Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως,
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος,
Ἱερώτατοι Ἀδελφοί,
Ἐξοχώτατοι,
Κυρίαι καί κύριοι,
Θά ἠθέλομεν, ἐν πρώτοις, νὰ ἐκφράσωμεν τὰς εὐχαριστίας ἡμῶν, διότι προσεκλήθημεν εἰς τὸ παρὸν βῆμα, διὰ νὰ διατυπώσωμεν ὡρισμένας σκέψεις περὶ ἑνός φαινομένου, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς παρούσης Διεθνοῦς Διασκέψεως καὶ τὸ ὁποῖον ἀπασχολεῖ τόσον πολὺ τὰς συγχρόνους κοινωνίας. Πρόκειται διὰ τὸ θέμα τῆς λεγομένης «διαφθορᾶς».
Ἀνερχόμενοι εἰς τό βῆμα αὐτὸ ἔχομεν πλήρη συνείδησιν τοῦ ὅτι ὡς μὴ ἀνήκοντες εἰς τὴν πολιτικὴν καὶ οἰκονομικὴν ἡγεσίαν δὲν ἔχομεν ἄμεσον ἁρμοδιότητα διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ ἑνὸς κοινωνικοῦ φαινομένου τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ τὴν λῆψιν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν μέτρων. Ἐν τούτοις, ὡς πνευματι-κὸς καὶ θρησκευτικὸς λειτουργὸς αἰσθανόμεθα τὸ χρέος νὰ ἐπισημάνωμεν τὰς πνευματικὰς καὶ ἠθικὰς διαστάσεις τοῦ θέματος, αἱ ὁποῖαι καὶ σοβαραὶ καὶ πολλαὶ εἶναι.
Ἐν πρώτοις, ὀφείλομεν νὰ τονίσωμεν ὅτι ἡ βαθυτέρα ρίζα τοῦ φαινομένου τῆς διαφθορᾶς εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀπληστίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀδιστάκτως καταφεύγει εἰς πᾶν μέσον, ἄλλοτε μὴ νόμιμον καὶ ἄλλοτε μὴ ἠθικόν, διὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν οἰκονομικήν του δύναμιν ἐκμεταλλευόμενος τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν τοῦ ἐνεπιστεύθη ἡ Πολιτεία. Ἡ ἀπληστία αὕτη, πρέπει νὰ ὁμολογήσωμεν, διακατέχει ἀτυχῶς πάντα σχεδὸν τὰ στρώματα τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν, καὶ τοῦτο διότι ὁ πλουτισμὸς τείνει νὰ ἀποτελέσῃ τὸ ὕψιστον ἀγαθὸν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἅπαντες ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτίσουν, καὶ μάλιστα τὸ ταχύτερον δυνατόν, διότι ὁ πλοῦτος ἀναβιβάζει σήμερον τὸ κοινωνικὸν γόητρον τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ παρέχει τὴν δύναμιν νὰ ἐπηρεάζῃ καὶ αὐτὸ τὸ πολιτικὸν γίγνεσθαι, ἐπὶ πλέον δὲ παρέχει τὴν δυνατότητα ποικίλων ἀπολαύσεων εἰς μίαν ἐποχὴν ἀκράτου εὐδαιμονισμοῦ, ὡς ἡ ἰδική μας.
Ἄς μὴ ἐκπλήσσῃ ἡμᾶς, συνεπῶς, τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δυνάμενοι ὡς ἐκ τῆς θέσεώς των νὰ αὐξήσουν τὸν πλουτισμόν των πράττουν τοῦτο σήμερον ἄνευ ἠθικοῦ δισταγμοῦ. Ἡ διαφθορὰ δὲν περιορίζεται εἰς ὡρισμένους ὑψηλά ἱσταμένους παράγοντας, ἄν καὶ ἐκεῖ καθίσταται πλέον προκλητικὴ ἢ σκανδαλώδης. Εἰς τὴν πραγματικότητα καὶ εἷς ἁπλοῦς κλητὴρ ἑνὸς ὑπουργείου, ὅταν ἀπαιτῇ ἢ δέχεται χρηματικὸν ἢ ἄλλης φύσεως ὄφελος διὰ νὰ παρακάμψῃ γραφειοκρατικὰς διαδικασίας, τὴν διαφθορὰν ὑπηρετεῖ, ἔστω καὶ εἰς κατώτερον βαθμόν. Ἀλλὰ καὶ ὁ προσφέρων τὸ ὄφελος τοῦτο τὴν ἰδίαν εὐθύνην ἔχει διὰ τὴν προώθησιν τῆς διαφθορᾶς.
Ὅλα αὐτὰ καταδεικνύουν ὅτι ἡ διαφθορὰ ἀποτελεῖ κοινωνικὸν νόσημα πολιτισμικῆς αἰτιολογίας, τὸ ὁποῖον δυσκόλως θὰ θεραπευθῇ, ἐὰν δὲν ἀλλάξῃ ἡ κλίμαξ τῶν ἀξιῶν, ἡ ὁποία, ὡς ἔχει σήμερον, ἐνθαρρύνει τὸν εὔκολον πλουτισμόν, τὸν ὁποῖον καὶ προβάλλει ὡς ὕψιστον ἀγαθόν.
Ἀρεταί, ὅπως ἡ ἐντιμότης, ἡ ἀκεραιότης, ἡ παιδεία καὶ ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια θεωροῦνται σήμερον χαρακτηριστικὰ τῶν ἀφελῶν, σπανίως δὲ διδάσκονται καὶ εἰς τὰ σχολεῖα, τὰ ὁποῖα ἔχουν μετατραπῆ εἰς φορεῖς τεχνικῶν γνώσεων καὶ πληροφορίας. Ἰδιαιτέρως σήμερον ἰσχύουν οἱ λόγοι τοῦ μεγάλου συγχρόνου ποιητοῦ T. S. Elliot: «ποῦ εἶναι ἡ σοφία πού χάσαμε στὴ γνώση, ποῦ εἶναι ἡ γνώση ποὺ χάσαμε μεσ’ τὴν πληροφορία;».
Χρειάζονται, συνεπῶς, πέραν τῶν νομικῶν ἤ ἄλλων μέτρων τὰ ὁποῖα πρέπει ἀναμφιβόλως καὶ ἐπειγόντως νὰ ληφθοῦν, καὶ ριζικὸς ἀναπροσανατολισμὸς τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ γενικώτερον. Ἀναγνωρίζομεν, βεβαίως, ὅτι ταῦτα ἀποτελοῦν μέτρα μακροπρόθεσμα καὶ ἴσως ἀκούγονται θεωρητικά. Φοβούμεθα ὅμως ὅτι χωρὶς ἀντιμετώπισιν τῶν πολιτισμικῶν παραμέτρων τοῦ θέματος τῆς διαφθορᾶς κτίζομεν ἐπὶ τῆς ἄμμου. Χωρὶς τὴν καλλιέργειαν ἤθους καὶ νοοτροπίας ἡ ὁποία θὰ θέτῃ ὑπεράνω τοῦ ἀτομικοῦ πλουτισμοῦ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὸ εὐρύτερον κοινωνικὸν συμφέρον, ἡ λερναία ὕδρα τῆς διαφθορᾶς θὰ παράγῃ μίαν νέαν κεφαλὴν εἰς τήν θέσιν ἐκείνης ποὺ ἀποκόπτομεν.
Ἡ Ἐκκλησία κινεῖται καὶ αὐτὴ ἐντὸς τῆς Ἱστορίας καὶ τὰ μέλη αὐτῆς, οἱανδήποτε θέσιν καὶ ἂν κατέχουν ἐν αὐτῇ, φέρουν ἐντός των τὰς κοινωνικὰς καὶ πολιτισμικὰς ἰδιότητας τοῦ περιβάλλοντός των. Δὲν ἀποτελεῖ, συνεπῶς, ἕνα χῶρον στεγανὸν εἰς τὸν ὁποῖον ἀδυνατοῦν νὰ εἰσχωρήσουν οἱ νοσογόνοι ὀργανισμοὶ τῆς εὐρυτέρας κοινωνίας. Παρὰ ταῦτα ἡ φύσις της καὶ τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖον μεταφέρει εἰς τὸν κόσμον, δὲν παύουν νὰ προσφέρουν ἀντισώματα κατὰ τοῦ ἰοῦ τῆς διαφθορᾶς. Ἐπὶ τοῦ σημείου τούτου, ὡς ἐκ τῆς θέσεως ἡμῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, θὰ ἠθέλομεν ἰδιαιτέρως νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὰς ἀκολούθους ἀληθείας.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της εἶναι τὸ πλέον ἀντι- ἀτομοκρατικὸν γεγονὸς τῆς Ἱστορίας. Γνωρίζομεν ὅλοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται καὶ ἀναπτύσσεται μὲ ἔντονον τὴν τάσιν τῆς φιλαυτίας. Εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πατερικὴν καὶ ἀσκητικὴν παράδοσιν ἡ φιλαυτία θεωρεῖται ὡς ἡ πηγὴ ὅλων τῶν παθῶν. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀνατρέψῃ μίαν σειρὰν προτεραιοτήτων δεδομένων εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν φύσιν του, καὶ ἀντὶ νὰ δίδῃ προτεραιότητα εἰς τὸν «ἑαυτόν», νὰ προτάσσῃ τὸ συμφέρον τοῦ «ἄλλου». «Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπείτω, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἑτέρου», κατὰ τὴν προτροπὴν τοῦ Ἀπ. Παύλου. Ἡ σοφία, τὴν ὁποίαν ὑποκρύπτει μία τοιαύτη προτροπή, ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὑπηρετεῖται τὸ εὐρύτερον καὶ γενικώτερον συμφέρον καὶ δι’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἀτομικόν.
Ἡ κοινωνικὴ αὐτή φύσις τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποτελεῖ ἠθικὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ χαρακτηριστικὸν τῆς ἰδίας τῆς δομῆς της. Ἡ Ἐκκλησία, τοὐλάχιστον κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον ἀντίληψιν, εἶναι σύναξις, εἶναι κοινότης, καὶ μάλιστα κοινότης εὐχαριστιακή, ἡ ὁποία δέχεται ὅλους ἀδιακρίτως, καὶ ἡ ὁποία ἀντανακλᾷ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ὑπάρχει ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος δὲν εἶναι ἄτομον, ἀλλὰ πρόσωπα ἀλληλοπεριχωρούμενα εἰς μίαν ἀδιαίρετον ἑνότητα. Ἐὰν ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύπτῃ, ὄχι εἰς τήν καθημερινὴν ζωὴν τῶν μελῶν της, ἡ ὁποία ὑπόκειται εἰς τοὺς πειρασμοὺς τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ εἰς τὴν σύναξίν της ἐπὶ τὸ αὐτὸ διὰ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τότε τὸ μήνυμα ποὺ ἐκπέμπει πρὸς τὴν κοινωνίαν εἶναι σαφές: τὸ «Ἐγώ» εἶναι ἀδιανόητον χωρὶς τὸ «Σύ». Τὸ ἄτομον αὐτοκαταστρέφεται ἐὰν δὲν μεταβληθῇ εἰς πρόσωπον. Τὸ ἄτομον εἶναι μονὰς αὐτοπροσδιοριζομένη. Τὸ πρόσωπον εἶναι ἔννοια σχέσεως. Δὲν αὐτοπροσδιορίζεται ἀλλ’ ἑτεροπροσδιορίζεται.
Ἀναδύεται ὡς ἰδιαιτέρα ταυτότης μόνον ὅταν εὑρίσκηται ἐν κοινωνίᾳ μὲ ἄλλα πρόσωπα. Ἕν πρόσωπον ἴσον οὐδὲν πρόσωπον. Ἡ πρόταξις τοῦ Ἐγὼ ἔναντι τοῦ Σὺ ἀποτελεῖ λανθασμένην ὑπαρξιακήν, πολιτισμικὴν καὶ κοινωνικὴν ἐπιλογήν. Ἀποτελεῖ δὲ ἐν τῇ οὐσίᾳ καὶ τὴν βαθυτέραν πηγὴν τοῦ φαινομένου τῆς διαφθορᾶς.
Διότι ἡ διαφθορὰ τὶ ἄλλο εἶναι ἀπὸ τὴν πρόταξιν τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος ἔναντι τοῦ συμφέροντος τοῦ ἄλλου; Τὶ ἄλλο εἶναι ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴν ὑπὸ τοῦ Ἐγὼ τοῦ ἀνήκοντος εἰς τὸ Σύ, ἀπὸ τὴν μετατροπὴν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ προσωπικοῦ καὶ κοινωνικοῦ εἰς ἀτομικὸν ὄν;
Τὸ φαινόμενον τῆς διαφθορᾶς, ὅταν παρατηρῆται εἰς τριτοκοσμικὰς κοινωνίας, τὰς ὁποίας κατὰ κανόνα χαρακτηρίζει μέγας βαθμὸς πτωχείας, δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὴν δυσμενῆ οἰκονομικὴν κατάστασιν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν διὰ παντὸς μέσου τὴν βελτίωσιν τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς των. Ἀλλ’ εἰς προηγμένας οἰκονομικῶς κοινωνίας μόνον ἡ ἀπληστία τοῦ πλουτισμοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνεφέρθημεν ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ λόγου, ὡς κοινωνικοῦ ἰδεώδους, δύναται νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸ φαινόμενον. Διὰ τοῦτο καὶ ἐμμένομεν εἰς τὴν γνώμην ὅτι τὸ νοσηρὸν αὐτὸ φαινόμενον δὲν θὰ ἀντιμετωπισθῇ πλήρως καὶ ἐπιτυχῶς χωρὶς μεταβολὴν τῆς κλίμακος τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν, εἰς τρόπον ὥστε ἡ ἀξία τοῦ πλούτου καὶ τῆς εὐδαιμονίας, τὴν ὁποίαν αὐτὸς προσφέρει, νὰ παύσουν νὰ ἀποτελοῦν τὸ ὄνειρον καὶ τὴν ἐπιδίωξιν τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα τῶν νέων, ὅπως, ἀτυχῶς, συμβαίνει εἰς τὰς ἡμέρας μας. Πρὸς τοῦτο καλεῖται ἡ Ἐκκλησία νὰ συμβάλῃ καὶ αὐτὴ διὰ τῶν ἰδικῶν της μέσων, διαμορφώνουσα συνειδήσεις συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχάς, αἱ ὁποῖαι πηγάζουν ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸν βίωμα καὶ τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν, εἰς τὰ ὁποῖα ἀνεφέρθημεν πρὸ ὀλίγου. Τὸ ἔργον τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας δύναται ὅμως νὰ ἐπιτευχθῇ μόνον ἐὰν συνοδεύηται ἀπὸ ἀνάλογον προσπάθειαν τῆς παιδείας καὶ τῶν λοιπῶν κοινωνικῶν παραγόντων, ὡς εἶναι ἡ οἰκογένεια κυρίως, ὥστε νὰ διαμορφωθῇ νέον ἦθος καὶ νέα κοινωνικὴ ἀντίληψις περὶ τοῦ τὶ ὄντως ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστον ἀγαθὸν εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων.
Ἐκλεκτὴ ὁμήγυρις,
Αἱ σκέψεις τὰς ὁποίας ἐξεφράσαμεν ἐνταῦθα δὲν προσφέρουν ἀσφαλῶς τὴν ἄμεσον θεραπείαν τοῦ ἀπεχθοῦς φαινομένου τῆς διαφθορᾶς, οὔτε προτίθενται νὰ ὑποκαταστήσουν τὸ ἔργον τῶν ἐκλεκτῶν εἰδικῶν, οἱ ὁποῖοι συνεκεντρώθητε εἰς τὴν πόλιν ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ δημοκρατία ἐγεννήθη ὡς δίδυμος ἀδελφὴ τῆς χρηστοηθείας. Ὡς ἄνθρωπος τῆς θρησκείας ἐκρίναμεν ὅτι αἱ σκέψεις αὐταὶ ὑπενθυμίζουν εἰς ἡμᾶς πρωτίστως, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦμεν πνευματικήν διακονίαν, τὸ χρέος τὸ ὁποῖον ἔχομεν νὰ συμβάλωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν ἑνὸς νοσηροῦ φαινομένου, τὸ ὁποῖον ἀπειλεῖ νὰ ὁδηγήσῃ εἰς ἀναξιοπιστίαν καὶ ἀνυποληψίαν ὅλους τοὺς θεσμοὺς καὶ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν τοῦ δικαίου. Ἐὰν αἱ σκέψεις αὗται δύνανται νὰ ὑποβοηθήσουν, ἔστω καὶ ὀλίγον, τὸν σκοπὸν τῆς Διασκέψεώς σας, θὰ εἴμεθα ἰδιαιτέρως εὐτυχής. Δυνάμεθα πάντως νὰ σᾶς διαβεβαιώσωμεν ὅτι ὡς Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ὡς Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον θὰ εἴμεθα πάντοτε εἰς τὸ πλευρόν σας ἕτοιμοι νὰ προσφέρωμεν ὅ, τι μᾶς ζητηθῇ διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ, τὸν ὁποῖον ὑπηρετεῖτε. Εὐχόμεθα πλήρη τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἔργου σας, διὰ τὸ ὁποῖον σᾶς εὐχαριστοῦμεν, ὡς καὶ διὰ τὴν εὐκαιρίαν νὰ σᾶς ἀπευθύνωμεν αὐτοὺς τοὺς λόγους.