Πρός την Αυτού Αγιότητα
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ Α´
Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως
Οικουμενικόν Πατριάρχην
1.Διατηρώ πάντα ζωντανή στην καρδία τη συγκίνηση που προξένησε εις εμέ και στην Εκκλησία της Ρώμης η ευγενική επίσκεψη της Αγιότητάς Σας, συμμετέχοντας, κατά τον παρελθόντα μήνα Ιούνιο, στον εορτασμό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Είχαμε την ευκαιρία να αναμνησθούμε με ψυχη ευγνώμονα προς τον Κύριον, την προ σαράντα ετών ευλογημένη συνάντηση, στα Ιεροσόλυμα, με ένα πνεύμα νέο και θαρραλέο, των Προκατόχων μας, μετά πολλούς αιώνες αμοιβαίας αποξένωσης.
Δεχθήτε, σεβάσμιε Αδελφέ, την έκφραση της ευγνωμοσύνης μου για την άφιξή Σας στη Ρώμη, χειρονομία φιλίας που μιά ακόμη φορά έδειξε προς όλους πόσον περισσότερα είναι τα στοιχεία εκείνα που μας ενώνουν παρά εκείνα που μας διαιρούν. Ας είναι δοξασμένη η Αγιωτάτη Τριάδα, η οποία μάς επέτρεψε να δώσουμε τέτοια μαρτυρία! Η συνάντηση αυτ´ή θα παραμείνει ασφαλώς σημαδεμένη στα χρονικά του οικουμενισμού ως ένας σπουδαίος σταθμός στην πορεία προς την πλήρη ενότητα όλων των χριστιανών.
Συμμερίζομαι με την Αγιότητα Σας την πεποίθηση ότι η άφιξη στο τέρμα της πορείας προς την πλήρη κοινωνία, αν και προϋποθέτει τη γενναιόδωρη συνεργασία από μέρους μας, παραμένει να είναι κυρίως ένα δώρο του Θεού, που μέλλει να επικαλούμεθα με συνεχή προσευχή και να αποδεχόμεθα με πλήρη καλή διάθεση.
2.Τα αισθήματα αυτά αδελφικής κοινωνίας είχαν πρόσφατα μιά νέα επικύρωση με την επιστολή την οποία η Αγιότητά Σας μου απέστειλε, ευχόμενος την παρουσία μου στην Κωνσταντινούπολη, στις 30 προσεχους Νοεμβρίου, Εορτή του αγίου Ανδρέου, πρώτου Αποστόλου που κάλεσε ο Κύριος, στο πρόσωπο του οποίου η επιφανής αυτή Εκκλησία τιμά τον Προστάτη της.
Δυστυχώς, αγαπητέ και σεβάσμιε Αδελφέ, παρά την διακαή επιθυμία μου, πρός στιγμήν δε μού είναι δυνατόν να αποδεχθώ την πρόσκληση για την προτεινόμενη ημερομηνία. Διάφορες περιστάσεις μέ υποχρεώνουν να αναβάλω τη χαρά μιάς νέας συνάντησης μαζί Σας και με την Ιεράν Σύνοδον που Σάς περιστοιχίζει, και τη ψυχική αγαλλίαση να σταθώ σε κοινή προσευχή στον Καθεδρικό Ναό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είμαι, πάντως ευτυχής νά Σάς διαβεβαιώσω ήδη από τώρα ότι, αποδεχόμενος πρόθυμα το αίτημα που μού απευθύνατε, προτίθεμαι να Σάς προσφέρω ως ευλαβική τιμητική προσφορά τα λείψανα των Αγίων Πατριαρχών Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, Προκατόχων της Αγιότητάς Σας στην Έδρα αυτή. Στα διδάγματα των δύο Διδασκάλων της Εκκλησίας, οι οποίοι με τόση σοφία ωμίλησαν από την Καθέδρα επί της οποίας Σείς σήμερα ευρίσκεσθε, καταυγάζει η κοινή παρακαταθήκη πίστεως, η οποία, αν και κατά τρόπον ακόμη ατελή, μάς ενώνει.
3.Κατά ανεξιχνίαστο σχέδιο του Θεού εκείνου ο οποίος γνωρίζει να έλκει το καλό ακόμη και από το κακό, ωρισμένα ιερά λείψανα των Πατέρων αυτών της Εκκλησίας, μαζί με εκείνα άλλων Αγίων, είναι εναποθεμένα πλησίον του τάφου του Μακαρίου Πέτρου, αδελφού του Ανδρέου, ως αν να ενθυμίζουν προς όλους μας την δέσμευση για την πλήρη εκείνη κοινωνία για την οποία ο θείος Διδάσκαλος προσευχήθηκε (βλ. Ιωαν. 17, 20-21).
Εμπιστευόμεθα ότι στον Ουρανό οι άγιοι αυτοί μεσιτεύουν ενώπιον του Θρόνου του Υψίστου, ώστε να επισπευθεί η ευλογημένη ημέρα κατά την οποία, αφού ξεπερασθούν οι υπόλοιπες διαφωνίες, να μπορέσουμε και πάλι να φάγωμε μαζί από το μοναδικό Άρτο και να πίωμε από το μοναδικό Ποτήριο, λαμβάνοντας μέρος από κοινού στην αγιωτάτη Τράπεζα επί τής οποίας συνεχίζει να προσφέρεται μυστηριακά η Θυσία της Καινής Διαθήκης.
Τον περασμένο Ιούνιο αναμνησθήκαμε από κοινού πόσον οι σεβάσμιοι επιφανείς Προκάτοχοί μας, Αθηναγόρας Α´ και Παύλος Στ´ , υπήρξαν μάρτυρες του διακαούς αυτού πόθου. Μεγάλη ήταν η χαρά του Επισκόπου Ρώμης, αγαπητέ Αδελφέ, να μπορέσει να επιβεβαιώσει μαζί Σας σ᾽ εκείνη την περίσταση, την ανάγκη να εξακολουθήσουμε επίμονα στο δρόμο του διαλόγου για να αναζητήσουμε τη δίκαιη λύση στα θέματα κοινου ενδιαφέροντος που ακόμη εκκρεμούν. Έχω την εμπιστοσύνη ότι μιά έγκυρη συμβολή θα αποφέρουν, προς το σκοπό αυτό, οι εργασίες της θεολογικής ορθοδόξου-καθολικής Επιτροπής. Αμφότεροι ελπίζουμε ότι η Επιτροπή αυτή θα μπορέσει να προσφέρει συγκεκριμένες ενδείξεις, εν αληθεία και αγάπη, ώστε να ξεπερασθεί η συμερινη όχι εύκολη στιγμή. Αυτό ασφαλώς αναμένει ο Λαός του Θεού, ο οποίος επιθυμεί να μπορέσει να προσφέρει στο συγχρονο κόσμο μιά αποφασιστικότερη μαρτυρία του Χριστού και του Ευαγγελίου του.
Ενώ ενώνομαι με την Αγιότητά Σας στην επίμονη προσευχή για την ορατή ενότητα όλων όσων πιστεύουν στο Χριστό, συνοδεύω τα αισθήματα αυτά με ένα εγκάρδιο και αδελφικό χαιρετισμό προς Εσάς, τους Επισκόπους εν κοινωνία μαζί Σας, τον Κλήρο και τους πιστούς της αρχαίας και επιφανούς αυτής Εκκλησίας, επικαλούμενος για τον καθένα την ουράνια μεσιτεία της Αγιωτάτης Μητέρας του Θεού.
Από το Βατικανό, 8 Σεπτεμβρίου 2004.
Ιωάννης Παύλος Β´