γιώργου Σεφέρη.
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,
Ἡ περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐξηγεῖ τὴν πνευματικὴν ἕλξιν τὴν ὁποίαν ἀσκεῖ εἰς κάθε Ὀρθόδοξον ψυχὴν ἡ εὐλογημένη Καππαδοκικὴ γῆ, καθ᾽ ὅσον καὶ ὁ τόπος ἁγιάζεται ἐκ τῆς παρουσίας τῶν ἁγίων, μεταβαλλόμενος, τρόπόν τινα, εἰς μικρογραφίαν τοῦ οὐρανοῦ, παρὰ τὴν ἐναλλαγὴν τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν.
Αὐτῆς τῆς διαχρονικῆς πνευματικῆς ἕλξεως τῆς Καππαδοκίας θύματα ἑκούσια καὶ ἐμεῖς, θέλουμε νὰ εὑρισκώμεθα ἐδῶ ὅσον γίνεται συχνότερα, καὶ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ ἀναμιμνησκώμεθα οἰκοδομητικῶς τῶν ἁγίων προσωπικοτήτων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ μνημονεύωμεν τὰς μακαρίας ψυχὰς τῶν ἐδῶ ἀναπαυομένων εὐσεβῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς λίπασμα ἀθανασίας λιπαίνουν τὴν κατὰ τὰ ἄλλα ἄγονον καππαδοκικὴν γῆν.
Καί εἶναι τόσον μεγάλο τὸ βάρος τοῦ παρελθόντος καὶ τῆς ἱστορίας, εἶναι τόσον πολὺ τὸ πλῆθος τῶν ἀναμνήσεων καὶ τῶν μαρτυριῶν τῆς παρουσίας τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐπὶ αἰῶνας εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ὥστε μᾶς παρασύρει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ εἰς ἄλλας ἐποχάς, ὅταν οἱ προπάτορες καὶ οἱ πατέρες μας λειτουργοῦσαν τὰς ἐκκλησίας καὶ τὰ παρεκκλήσια, ἀνήγειραν σχολεῖα διὰ νὰ σπουδάζουν οἱ νεαροὶ βλαστοί των• ὅταν τὰ πλήθη τῶν μοναζόντων πλημμύριζαν μὲ τὰς ψαλμωδίας των τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Σινασσοῦ καὶ τὰς λοιπὰς Μονὰς καὶ τὰ ἀσκητήρια τῆς Καππαδοκίας• ὅταν οἱ εὐλαβεῖς ἁγιογράφοι ἱστοροῦσαν τὰς μορφὰς τῶν ἁγίων ἐπὶ τῆς πέτρας τὴν ὁποίαν ἐλάξευον μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν διὰ νὰ τὴν μεταμορφώσουν εἰς ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀπὸ τὸ Μιστί, ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ ἐκ τῆς Νίγδης, ὁ ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, καὶ ὅλοι οἱ πολυάριθμοι ἅγιοι αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τόπου, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, περιπατοῦσαν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς παρηγοροῦσαν εἰς τὰς θλίψεις καὶ τὰς δυσκολίας τῆς ζωῆς, καὶ τοὺς προέτρεπαν νά κρατοῦν ζωντανὴν τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐλάβειάν τους εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους του, νὰ προσεύχωνται πρὸς Αὐτὸν διὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν χάριν Του εἰς τὴν ζωήν τους.
Τὸ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνουν καὶ σήμερα πρὸς ὅλους ἐσᾶς, τὰ τέκνα των, οἱ ὁποῖοι συγκεντρωθήκατε διὰ νὰ συμπροσευχηθῆτε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχην σας εἰς τὸν ναὸν αὐτὸν τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, τὸ καύχημα τῆς Σινασσοῦ. Σᾶς προτρέπουν νὰ διατηρῆτε τὴν καθαρὰν καὶ γνησίαν πίστιν τῶν πατέρων σας εἰς τὸν Θεόν, διότι μόνον δι᾽ αὐτῆς προοδεύει ἀληθινὰ καὶ εὐτυχεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σᾶς προτρέπουν νὰ διατηρῆτε εἰς τὴν ψυχὴν σας πάντοτε τὴν μνήμην τῶν ἱερῶν αὐτῶν τόπων, οἱ ὁποῖοι ἕως τῆς σήμερον ὁμιλοῦν διὰ τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν ἀρχοντιὰν τῶν παλαιῶν κατοίκων τους, ὄχι διὰ νὰ λυπῆσθε ἀλλὰ διὰ νὰ σεμνύνεσθε δι᾽ αὐτούς.
Ἡ ἰδική τους, βεβαίως, στάσις ἔρχεται εἰς κραυγαλέαν ἀντίθεσιν πρὸς τὴν στάσιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκτοπίσει ὡς περιττὴν τὴν προσευχὴν ἀπὸ τὴν καθημερινήν του ζωὴν καὶ στερεῖται τῆς γλυκύτητος καὶ τῆς παρηγορίας της. Ἐκεῖνοι τότε ἀναζητοῦσαν τὴν ἄνεσιν τῆς ψυχῆς εἰς τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Θεόν-Πατέρα, εἰς τὴν συνομιλίαν μὲ τὴν Παναγίαν καὶ εἰς τὴν νοερὰν συναναστροφὴν μὲ τοὺς Ἁγίους, τῶν ὁποίων τὰς ἱερὰς μορφὰς ἀπεικόνιζαν εἰς τοὺς ταπεινοὺς καὶ λαξευμένους εἰς τὴν πέτραν ναούς. Ἐμεῖς σήμερα ἀναζητοῦμε τὴν ἄνεσιν εἰς πολυτελεῖς κατοικίας, ἐξωπλισμένας διὰ τῆς συγχρόνου τεχνολογίας καὶ εἰς «μωρὰς καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις» (Β´ Τιμ. β´ 23), ἀλλὰ δὲν τὴν εὑρίσκομεν εἰς αὐτάς, διότι πάντα ταῦτα μικρὰν μόνον καὶ πρόσκαιρον ἀνάπαυσιν δύνανται νὰ προσφέρουν εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ οὐδὲν πλέον τούτου.
Διὰ τοῦτο καὶ ἐπισκεπτόμενοι σήμερα προσκυνηματικῶς τὴν Σινασσὸν καὶ τὰ περὶ αὐτὴν μνημεῖα τῆς εὐσεβείας τῶν πατέρων μας, ἂς θελήσουμε νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἡμεῖς τὸ παράδειγμά των. Ἂς ἀνταποκρινώμεθα προθύμως εἰς τὴν πρόσκλησιν τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου καὶ ἂς κυκλοῦμεν τὴν Σιών, ἡ ὁποία δι᾽ ἡμᾶς εἶναι ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία. Ἂς ἔχουμε ὡς κέντρον τῆς ζωῆς μας, ὅπως καὶ οἱ πατέρες μας, τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἐντὸς τοῦ ὁποίου τελεσιουργοῦνται τὰ ὑπερφυῆ μυστήρια τῆς πίστεώς μας, ἐντὸς τοῦ ὁποίου καθαγιάζεται ἡ ζωή μας, ἀπὸ τῆς ἐλεύσεως μέχρι καὶ τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον. Ἂς καταστήσουμε τὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν διαρκῆ σύντροφον τῆς ζωῆς μας καὶ εἰς τὰς εὐχαρίστους καὶ εἰς τὰς λυπηρὰς αὐτῆς στιγμάς, ὅπως ἔπραττον καὶ οἱ πατέρες μας, ἰδίᾳ δὲ οἱ ἐν ἁπάσῃ τῇ Καππαδοκίᾳ ἐν προσευχῇ καὶ ἀγρυπνίᾳ διαλάμψαντες ὅσιοι θεοφόροι πατέρες.
Τὴν καθολικὴν αὐτὴν πίστιν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ ἡμεῖς ἀκολουθοῦντες, «ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν καὶ ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν» εἰς τὸν ἐρειπωμένον ναὸν τῶν ἐνδόξων βασιλέων καὶ ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, καὶ δεόμεθα τοῦ Παναγάθου Τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ ἀναπαύσῃ τὰς μακαρίας ψυχὰς πάντων τῶν Ὀρθοδόξων Σινασσιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς καὶ θὰ ἀγάλλωνται βλέποντες οὐρανόθεν τὴν ἀποψινὴν λατρευτικὴν μας σύναξιν μετὰ ἀπὸ 90 χρόνια ἀχρηστίας καὶ ἀναγκαστικῆς σιωπῆς τοῦ ἱεροῦ τούτου σεβάσματος. Ὤ! καὶ νὰ ἠμποροῦσαν νὰ ὁμιλήσουν οἱ περιβάλλοντες ἡμᾶς γυμνοὶ τοῖχοι τῆς πάλαι ποτὲ λαμπρᾶς αὐτῆς ἐκκλησίας! Πόσα ἀξιοθαύμαστα θὰ μᾶς διηγοῦντο, τὰ ὁποῖα διεδραματίσθησαν καὶ ἐτελεσιουργήθησαν ἐν τῷ πεπτωκότι σκηνώματι τούτῳ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου! Ἀλλὰ οὕτως ἔδοξε τῷ Παντοδυνάμῳ Θεῷ καὶ εἴη τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ εὐλογημένον πάντων ἕνεκεν!
Καὶ κατακλείομεν τὸν Πατριαρχικόν μας λόγον διὰ τῶν ἑξῆς παραμυθητικῶν, πιστεύομεν, παραινέσεων ἐκ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι, εἴμεθα βέβαιοι, θὰ ἁπαλύνουν τὴν θλῖψιν καὶ θὰ τὴν μετατρέψουν εἰς γλυκεῖαν προσευχητικὴν ἀνάμνησιν καὶ ἐσχατολογικὴν προσδοκίαν:
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ οἰκουμενικὸς αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, γράφων πρὸς τοὺς Ἑβραίους ἔλεγεν: “Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν”, θέλοντας διὰ τῶν λόγων του τούτων νὰ προσδιορίσῃ τὴν ἀδιάλειπτον στόχευσιν τοῦ Παραδείσου, τῆς ἀσαλεύτου Ἱερουσαλήμ, τῆς μονίμου πατρίδος πάντων τῶν Ἁγίων, τῆς ὁποίας «τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός».
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἅγιος προκάτοχος τῆς ἡμετέρας Μετριότητος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παραινοῦσε τοὺς ἀκροατάς του καὶ ἔλεγε: «Καταφρονήσωμεν τοίνυν τῶν παρόντων, καὶ προσμείνωμεν ἐκεῖνα τὰ μόνιμά τε καὶ διαρκῆ».
Σᾶς καλωσορίζομεν, λοιπόν, ὅλους μὲ πολλὴν πατρικὴν ἀγάπην καὶ στοργὴν καὶ εὐχόμεθα ἡ χάρις τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης καὶ πάντων τῶν Καππαδοκῶν ἁγίων νὰ σᾶς συνοδεύῃ εἰς τὸ προσκύνημά σας αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ζωήν σας. Ἀμήν.