«Διαχρονικὰ καὶ οἰκουμενικὰ μηνύματα
τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου
τῶν Θεσσαλονικέων Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου»
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Θεσσαλονίκης κύριε Ἄνθιμε,
Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐλλογιμώτατοι κύριε Πρύτανι καὶ κύριοι Καθηγηταὶ τοῦ Πανεπιστημίου τούτου,
Ἐντιμότατοι Ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν τῆς Πόλεως,
Φίλοι φοιτηταὶ καὶ φοιτήτριαι,
Ἐκλεκτὴ ἀκαδημαϊκὴ ὁμήγυρις,
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶναι τυχαῖον καὶ συμπτωματικὸν γεγονὸς ὅτι ἡ ἀπόφασις τοῦ Τμήματος ὑμῶν Βαλκανικῶν, Σλαβικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Μακεδονίας ὅπως προφρόνως ἀπονείμῃ εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα, τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, τὸν τίτλον τοῦ ἐπιτίμου διδάκτορος αὐτοῦ, συμπίπτει χρονικῶς μὲ τὸ ἀνακηρυχθὲν ὡς ἔτος Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου ὑπὸ τοῦ Δήμου τῆς εὐλογημένης πόλεώς σας τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς ἐπὶ αἰῶνας βυζαντινῆς συμπρωτευούσης καὶ πνευματικῆς τροφοδότιδος τοῦ Γένους τῶν ρωμαίων.
Εἶναι ἡ πόλις, ἡ ὁποία, πέραν τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου αὐτῆς μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου καὶ μυριάδος Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε τοὺς δύο μεγάλους ἱεραποστόλους καὶ κρίνομεν ὅτι δικαίως ὁ Δῆμος Θεσσαλονικέων ἀφιέρωσε τὸ λῆγον ἔτος, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 1150 ἐτῶν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἀναχωρήσεως αὐτῶν διὰ τό «μέγα ταξίδιον» πρὸς τὰς Χώρας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Βορρᾶ, ὡς ἔτος τιμῆς καὶ ἀναγνωρίσεως τοῦ οὕτως ἢ ἄλλως κατηξιωμένου ὑπὸ τῆς ἱστορικῆς καὶ ὄχι μόνον καταγραφῆς ἔργου αὐτῶν.
Εἶναι, φρονοῦμεν, ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρον, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀποφάσεως τοῦ ὑμετέρου Τμήματος, διὰ τὴν ὁποίαν θερμῶς καὶ εὐγνωμόνως εὐχαριστοῦμεν, νὰ ἐπισημανθῇ ἡ ἀδιάκοπος σχέσις τῆς Θεσσαλονίκης μετὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ ἐν αὐτῇ ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι σήμερον καὶ εἰς τὸν αἰῶνα ἑδρεύοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μὲ τὴν ὑποστήριξιν καὶ τὰς εὐλογίας τοῦ ὁποίου οἱ δύο Ἅγιοι ἀδελφοὶ ἀνέλαβον καὶ ἐξεπλήρωσαν τὸ τεράστιον ἱεραποστολικὸν καὶ ἐκπολιτιστικὸν ἔργον αὐτῶν. Ἔργον, τὸ ὁποῖον παραμένει ἐπὶ ἕνδεκα καὶ πλέον αἰῶνας ἐ π ί κ α ι ρ ο ν καὶ ἐ ν ε ρ γ ὸ ν οὐχὶ μόνον χάρις εἰς τὴν ἐπὶ γῆς στρατείαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαιτέρως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ χάρις εἰς τὸ πολιτιστικόν του φ ο ρ τ ί ο ν, τὸ ὁποῖον ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ τρέφῃ τοὺς εὐεργετηθέντας ἐκ τῆς ἀ π ο σ τ ο λ ῆ ς ταύτης τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας σλαβικοὺς λαούς.
Ὅθεν, εὐλαβούμενοι τὴν παράδοσιν καὶ τὴν μεγάλην σημασίαν τοῦ μ η ν ύ μ α τ ο ς, ἢ καὶ τῶν μηνυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐκπέμπει ἡ συγκεκριμένη ἱ ε ρ α π ο σ τ ο λ ή, τὴν ὁποίαν ἔφεραν εἰς πέρας οἱ ἀναμφισβήτητοι οὗτοι ἀστέρες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ ἡμετέρου Γένους τῶν Ρωμαίων, τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐπελέξαμεν νὰ σᾶς ἀπευθύνωμεν τὸν λόγον, κύριοι ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι, σχετικῶς πρὸς τὰ διαχρονικὰ καὶ οἰκουμενικὰ μηνύματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ τῶν δύο Ἁγίων ὡς πρὸς τήν «εὐρωπαϊκὴν ἰδέαν», συντασσόμενοι καὶ πρὸς τοὺς στόχους τοῦ ὑμετέρου Τμήματος, οἱ ὁποῖοι ταὐτίζονται πρὸς τὴν ἀνάδειξιν καὶ προβολὴν τῶν μεγάλων ἀξιῶν τῆς συνεννοήσεως καὶ συνεργασίας μεταξὺ τῶν λαῶν, διὰ τῆς μελέτης τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ἀξιολογήσεως τῶν μαρτυριῶν αὐτῆς ἐπὶ τῇ βάσει τῶν συγχρόνων δεδομένων καὶ τῆς ἀναζητήσεως καταλλήλων ἀτραπῶν διὰ τὴν συνεργασίαν καὶ ἀλληλεγγύην ταύτην εἰς περιόδους παγκοσμίου κρίσεως, ὡς ἡ διανυομένη κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη.
Οἱ ταπεινοὶ ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μακραίωνος σοφίας, ἐμπειρίας καὶ προσφορᾶς αὐτῆς λόγοι τοῦ Πατριάρχου σας θὰ περιστραφοῦν περὶ τὰ ἑξῆς τρία βασικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν κ α ι ρ ί ω ς τὸ ἀνωτέρω ἱεραποστολικὸν ἔργον καὶ ἀναδεικνύουν τὰ ἐξ αὐτοῦ πλούσια μηνύματα: α) τὴν ἀξίαν τοῦ διαλόγου. Τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν ὄργανον τοῦ διαλόγου, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ δύο Ἅγιοι ἐξεπλήρωσαν τὴν δ ι α δ ρ ο μ ὴ ν καὶ τὰς ἐπικοινωνίας των εἴτε μετὰ τῶν ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοθρήσκων χαζάρων, εἴτε μετὰ τῶν ὁμοθρήσκων, οὐχὶ ὅμως ταυτιζομένων πρὸς τὴν βυζαντινὴν παράδοσιν Δυτικῶν, β) τὸ κίνητρον τῆς ἀποστολῆς τῶν ἁγίων ἀδελφῶν εἰς τὴν Σλαβικὴν Μοραβίαν, δηλαδὴ τὴν ἀνδιοτελῆ ἀγάπην καὶ διάθεσιν προσφορᾶς πρὸς τὸν πλησίον, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε καὶ τὴν βάσιν τοῦ συγκεκριμένου ἔργου αὐτῶν, καὶ γ) τὴν σταθερὰν προβολὴν τῶν Ὀρθοδόξων βυζαντινῶν παραδόσεων καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν εἰς ἀλλότριον περιβάλλον, ἄνευ ὅμως ἀναταράξεων, προκλήσεων καὶ συγκρουσιακῆς διαθέσεως, συμπεριφορὰ ἡ ὁποία ἀπέφερεν ἄμεσα θετικὰ πρὸς τοὺς στόχους ἀποτελέσματα, εἰς τὰ ὁποῖα θὰ ἀναφερθῶμεν κατωτέρω.
Ἐφέτος, λοιπόν, συνεπληρώθησαν 1150 ἔτη ἀπὸ τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ δύο ἀδελφοὶ Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ἀφοῦ ἔλαβον τὴν ἐντολὴν παρά τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Γ΄ καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου, ἀνεχώρησαν διὰ τὴν μακρυνὴν σλαβικὴν χώραν τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης Μοραβίαν διὰ νὰ διδάξουν εἰς τὸν ἐκεῖ σλαβικὸν κόσμον καὶ δὴ εἰς τὴν γλῶσσαν του τήν «ὀρθὴν χριστιανικὴν πίστιν» (Ἰωάννου Ἀναστασίου, Βίος Κωνσταντίνου-Κυρίλλου, βίος Μεθοδίου (μετάφρασις). Βίος Κλήμεντος Ἀχρίδος, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1968, σελ.113).
Ἡ ἀναχώρησις τῶν δύο Ἱεραποστόλων μετὰ τῆς συνοδείας των ἐκ Κωνσταντινουπόλεως διὰ τὴν Μεγάλην Μοραβίαν ἐπραγματοποιήθη τὸ ἔτος 863 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπισήμως πλέον καὶ ἐπὶ ἓν ἔτος εἶχον προετοιμασθῆ, εἶχον ἐνημερωθῆ διὰ τὰς συνθήκας τὰς ὁποίας ἐπρόκειτο νὰ συναντήσουν εἰς τὸ νέον περιβάλλον καὶ εἶχον ἐφοδιασθῆ διὰ τῶν ἀπαραιτήτων μέσων διὰ τὸ ἱερόν ἔργον.
Κρίνομεν προσωπικῶς σκόπιμον, πρὸ οἱασδήτινος ἀναφορᾶς εἰς τὰ διαδραματισθέντα γεγονότα, νὰ ἐπισημάνωμεν τὴν προσωπικότητα αὐτὴν καθ᾿ ἑαυτὴν τῶν Θεσσαλονικέων Ἁγίων καὶ ἡρώων τοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἀνεπαναλήπτου ἔργου ἐκείνου. Οἱ ἀδελφοὶ Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, γόνοι εὐγενοῦς οἰκογενείας τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ Θ΄ αἰῶνος μ.Χ., διεκρίθησαν ἐνωρὶς καὶ ἐξειλίχθησαν εἰς κεντρικὰ καὶ πρωταγωνιστικὰ πρόσωπα τῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Συμφώνως πρὸς τοὺς Βίους των, ὁ Μεθόδιος, διεκρίθη ἐκ νεότητος διὰ τὴν σύνεσιν, τὰς διοικητικὰς αὐτοῦ ἱκανότητας καὶ τὴν νομικὴν κατάρτισιν, ἀρετὰς γενομένας λίαν συντόμως ἀντιληπτὰς ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος, αἱ ὁποῖαι εἶχον ὡς συνέπειαν τὴν ἐπιλογήν του, προκειμένου νὰ ἀναλάβῃ τὴν διοίκησιν μιᾶς Βυζαντικῆς Ἐπαρχίας, κατοικουμένης κατὰ πλειοψηφίαν ὑπὸ σλάβων. Ὁ νεώτερος Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ θανάτου του καὶ ἀφοῦ ἐκάρη μοναχὸς ἔλαβε τὸ ὄνομα Κύριλλος, μὲ τὰς σπουδάς του ἐν Κωνσταντινουπόλει πλησίον τοῦ διαπρεποῦς Λέοντος τοῦ μαθηματικοῦ καὶ τοῦ λογιωτάτου Φωτίου, τοῦ μετέπειτα ἐπιφανοῦς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τὰς ἐξαιρετικὰς ἐπιδόσεις του εἰς τὰ γράμματα καὶ τὴν προαγωγήν του εἰς Καθηγητὴν τῆς φιλοσοφίας, ὡς ἐκ τῆς ὁποίας ἔλαβεν οὗτος τὸν τίτλον τοῦ «φιλοσόφου», καθὼς καὶ μὲ τὴν δεξιότητά του εἰς τὸν χῶρον τῆς διπλωματίας, ἐξειλίχθη εἰς κατ᾿ ἐξοχὴν σύμβουλον τοῦ αὐτοκράτορος, ἰδίως εἰς θέματα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Παραλλήλως, ἀμφότεροι ἀνεδείχθησαν εἰς γνησίους ἐκφραστὰς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ βυζαντινοῦ πολιτιστικοῦ οἰκουμενικοῦ ἰδεώδους.
Αἱ πρῶται καὶ οὕτως εἰπεῖν «δοκιμαστικαί» ἀποστολαί των ἐπραγματοποιήθησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 856-861, κατ᾿ ἀρχὰς εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ Ἀραβικοῦ Χαλιφάτου τῆς Σαμάρα καὶ ἀργότερον εἰς τοὺς Χαζάρους, βορείως τῆς Κασπίας Θαλάσσης. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ ἀποστολὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας εἶχεν ἓν σύνθετον ἔργον νὰ ἐπιτελέσῃ, πολιτικὸν καὶ ἰδεολογικοθρησκευτικόν, ἡ δύναμις τῶν δύο Ἱεραποστόλων ὑπῆρξεν ὁ διάλογος καὶ ἡ πειθώ.
Εἰς τὴν Σαμάραν, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπήντησε μετ᾿ ἠρεμίας εἰς καταιγισμὸν ἐρωτήσεων τοῦ ἀκροατηρίου του, ἀποδεχόμενος μάλιστα καὶ τὰ ἐντυπωσιακὰ ἐπιτεύγματα τοῦ στοιχείου των πρὸς τὴν τέχνην, τὰ ὁποῖα βεβαίως ἀπέδωσεν εἰς τὴν δόξαν τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ (Ἠλ. Εὐαγγέλου, «Διαθρησκειακὸς Διάλογος καὶ διπλωματία τοῦ Βίου τοῦ Φωτιστῆ τῶν Σλάβων Κωνσταντίνου-Κυρίλλου», Ἐπιστ. Ἐπετ. Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ. Τμῆμα Θεολογίας, -Νέα Σειρὰ 17, 2007-2008, σσ. 73-96).
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἐπίκαιρος καὶ ἐνδιαφέρουσα ἐμφανίζεται ἡ τοποθέτησίς του κατὰ τὰς συζητήσεις μετὰ τῶν ἀμφιταλαντευομένων μεταξὺ Ἰσλὰμ καὶ Ἰουδαϊσμοῦ Χαζάρων, τοὺς ὁποίους προσεπάθει νὰ «κερδίσῃ» εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν. Εἶναι ἀσφαλῶς ἐνδεικτικὴ τῆς σημασίας, τὴν ὁποίαν ἔδιδεν εἰς τὸν διάλογον καὶ εἰς τὴν πειθὼ ἡ φράσις του πρὸς τοὺς διαλεγομένους μετ᾿ αὐτοῦ Χαζάρους: «ἂν παρὰ ὅσα εἴπαμε ὑπάρχει ἀκόμα κάποιος ποὺ ἔχει ἀντίθετη γνώμη, ἂς προσέλθῃ ἢ νὰ πείσῃ ἢ νὰ πεισθῇ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ πεισθῇ, νὰ βαπτισθῇ εἰς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιὰ ἐκεῖνον πάλι ὁ ὁποῖος δὲν θέλει (νὰ βαπτισθῇ, παρ᾿ ὅλον ὅτι δὲν ἔχει ἀντίθετον γνώμην), ἐγὼ εἶμαι ἔξω ἀπὸ κάθε ἐνοχή, ἐκεῖνος ἂς ὄψεται» (βλ. Βίον Κυρίλλου, ἔνθ. ἀν., σ.σ. 75-76). Οὐδαμοῦ διακρίνεται ἐκβιασμὸς ἢ καταπίεσις. Ἡ φράσις «ἢ νὰ πείσῃ ἢ νὰ πεισθῇ» ἐκφράζει τὸ ἀπόλυτον νόημα τοῦ διαλόγου. Ὁ διάλογος δὲν χρησιμοποιεῖται προσχηματικῶς προκειμένου νὰ ἐπιβάλῃ ἡ μία πλευρὰ τὴν ἄποψιν αὐτῆς ἐπὶ τῆς ἑτέρας. Ὁ διάλογος χρησιμοποιεῖται προκειμένου νὰ ἀκουσθῇ καὶ ἡ ἄποψις τοῦ ἄλλου, ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἀνευρέσεως τῆς ἀντικειμενικῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ἀντικειμενικῶς ὀρθοτέρου.
Βεβαίως, ἀναγλύφως ἀπεικονίζεται ὅτι τὸ πνεῦμα καὶ ἡ οἰκουμενικὴ διάστασις τοῦ ἔργου τῶν δύο Ἁγίων μας τῆς Θεσσαλονίκης, εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἱεραποστολῆς των εἰς τὸν κόσμον τῶν σλάβων, κατὰ τὰς μαρτυρίας παραλλήλων ἑλληνικῶν καὶ σλαβικῶν πηγῶν.
Ἀναφερομένη ἡ ἡμετέρα Μετριότης εἰς τὴν δραστηριότητά των μεταξὺ τῶν σλάβων, εἰς τὴν ὁποίαν ἀφιέρωσαν τὸ πλεῖστον μέρος τῆς ἐπιγείου ζωῆς των, θὰ ἠδύνατο ἄνευ ὑπερβολῆς νὰ ὑποστηρίξῃ καὶ ἐπισημάνῃ ὅτι τὸ θαυμάσιον ἔργον καὶ ἡ λεπτὴ συμπεριφορά των ἀπετέλεσαν τὴν μόνιμον πυξίδα προσανατολισμοῦ τῶν μετέπειτα ἐξελίξεων τῶν Βυζαντινοσλαβικῶν πνευματικῶν σχέσεων καὶ διαχρονικὸν παράδειγμα προσεγγίσεως λαῶν διαφορετικῶν προελεύσεων, διαφόρων παραδόσεων ἀλλὰ καὶ μορφωτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐπιπέδου. Κατὰ συνέπειαν, τὸ ἔργον των ἀποτελεῖ ἀδιαμφισβήτητον καὶ διαχρονικὴν πηγὴν ἐμπνεύσεως διὰ τὸ σημερινὸν Εὐρωπαϊκὸν γίγνεσθαι, ἀλλὰ καὶ δι᾿ ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν λαῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων.
Εἰς ἐπίρρωσιν τῶν ἀνωτέρω, προσθετέα καὶ τὰ ἀκόλουθα. Ὡς πληροφορούμεθα ἐκ τῶν Βίων ἀμφοτέρων τῶν ἀδελφῶν, τὸ ἔτος 862 μ. Χ. ἐπαρουσιάσθη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Γ΄ ἀντιπροσωπεία τοῦ Μοραβοῦ ἡγεμόνος Ροστισλάβου μὲ αἴτημα τὴν ἀποστολὴν εἰς τὴν χώραν του Ἐπισκόπου καὶ ἱκανοῦ διδασκάλου διὰ νὰ διδάξῃ εἰς τὸν λαόν του τήν «ὀρθὴν χριστιανικὴν πίστιν» εἰς τὴν γλῶσσαν του, δηλαδὴ εἰς τὴν σλαβικήν. Καὶ μάλιστα τὴν ἀναφοράν της ἡ ἐκ Μοραβίας ἀντιπροσωπεία τὴν συνεπλήρωνε μὲ τὴν πληροφορίαν ὅτι ὁ λαός της εἶχεν ἤδη ἀπαρνηθῆ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ εἶχεν ἀσπασθῆ τὴν χριστιανικὴν πίστιν (ἔν.ἀν. σσ.65-83). Ἡ δήλωσις αὕτη σαφῶς ὑπενόει τὴν βαθυτέραν ἐπιθυμίαν τοῦ εἰρημένου σλάβου ἡγεμόνος νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τῆς δυτικῆς πνευματικῆς καὶ πολιτικῆς καταπιέσεως καὶ ἐπιρροῆς ὑπὸ τὴν ὁποίαν διετέλει.
Ἀνατρέχων τις εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς γενικωτέρας ἀτμοσφαίρας τῆς κοινωνίας, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἔλαβον τὴν ἐντολὴν νὰ ἐργασθοῦν οἱ δύο Ἱεραπόστολοι, διαπιστώνει ἀβιάστως ὅτι τὸ περιβάλλον ἐκεῖνο ἦτο παντελῶς ἀρνητικὸν εἰς καινοτομίας καὶ νέας ἀντιλήψεις, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν αὗται εἶχον ἀνατολικὴν προέλευσιν. Ἐκτὸς τοῦ γεγονότος ὅτι κατὰ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς περίοδον εἶχεν ἀνακύψει ἡ διαμάχη μεταξὺ Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης λόγῳ τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πάπα Νικολάου Α΄ νὰ ἀναγνωρίσῃ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Φωτίου εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον (F. Dvornik, The Photian Schism. Jistory and Legend, Cambridge 1948), ὁλόκληρος ἡ περιοχὴ κατετρύχετο ὑπὸ πολιτικῶν διενέξεων. Ὀλίγον πρὸ τῆς ἀφίξεως τῶν Ἁγίων εἰς Μοραβίαν, Λουδοβῖκος ὁ Γερμανικὸς, ἐγγονὸς Καρόλου τοῦ Μεγάλου, τοῦ ὁποίου αἱ φιλοδοξίαι δὲν περιωρίζοντο μόνον εἰς τὸν πολιτικὸν καὶ στρατιωτικὸν τομέα, ἀλλὰ ἐστρέφοντο καὶ κατὰ τῆς ὑπερεξουσίας τοῦ Βατικανοῦ, ἐπέβαλε μὲν τὴν ἐξουσίαν του εἰς τὰ κράτη τῆς περιοχῆς, χωρὶς ὅμως νὰ διευθετήσῃ καὶ τὰ μεταξὺ αὐτῶν χρονίζοντα προβλήματα (F.Graus, L’ Empire de la grande Moravie, sa situation dans l’ Europe et sa structure interieure, Praha 1966).
Συνεπῶς, ἡ προβλεπομένη ἀποδοχὴ τῆς προσκλήσεως τοῦ Ροστισλάβου καὶ ἡ ἀνάληψις τοῦ ζητουμένου ἱεραποστολικοῦ ἔργου προεμήνυεν ἀγῶνα τῶν βυζαντινῶν ἱεραποστόλων ἐντὸς ἑνὸς κλίματος ἀβεβαίου καὶ βασικῶς ἀρνητικοῦ. Καὶ ἀπὸ πολιτικῆς καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς ἐκαλοῦντο νὰ δώσουν μάχην, προκειμένου νὰ ἐγκλιματίσουν τὴν κοινωνίαν τῆς Μοραβίας εἰς τὸ κλῖμα τοῦ Βυζαντίου.
Ἦτο, λοιπόν, εὔλογον καὶ ἀναμενόμενον, τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν ἡ Χώρα εἶχεν ἀνάγκην ἀνθρώπων σοφῶν, πεπειραμένων καὶ πιστῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸ Κράτος, τόσον ὁ Αὐτοκράτωρ ὅσον καὶ ὁ Πατριάρχης νὰ ἀποταθοῦν εἰς τοὺς ἐκ Θεσσαλονίκης ἤδη γνωστούς, δεδοκιμασμένους καὶ ἀξίους συμπολίτας σας, ἀγαπητοὶ Θεσσαλονικεῖς, τὸν Κύριλλον καὶ τὸν Μεθόδιον, προκειμένου νὰ τοὺς ἀνατεθῇ ἡ ἀνάληψις τοῦ ἔργου τούτου. Ἐξ ἑτέρου, ἡ ἐνέργεια αὕτη τῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἀνατεθῇ ἓν τόσον σοβαρόν, εὐαίσθητον καὶ ἐμπιστευτικὸν ἔργον εἰς τοὺς Θεσσαλονικεῖς Ἁγίους δηλοῖ ὄχι μόνον τὴν ἀναγνώρισιν τῶν ἱκανοτήτων των ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην τῆς Χώρας εἰς τὰ «πιστεύω» καὶ εἰς τὴν σταθερὰν προσήλωσίν των εἰς τοὺς προγραμματισμοὺς καὶ τοὺς στόχους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ πρώτη κίνησις κατὰ τὰς ἀπαρχὰς τῆς ἀποστολῆς ταύτης, εἰς τὴν ὁποίαν προέβησαν οἱ Ἅγιοι, ὑπῆρξεν ἡ δημιουργία ἰδιαιτέρου διὰ τὴν σλαβικὴν γλῶσσαν ἀλφαβήτου καὶ ἡ μετάφρασις τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἰς τὴν τότε «πτωχὴν καὶ περιθωριακὴν γλῶσσαν» ἐκείνην.
Ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, δέον νὰ ἐπισημανθῇ, ὡς ἄξιον καὶ δίκαιον, ὁ θετικὸς καὶ ἀνοικτὸς ρόλος τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ μάλιστα τοῦ Πατριάρχου Φωτίου πρὸς τοὺς ξένους καὶ ἀσημάντους μέχρι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης λαοὺς τούτους, ὁ ὁποῖος Ἱερὸς Φώτιος ὄχι μόνον ηὐλόγησεν, ἀλλὰ καὶ κατηύθυνε τὸ ἐν λόγῳ πρωτόγνωρον ἐγχείρημα τῆς δημιουργίας νέας γραφῆς καὶ τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ λεξιλογίου τῆς Σλαβικῆς γλώσσης, προκειμένου νὰ καταστῇ αὕτη ἱκανὴ νὰ καταγράψῃ τὰς ὑψηλὰς ἐννοίας καὶ τὸ περιεχόμενον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τῶν κειμένων τῆς λατρευτικῆς αὐτῆς παραδόσεως.
Αἱ πηγαὶ θεωροῦν τὸ ἀνωτέρω γεγονός, περίπτωσιν «ἁπλῆν καὶ εἰθισμένην», συντελεσθεῖσαν ὑπὸ τῶν Ἁγίων θείᾳ ἀποκαλύψει καὶ κατόπιν προσευχῆς τοῦ ἐξ αὐτῶν Κυρίλλου. Ἐπὶ τῆς οὐσίας ὅμως, ἡ ἁγιολογικὴ αὕτη προσέγγισις καὶ ἀναφορὰ ἀποτυπώνει τὴν τελικὴν φάσιν μιᾶς μακροχρονίου προσπαθείας, ἡ ὁποία ἐξεκίνησεν ἤδη ἀπὸ τῶν πρώτων ἐτῶν τῆς ἐπικοινωνίας καὶ γνωριμίας τῶν δύο ἀδελφῶν πρὸς τὸ σλαβικὸν στοιχεῖον, δηλαδὴ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς καθ᾿ ἣν εὑρίσκοντο οὗτοι ἐν Θεσσαλονίκῃ (Ἰωάν. Ταρνανίδη, «Τὸ σλαβικὸ ἀλφάβητο: Τὸ θαῦμα τῆς ἀποκάλυψης καὶ ἡ ἱστορική του διάσταση», Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 299-314).
Μὲ τὴν ἐπισημότητα, πάντως, τὴν ὁποίαν προσέδωκεν ἐν προκειμένῳ ἡ κινητοποίησις τῆς ἡγεσίας τῆς μεγάλης Χώρας τοῦ Βυζαντίου, τὸ γεγονὸς προσέλαβε τεραστίαν σημασίαν, μὲ ἀπόηχον καὶ μηνύματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν οὔτε γεωγραφικὸν οὔτε χρονικὸν ὅριον: εἶναι Ὀρθόδοξα, Οἰκουμενικά, αἰώνια.
Καὶ τοῦτο, διότι τὸ Βυζάντιον καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐγνώριζον ἀσφαλῶς, ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἐν λόγῳ γλώσσης προοιωνίζετο εἰς βάθος χρόνου μεγάλας καὶ λίαν σημαντικὰς ἀλλαγὰς τόσον εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῶν σλαβικῶν κρατῶν καὶ κοινωνιῶν ὅσον καὶ εἰς τὰς σχέσεις των πρὸς τὴν Αὐτοκρατορίαν. Ἐκκλησία καὶ Βυζαντινὴ Πολιτεία ἐγνώριζον ἐμπειρικῶς, ὅτι ἡ καλλιέργεια ἰδιαιτέρας γλώσσης θὰ ὡδήγει τὸ σλαβικὸν γένος εἰς συσπείρωσιν καὶ προαγωγὴν τοῦ ἰδιαιτέρου αὐτοῦ ἐθνικοῦ στοιχείου, εἰς τὴν δημιουργίαν σὺν τῷ χρόνῳ ἰδιαιτέρου σλαβικοῦ βίου καὶ πολιτισμοῦ, εἰς τὴν ἐνίσχυσιν τῆς αὐτοπεποιθήσεως καὶ εἰς τὴν ἀνάδειξιν τῆς αὐτοσυνειδησίας των καί, ἐν τέλει, εἰς τὴν πνευματικήν των ἀνεξαρτησίαν καὶ αὐτοτέλειαν, πάντοτε ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ πρόβλεψις αὕτη συντόμως κατέστη γεγονὸς ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ ἰδίᾳ τομεῖ, τὸ ὁποῖον, κυρίως λόγῳ τῆς ὑπερμέτρου φιλοδοξίας τῶν κοσμικῶν τοπικῶν ἀρχόντων καὶ τῆς πνευματικῆς ἀνωριμότητος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, κατέστη σοβαρὸν πρόβλημα μεταξὺ τῶν νεοσυστάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ Σλαβικοῦ στερεώματος καὶ τῆς Μητρὸς αὐτῶν Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Τοιουτοτρόπως, εἷς θεσμός, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ πράξει ὑπῆρξεν ἀποτέλεσμα πνευματικῆς καλλιεργείας καὶ ὡριμότητος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων, ἐκινδύνευσεν ἤδη ἀπὸ τῶν πρωΐμων ἐτῶν τῆς χριστιανικῆς πορείας τῶν σλαβικῶν λαῶν νὰ μετατραπῇ εἰς αἰτίαν προστριβῶν καὶ διασπάσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῇ οὐσίᾳ αὕτη ὑπῆρξεν ἡ διαφορά, ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτική, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν αὐταρχικὴν καὶ συγκεντρωτικὴν Δύσιν, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐκλήθησαν οἱ ἱεραπόστολοι νὰ ἀντιπαλαίσουν εἰσαγαγόντες εἰς τὸν σλαβικὸν χῶρον τὰς Ὀρθοδόξους φιλελευθέρας βυζαντινὰς ἰδέας καὶ ἀντιλήψεις περὶ ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς αὐτονομίας καὶ αὐτοδιοικήσεως τῶν λαῶν, ὑπὸ μίαν ἑνότητα.
Ἡ συνέχεια ἀπέδειξε περιτράνως, ὅτι ἡ κίνησις ἐκείνη τοῦ Βυζαντίου διὰ τῶν δύο Ἱεραποστόλων προσέδωκεν εἰς τὸν κόσμον τῶν Σλάβων αἴγλην, τὴν προελθοῦσαν ἐκ τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτιστικῆς των ραγδαίας μετὰ ταῦτα ἐξελίξεως καὶ ἀναπτύξεως. Τὰ ἐκ τῆς ἑλληνικῆς μεταφρασθέντα ἐκκλησιαστικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα ἐξέπεμπον καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐκπέμπουν μηνύματα ἑνότητος, ἀλληλοσεβασμοῦ, συνεργασίας καὶ χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν ἀποδεκτῶν καὶ τῶν κληρονόμων των μὲ διαχρονικὴν ἰσχὺν καὶ παγκόσμιον κῦρος, στοιχεῖα καὶ γνωρίσματα ἀσφαλῶς θετικὰ καὶ ὠφέλιμα καὶ διὰ τοὺς σημερινοὺς στόχους τῶν λαῶν, τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης καὶ τῶν λαῶν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἡ ἐξέλιξις ὅμως τῶν γεγονότων οὔτε ἁπλῆ οὔτε ἀνώδυνος ὑπῆρξεν. Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος εὑρεθέντες ἐντὸς τοῦ δυτικοῦ πνευματικοῦ κλίματος, μετὰ τὰς ἐπιτυχίας τῶν πρώτων 3,5 περίπου ἐτῶν μεταδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἀληθείας καὶ λατρείας κατὰ τὸν Βυζαντινὸν τύπον, ἀντιμετώπισαν ἀπροσδόκητον λατινικὴν ἀντίδρασιν κατὰ τῆς σλαβικῆς γραφῆς καὶ γλώσσης, προβαλλόντων τῶν δυτικῶν τὴν «αἵρεσιν τῆς τριγλωσσίας, δηλαδὴ τῆς δοξολογίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ μόνον εἰς τὰς τρεῖς γλώσσας, ἑβραϊκήν, ἑλληνικὴν καὶ λατινικήν: «ἐξήγησέ μας, πὼς ἐσὺ ἔφτιαξες γράμματα γιὰ τοὺς σλάβους καὶ τοὺς τὰ διδάσκεις…», ἐκατηγόρουν τὸν Ἰσαπόστολον Κύριλλον.
Οἱ Δυτικοὶ τότε, καὶ διὰ τοῦ τρόπου τούτου, ἐπεχείρουν νὰ ἀποκλείσουν τὴν σλαβικὴν καὶ ἐμμέσως, σὺν τῷ χρόνῳ, νὰ ἀκυρώσουν τὸ ἔργον τῶν βυζαντινῶν ἱεραποστόλων. Τὸ ἀπρόβλεπτον τοῦτο ἐπιχείρημα ὁδηγεῖ κατὰ συνειρμὸν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἀπόφασις τοῦ ἡγεμόνος Ροστισλάβου νὰ ἀπευθυνθῇ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ νὰ ζητήσῃ διδάσκαλον ἱκανὸν νὰ διδάξῃ τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ λαοῦ του ἀπετέλει τὴν ἀπάντησίν του εἰς τὴν ἀρνητικὴν συμπεριφορὰν τῆς λατινικῆς κοινωνίας ἔναντι τῆς γλώσσης καὶ προφανῶς τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου, ἐνῷ ἐγνώριζε σχεδὸν μετὰ βεβαιότητος τὴν θετικὴν στάσιν τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔναντι τῶν λαῶν, τῶν ἐπιθυμούντων τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἰδίᾳ ἑκάστου γλώσσῃ. Ἐγνώριζεν ὁ Ροστισλάβος ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὸν φόβον τῶν πρώτων, ὅτι ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἰδιαιτέρας γλώσσης καὶ γραφῆς τοῦ σλαβικοῦ λαοῦ του θὰ ἠδύνατο νὰ σημάνῃ ἓν σταθερὸν καὶ μὴ ἀνακλητὸν βῆμα πρὸς τὴν θρησκευτικὴν καὶ λοιπήν του ἀνεξαρτησίαν –πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτον διὰ τὰς ἀντιλήψεις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν νοοτροπίαν τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων-, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὴν πολιτικὴν τῶν Βυζαντινῶν, οἱ ὁποῖοι μέσῳ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἰδιαιτερότητος τῶν λαῶν ἐπετύγχανον τὴν δημιουργίαν μονίμων καὶ σταθερῶν δεσμῶν φιλίας μεταξύ των.
Ἡ ἀντίδρασις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἰς τὰς αἰτιάσεις ταύτας ἀσφαλῶς δὲν ἦτο πρόχειρος καὶ τυχαία. Ἦτο σαφὴς καὶ πειστική: «Μήπως δὲν ἔρχεται ἡ βροχὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξίσου ἐπάνω σὲ ὅλους, ἢ δὲν ἀκτινοβολεῖ ὁ ἥλιος σὲ ὅλους καὶ δὲν ἀναπνέουμε τὸν ἀέρα ὅλοι ἐξίσου;… ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι πολλὲς φυλὲς μποροῦν νὰ γράφουν καὶ νὰ ἀποδίδουν δόξα στὸ Θεὸ ἡ κάθε μιὰ στὴν δική της γλῶσσα, ὅπως εἶναι γνωστὸ ὅτι συμβαίνει μὲ τοὺς ἀρμενίους, τοὺς πέρσες, τοὺς ἀβασγούς, τοὺς ἴβηρες, τοὺς σούγδους, τοὺς γότθους, τοὺς ἀβάρους, τοὺς τούρκους, τοὺς χαζάρους, τοὺς ἄραβες, τοὺς αἰγυπτίους, τοὺς σύρους καὶ πολλοὺς ἄλλους;» (βλ. Βίος Κυρίλλου, ἔνθ. ἀν. σελ. 84).
Τὸ γεγονός, πάντως, τοῦτο ἀπησχόλησε τὴν Βυζαντινὴν ἱεραποστολικὴν δραστηριότητα καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς διακονίας της ἐν τῇ σφαίρᾳ τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἂν καὶ ὑπῆρξαν καὶ μεγάλα διαστήματα προστασίας της ὑπὸ εὐνοϊκῶν ἀποφάσεων Παπῶν Ρώμης. Τελικῶς, ἡ δυτικὴ ἀτμόσφαιρα δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀνθέξῃ τὴν παρουσίαν τῶν προϊόντων τῆς ἀνατολικῆς πνευματικῆς παραδόσεως ἐν τῷ χώρῳ της καὶ μετὰ τὸν θὰνατον τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου τὸ 885 μ. Χ. παρέδωκεν εἰς τὴν πυρὰν τὰ σλαβικὰ ἱερὰ βιβλία.
Τίθεται ἀσφαλῶς, ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ, ἐνώπιον ἡμῶν πάντων, τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, τὸ ἐρώτημα: εἰς τὸν βωμὸν ποίας σκοπιμότητος ἐπετράπη ὁ παραγκωνισμὸς τοῦ ρόλου τοῦ Χριστιανικοῦ Βυζαντίου ἐκ τῆς νεοσυγγραφείσης ἐπὶ τῶν ἡμερῶν ἡμῶν ἱστορίας τῆς Εὐρώπης; Τοῦ Χριστιανικοῦ Βυζαντίου, τὸ ὁποῖον κατὰ τὰ ἔτη τῆς δόξης καὶ τῆς πνευματικῆς του ἀπογειώσεως, στηριζόμενον ἐπὶ ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν ὑψηλοῦ κύρους καὶ ἀποδοχῆς, κατώρθωσε νὰ δημιουργήσῃ τήν «Βυζαντινὴν Κοινοπολιτείαν» (D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth. Eastern Europe, 500-1453, London 1971), δηλαδὴ κοινωνίαν λαῶν καὶ πολιτισμῶν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν σκέπην τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προλαμβάνον καὶ προδιαγράφον τοὺς συγχρόνους φιλοδόξους σχεδιασμοὺς διὰ μίαν κοινὴν Εὐρωπαϊκὴν Πατρίδα;
Ἀνεξαρτήτως τῶν ἰδεῶν τούτων, αἱ ὁποῖαι κυριαρχοῦν εἰς τὸ σημερινὸν Εὐρωπαϊκὸν στερέωμα, ἡ περίφημος Εὐρωπαϊκὴ Ἰδέα δὲν δύναται νὰ ἀπορρίψῃ ἐκ τῶν θεμελίων καὶ ἐκ τῶν συστατικῶν της τὸν καρπὸν τῆς Κυριλλομεθοδιανῆς σπορᾶς, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὸν ἀπόηχον τῆς Βυζαντινῆς πνευματικῆς παρουσίας ἐν τῷ δυτικοευρωπαϊκῷ χώρῳ.
Ἐντὸς τῶν πλαισίων τοῦ ἀποήχου τῆς διαχρονικῆς ταύτης παρακαταθήκης τῶν τιμωμένων Ἁγίων τῆς Βυζαντινῆς Θεσσαλονίκης Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, μὴ παραμεριζομένων πολλῶν ἐπὶ μέρους πτυχῶν τῆς ὑπερεικοσαετοῦς δραστηριότητος αὐτῶν εἰς τὸ ἔδαφος τῆς κεντρικῆς καὶ δυτικῆς Εὐρώπης, κυρίαρχον ἀσφαλῶς θέσιν κατέχει ἡ συνετή, εἰλικρινὴς καὶ ἐπιτυχὴς προσπάθειά των πρὸς μεταφύτευσιν βασικῶν στοιχείων τῆς Βυζαντινῆς ζωῆς, τῆς Ὀρθοδόξου θεολογικῆς σκέψεως καὶ λατρευτικῆς παραδόσεως εἰς τὴν δυτικὴν κοινωνικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς των, ἄνευ μεγάλων καὶ θορυβωδῶν ἀναταράξεων, ἀπωλειῶν καὶ δογματικῶν συμβιβασμῶν. Καὶ ἐν τούτῳ οἱ δύο Ἅγιοι ἀποτελοῦν μοναδικὸν πρότυπον διὰ τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον: δηλαδὴ τὸ πρότυπον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ στόχου τούτου, οἱ δύο Ἅγιοι εἰργάσθησαν μετὰ πολλῆς ἀληθῶς συνέσεως, ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως πρὸς τὸ ἀλλοεθνὲς ποίμνιόν των, μὲ σταθερὰν προσήλωσιν εἰς τὰς ὁδηγίας καὶ ὑποδείξεις τοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Αὐτοκράτορος καὶ διάθεσιν συνεργασίας μετὰ τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν. Πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ προγράμματος καὶ τοῦ στόχου αὐτῶν τούτου: α) ἀνεγνώρισαν τὴν ἰσχύουσαν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν καὶ τὸν ρόλον τοῦ Πάπα Ρώμης, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐπέδειξαν σεβασμόν, β) ἀνεγνώρισαν τὸ κῦρος τῆς τοπικῆς λατρευτικῆς παραδόσεως, πρὸς τὴν ὁποίαν ἐμερίμνησαν νὰ μὴ ἔλθουν εἰς σύγκρουσιν, καὶ γ) προσεπάθησαν νὰ ἀντιμετωπίσουν –καὶ τὸ ἐπέτυχον- τὰς σημαντικωτέρας θεολογικὰς διαφορὰς καὶ ἀναποφεύκτους ἀντιπαραθέσεις μετὰ τῶν λατίνων θεολόγων διὰ τοῦ διαλόγου ἄνευ φανατισμοῦ καὶ συγκρουσιακῆς διαθέσεως.
Ἔτι ἀκριβέστερον εἰπεῖν:
Πρῶτον, εἰσελθόντες εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν κλῖμα τῆς Ρώμης, ἐδέχθησαν τὸ αὐτονόητον, ὅτι διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἱεροῦ των ἔργου ἅπασαι αἱ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος ἐνέργειαί των θὰ ἔδει νὰ εἶναι ἐν γνώσει τοῦ Πάπα Ρώμης, ἀμέσως μετὰ τὴν ἄφιξίν των δὲ εἰς Μοραβίαν, ἐπεσκέφθησαν τὸ Βατικανόν, προκειμένου νὰ ἐπιλύσουν τὸ θέμα τῆς χρήσεως τῆς Σλαβικῆς γλώσσης εἰς τὴν λατρείαν, ἀνεξαρτήτως ἂν τὸ θέμα τοῦτο εἶχεν ὄχι μόνον τὴν ἀποδοχὴν ἀλλὰ καὶ τὴν προέλευσιν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως καὶ δὴ ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (πρβλ. Gallagher Clarence SJ, Church Law and Church Order in Rome and Byzantium. A comparative study, Birmingham Byzantine and Ottoman monographs 8(2002) σς., vi-viii καὶ 37-113).
Δεύτερον, συμφώνως πρὸς πληροφορίας διασωθέντων λειτουργικῶν τινων χειρογράφων γκλαγκολικῆς γραφῆς (δηλαδὴ τῆς πρώτης σλαβικῆς γραφῆς τὴν ὁποίαν ἐξεπόνησε καὶ διεμόρφωσεν ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος-Κύριλλος), οἱ βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι εἰς τὰς λατρευτικὰς τελετὰς συμπεριέλαβον ἐν μέρει καὶ εὐχάς τινας προερχομένας ἐκ τῆς δυτικῆς λατρευτικῆς παραδόσεως, ὡς τῆς λεγομένης «λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Πέτρου», ἀποτελούσης «σύνθεσιν» τῆς Θείας Λειτουργίας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κάνονος.
Ὡς πρὸς τὴν ἀναφορὰν περὶ λατρευτικῆς προσεγγίσεως καὶ ἔν τινι μέτρῳ υἱοθετήσεως εὐχῶν τινων τοῦ δυτικοῦ τυπικοῦ ἀπὸ μέρους τῶν Ἁγίων ἀδελφῶν, κρίνεται ἀπαραίτητος ἡ ὑπόμνησις ὅτι τότε (9ος αἰών) ἡ Ἐκκλησία ἦτο Μία καὶ ἡνωμένη, τοῦ Σχίσματος μεταξὺ Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἐπελθόντος τὸν ΙΑ΄αἰῶνα (1054), καὶ ὅτι ἡ ποικιλία λατρευτικῶν τύπων καὶ παραδόσεων δὲν ἀπετέλει οὐσιώδη διάστασιν καὶ ἐμπόδιον ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν πιστῶν (βλ. M.Arranz, La tradition liturgique de Constantinople aux IXe siècle et l’ Euchologe slave du Sinai, Studi sull’ Oriente Cristiano, Diretta de Gaetano Passarelli, Miscellanea Metreveli, 42, Roma 2000, σς. 104-105 καὶ Ι. Μ. Φουντούλη, Τὸ λειτουργικὸν ἔργον τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ θεωρίαν τῆς θείας λατρείας, Θεσσαλονίκη 1965, σσ. 141-159).
Ἡ ἐλευθερία, ὡσαύτως, ἐπιλογῆς τῶν πρὸς μετάφρασιν εἰς τὴν σλαβικὴν γλῶσσαν λατρευτικῶν κειμένων ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων (Βλ. σχετικὰς παρατηρήσεις ἐπὶ τῇ βάσει τῶν νεοευρεθέντων ἐν τῇ Μονῇ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ χειρογράφων ἐν τῇ μελέτῃ τοῦ Καθηγητοῦ Ἰ.Χ. Ταρνανίδου, Τὸ ἀρχαιότερο Σλαβικὸ Εὐχολόγιο, Γηθόσυνον σέβασμα. Ἀντίδωρο τιμῆς καὶ μνήμης εἰς τὸν μακαριστὸν Καθηγητὴν τῆς Λειτουργικῆς Ἰωάννην Μ. Φουντούλην (2007), τομ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2013, σσ. 1808-1847), τόσον κατὰ τὴν πρώϊμον μεταφραστικὴν περίοδον ὑπὸ τὸ ἄγρυπνον ὄμμα τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ὅσον καὶ κατὰ τὴν ἐπὶ τοῦ μοραβικοῦ καὶ τοῦ παννονικοῦ ἐδάφους συνέχισιν τοῦ ἔργου των, καταδεικνύει τὸ «ἀνοικτόν» πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς των ἡγεσίας, τὸ ὁποῖον ἄφηνε περιθώρια ἀκινδύνων διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν, Παράδοσιν καὶ Ἐκκλησίαν ἑλιγμῶν, προκειμένου νὰ ἀποφεύγωνται ἀντιπαραθέσεις καὶ συγκρούσεις μεταξὺ ἰδίᾳ τῶν πιστῶν.
Τρίτον, παρατηρητέον ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ βασικὴ δογματικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἀπετέλεσεν ἰδιαίτερον ἐμπόδιον ἐπικοινωνίας τῶν Θεσσαλονικέων ἱεραποστόλων μετὰ τῶν δυτικῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων. Τοῦτο καταδεικνύεται κυρίως ἐκ τῆς ἀνεμποδίστου λατρευτικῆς ζωῆς καὶ παρουσίας των ἐν Ρώμῃ. Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς τυχαῖον, ὅτι καὶ εἰς τοὺς Βίους των ἡ σχετικὴ ἀναφορὰ περί ἀντιπαραθέσεως μετὰ τῶν λατίνων ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἐντελῶς περιθωριακή (βλ. Βίος Μεθοδίου, σελ. 206: «ὁ παλαιὸς ἐχθρός, αὐτὸς πού φθονεῖ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, μὴ ἀνεχόμενος ὅλα αὐτά, ξεσήκωσε κάποιους ἐναντίον του…ἄλλους ἐμφανῶς καὶ ἄλλους κρυφά, αὐτοὺς ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν υἱοπατερικὴ αἵρεση…»).
Καθίσταται σαφές, ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ οὗτοι ἱεραπόστολοι, παρὰ τὴν ἀταλάντευτον προσήλωσίν των εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Παράδοσιν, δὲν ἐδυσκολεύθησαν νὰ παραμείνουν, νὰ ἐργασθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν ὀπαδοὺς καὶ ἐν αὐτῇ ταύτῃ τῇ ἕδρᾳ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἐπετεύχθη φυσικῶς, διότι τὸ κήρυγμα καὶ ἡ συμπεριφορά των ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν, πανανθρωπίνων καὶ διαχρονικῶν ἀξιῶν τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἑτερότητος τῶν ἄλλων, καὶ τῆς ἐπιλύσεως τῶν οἱωνδήποτε διαφορῶν μετὰ πνεύματος κατανοήσεως καὶ κυρίως μέσῳ τοῦ διαλόγου.
Ἡ Εὐρωπαϊκή, λοιπόν, Ἰδέα τῆς συνυπάρξεως, τῆς συνεργασίας καὶ τῆς ἑνότητος τῶν λαῶν μὲ τὴν διαφορετικὴν πίστιν, τὰς διαφορετικὰς παραδόσεις καὶ τὴν εἰς μεγαλύτερον ἢ μικρότερον βαθμὸν διαφορετικὴν ἰδιοσυγκρασίαν, δύναται ἀναμφιβόλως νὰ ἀντλῇ ἐκ τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου θετικὰ καὶ καίρια διὰ τοὺς στόχους της μηνύματα.
Ἐλλογιμώτατοι ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι,
Ὑπῆρξάν τινες οἱ ὁποῖοι περὶ τοῦ γένους τῶν ἀγγέλων ἐφιλονίκησαν, ἐμβατεύοντες ἃ μὴ ἑωράκασι καί “μὴ νοοῦντες μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται” (Α΄ Τιμ. α΄,7). Εἰσί τινες καὶ σήμερον οἵτινες περὶ τοῦ οὐσιώδους ἀφθάρτου γένους τῶν Ἁγίων ἀδιαφοροῦντες, εἰς ἔριδας περὶ τοῦ ἐπουσιώδους φθαρτοῦ γένους αὐτῶν ἀναλίσκονται.
Οἱονδήποτε καὶ ἂν ἦτο τὸ δυσεξακρίβωτον ἱστορικῶς φθαρτὸν γένος τῶν Ἁγίων, ἀναμφισβήτητον εἶναι ὅτι τὸ ἄφθαρτον γένος αὐτῶν ἦτο τὸ Ὀρθόδοξον Χριστιανικόν. Καὶ μήτηρ δὲ αὐτῶν κατὰ τὸ ἄφθαρτον τοῦτο γένος αὐτῶν ὑπῆρξεν ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας πρωτόθρονος Ἐπίσκοπος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Πατὴρ δὲ αὐτῶν ὁ πατὴρ πάντων ἀνθρώπων καὶ τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον καὶ καθ᾿ ἑκάστην ἐπικαλούμεθα διὰ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Παυσάτω, λοιπόν, πᾶσα σὰρξ βροτεία περὶ σαρκίνης καταγωγῆς φλυαροῦσα καὶ τὸ ἓν οὗ ἐστι χρεία καταλείπουσα.
Τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ἐφώτισεν ἡμᾶς ἅπαντας. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἐξουσία. Μὴ θελήσωμεν κλέψαι τὴν δόξαν Αὐτοῦ, διότι ἀνεπίδεκτος κλοπῆς ἐστι. Ἡμᾶς πάντας συνέκλεισεν εἰς ἀπείθειαν ἵνα τοὺς πάντας σώσῃ, ἵνα μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ὡς ἐξ ἰδίας δυνάμεως ἐπιτυχοῦσά τι, ὡς κάποτε ὁ «τῆς ἀνομίας ὑπουργός» Ἡρώδης ὁ δείλαιος, θυσιάσας «τὰ βρέφη» χάριν τῆς δῆθεν, κατ᾿ αὐτόν, «διατηρήσεως» ἰδίας προσκαίρου καὶ ἐπιπλάστου δόξης, παριδὼν τὴν αἰωνίαν δόξαν τοῦ Μόνου Θεοῦ.
Κατακλείομεν, δανειζόμενοι τοὺς λόγους τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν πατρὸς καὶ Γέροντος Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος Χατζῆ, τὴν ἑκατοστὴν ἐπέτειον ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ ὁποίου ἑορτάζομεν ἐφέτος, τοὺς λόγους ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ προστάτου τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης Ἁγίου Δημητρίου, ὅτε τὴν 7ην Φεβρουαρίου 1977 παρέδιδεν ἐκ μέρους τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας εἰς τὸν μακαριστὸν ποιμενάρχην αὐτῆς Παντελεήμονα Χρυσοφάκην τεμάχιον ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου: «Θεσσαλονικεῖς, Ἡ παρουσία τοῦ ἱεροῦ τούτου λειψάνου τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης μορφῆς τοῦ συμπολίτου ὑμῶν Ἱεραποστόλου Κυρίλλου ἂς εἶναι καύχημα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὑπόμνησις τοῦ ἐνδόξου προγονικοῦ παρελθόντος, συγχρόνως ὅμως καὶ τοῦ χρέους πρὸς τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, διὰ τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τῶν ἄλλων πολιτιστικῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, τῶν ὁποίων κήρυκες καὶ ἐργάται ὑπῆρξαν ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος» (Χαλκηδόνια, Ἀθήνα 1999, σσ. 145-146).
Καὶ ἐπιλέγομεν: Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, Θεοῦ τὸ δῶρον, διὰ τὴν Θεσσαλονίκην, διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ τὸν Σλαβικὸν κόσμον, διὰ τὴν ἀνθρωπότητα, μᾶς φωτίζουν καὶ μᾶς ὁδηγοῦν ἱεραποστολικῶς καὶ ἁγιοπατερικῶς καὶ σήμερον, κατὰ τὰς κρισίμους αὐτὰς στιγμάς, κατὰ τὰς ὁποίας «ἱεραποστολῆς χρείαν ἔχομεν».
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν.